O Νίκος Κούρκουλος σε διάφορες φάσεις της ζωής του στο εξώφυλλο του βιβλίου «Νίκος Κούρκουλος - Ενας αυθεντικός πολίτης, παντός καιρού» | Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση
Επικαιρότητα

Ο «αυθεντικός πολίτης παντός καιρού» Νίκος Κούρκουλος

«Αυθεντικός πολίτης, παντός καιρού»; Οραματιστής; Ονειροπόλος; Γόης; Ηθοποιός ή καλός μάνατζερ; Ηταν όλα αυτά και πολλά παραπάνω. Τον άνθρωπο που άλλαξε για πάντα το Εθνικό μας Θέατρο μάς θυμίζει ο τόμος που κυκλοφορεί το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

«Δεν το λυπάσαι; Δεν το βλέπεις το Εθνικό; Και το βαράτε κι όλοι εσείς απέξω». Με αυτά τα λόγια και με αρκετά παρακάλια, όπως εκείνη ήξερε, η υπουργός Πολιτισμού τότε Μελίνα Μερκούρη προσπάθησε, επίμονα, να πείσει τον Νίκο Κούρκουλο να αναλάβει τα ηνία στο Εθνικό Θέατρο. Έναν θεσμό που είχε «περιπέσει σε στασιμότητα και αφασία Δημοσίου», όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί σε σημείωμά του ο νυν διευθυντής του Στάθης Λιβαθινός. Και αυτό σε μια επίτομη έκδοση, υπό τον τίτλο «Νίκος Κούρκουλος – Ενας αυθεντικός πολίτης, παντός καιρού», που κυκλοφορεί από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, σε επιμέλεια του σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου.

Η δική του, επίσης επίμονη, απάντηση; «Δεν έχω καμία σχέση και δεν αντιλαμβάνομαι το θέατρο έτσι όπως το αντιλαμβάνονται όσοι ασχολήθηκαν ως τώρα με το Εθνικό». Χώρια ότι θεωρούσε όλο το καθεστώς που επικρατούσε στην πρώτη κρατική θεατρική σκηνή διαλυμένο και σάπιο.

Τα «παρακάλια» της Μελίνας όμως, που είχαν ξεκινήσει από τότε που εκείνη ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού, κυρίως όμως από το 1982 και ακόμη πιο πεισματικά από το 1984, τελικά έπιασαν τόπο. Αυτά και μία συνέντευξη Τύπου.

Διότι ο Νίκος Κούρκουλος μπορεί να ενέδωσε στην πολυμήχανη Μελίνα, όμως της έβαλε όρο: «Πρώτα θα μάθω το θέατρο από μέσα. Και μετά…». Εξ ου και συμμετείχε αρχικά, το 1993, στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου και το 1994 πλέον ανέλαβε τη θέση του διευθυντή.

Και η συνέντευξη Τύπου; Ο άλλος όρος του Νίκου Κούρκουλου ήταν να αποδείξει η Μελίνα Μερκούρη ότι θα κάνει όσα υπόσχονταν οι μπροσούρες του ΠΑΣΟΚ. Ότι, δηλαδή, θα αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο στο Εθνικό, αναγγέλλοντάς το δημόσια. Όταν βγήκε λοιπόν, σε μεγάλη συνέντευξη Τύπου και ανήγγειλε ότι το Εθνικό θα λειτουργεί εφεξής ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, ο Νίκος Κούρκουλος της το ανταπέδωσε, χαλαρώνοντας την αντίστασή του στην επίμονη πρότασή της.

Με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Ιλια Ντάρλινγκ», 1967

Μπορεί το κουτσομπολίστικο παρασκήνιο να λέει ότι η σύντροφος της ζωής του, Μαριάννα Λάτση (μετά το τέλος του γάμου του με την Μελίτα Κουτσογιάννη- Κούρκουλου) βοήθησε στο να πειστεί να αναλάβει τη θέση ο άλλοτε γόης του ελληνικού σινεμά, όμως η ουσία είναι άλλη: με έναν τρόπο, ακόμη και με τις αντιστάσεις του, ο Κούρκουλος άλλαξε κάτι (και σημαντικό) σε αυτό που ονομάζουμε Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος. Και ήταν μόνον η αρχή.

Ο γιος του άλλοτε αγρότη στην Κέρκυρα Αλκίνοου Κούρκουλου – που άφηνε το άροτρο για να πιάσει το βιολί, – και μετέπειτα κουρέα στου Ζωγράφου, ήξερε και τι θέλει. Και οι σχέσεις και το μυαλό του τον βοηθούσαν να το αποκτήσει. Όσοι τον ήξεραν καλά, όπως η αείμνηστη συνάδελφος στα «ΝΕΑ» Έλενα Δ. Χατζηιωάννου, έλεγαν πως το βασικό του ατού ήταν πως είχε όνειρα. Και κινούσε κάθε τροχό για να τα πραγματώσει. «Τον αγαπούσα και τον καμάρωνα για το πείσμα να πετύχει τα όνειρά του και για το καθαρό του βλέμμα», όπως σημειώνει και ο επιμελητής του τόμου «Νίκος Κούρκουλος – Ενας αυθεντικός πολίτης, παντός καιρού» Διονύσης Φωτόπουλος.

Τα δύσκολα δεν τον πτοούσαν. Κι αν είχε δύσκολα! Πέρα από τα δύσκολα χρόνια της ζωής του, δεν μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει ελαφρά τον χαμό των δύο από τα τρία αδέλφια του. Ο μεγάλος του αδελφός, Ιάκωβος, πολιτικός μηχανικός, έχασε την ζωή του, παραπατώντας σε μια οικοδομή, αφήνοντας ορφανή την οικογένειά του. Ο αδελφός του, Σπύρος, που είχε μπαρκάρει, χάθηκε σε ναυάγιο.

Στα δύσκολα έβλεπε πάντα το αντίβαρο. Την οικογένειά του. Τα παιδιά. Τον έρωτα για την Μαριάννα, για τον οποίο είχε πει σε συνέντευξή του: «Την είδα να κατεβαίνει τα σκαλιά της Επιδαύρου και μαγνητίστηκα. Ήταν σαν αερικό. Είναι αυτά τα απρόσμενα της ζωής που σου χτυπούν την πόρτα». Κάπως έτσι, κόντρα στα δύσκολα, αλλά και αδράχνοντας κάθε ευκαιρία για να πραγματώσει τα όνειρά του, «διέτρεξε τον δύσβατο ελληνικό πολιτιστικό στίβο από τη λαϊκή γειτονιά στα μεγάλα θεατρικά κέντρα της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας, με την ίδια τίμια περπατησιά», όπως σημειώνει ο φιλόλογος και κριτικός θεάτρου, δάσκαλος Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Στην παράσταση «Η Γειτονιά των Αγγέλων», με την Τζένη Καρέζη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, 1963-1964

Πως άδραχνε τις ευκαιρίες; Ακόμη και σε ένα «κοσμικό» γεύμα. Στο σπίτι της Μαριάννας Λάτση, με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τρεις υπουργούς του. Εκεί, εν μέσω μιας συζήτησης για τα βαλκανικά, του πρότεινε να ρίξουν τα τείχη και να περάσουν στα γειτονικά κράτη, όπως η Βουλγαρία, με Πολιτισμό. Με θέατρο. Ήδη ο ίδιος, ως διευθυντής, ήταν έτοιμος να ανοίξει όχι μόνον σε πανελλήνιες περιοδείες τις παραστάσεις του Εθνικού, αλλά και στο παγκόσμιο τερέν. Είχε στα πεπραγμένα του και την «Μήδεια» του Εθνικού, που είχαν αποθεώσει 2.500 θεατές στην Τουρκία, και φρόντισε να κάνει σαφή την πρόταση – αίτημα: «Υπάρχει το αρχαίο θέατρο της Φιλιππούπολης, όπου ελληνική φωνή δεν έχει ακουστεί. Ας στείλουμε μια τραγωδία και μια κωμωδία». Ο Παπανδρέου, πρακτικός, τον ρώτησε τι θα σήμαινε αυτό οικονομικά, εκείνος απάντησε 35 εκατ. δραχμές, για την αποστολή 80 καλλιτεχνών και τεχνικών. Και, όπως έλεγε αργότερα στον Θανάση Λάλα, στο «Βήμα», ο τότε πρωθυπουργός είπε στους υπουργούς συνδαιτυμόνες: «Αύριο να έχει τελειώσει το θέμα» και «έτσι τελείωσε».

Δεν ήταν μόνον το άνοιγμα στο εξωτερικό, κόντρα στην ελληνική θεατρική εσωστρέφεια, που κατάφερε ο Νίκος Κούρκουλος στο Εθνικό. Όσο η ελληνική κρατική σκηνή να «θεωρείται παράγων της παγκόσμιας σκηνής με τις παραστάσεις που δίνει στο εξωτερικό (Έφεσος, Ρώμη, Αμερική, Αυστραλία κ.α.)», όπως σημείωνε η Ελένη Αρβελέρ, φίλη του και πρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού στα 13 χρόνια της θητείας του ως διευθυντή.

Ήταν ότι ενεργοποίησε δυναμικά και έθεσε σε μόνιμη λειτουργία, από το 1995, την ανενεργή παιδική σκηνή του Εθνικού, ως Παιδικό Στέκι. Με το έργο την «Ωραία Κοιμωμένη» του Σαρλ Περό, σε σκηνοθεσία Κάρμεν Ρουγγέρη, παράσταση η οποία περιόδευσε και σε θέατρα ανά την Ελλάδα για πρώτη φορά. Ενώ τον Ιούνιο του 2000 το Παιδικό Στέκι, με το έργο «Ο τσάρος με την μακριά γενειάδα» της Κάρμεν Ρουγγέρη, μπήκε και στο Ηρώδειο. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο πυρήνας για ένα Εθνικό Θέατρο δεν θα ήταν το παιδί, το πρώτο πράγμα δηλαδή με το οποίο θα έπρεπε να ασχοληθεί», έλεγε αργότερα. Όπως δεν μπορούσε να φανταστεί το Εθνικό δίχως ένα θεατρικό εργαστήρι, «άγιο χώρο» όπως το χαρακτήριζε, ή μία Πειραματική Σκηνή, την οποία ανέθεσε στον σημερινό διευθυντή Στάθη Λιβαθινό. Εκεί όπου υπήρξε «συμβουλευτικός και πάντα προστατευτικός. Ποτέ δογματικός ή περιοριστικός», όπως αναφέρει ο ίδιος στο σημείωμά του για τον τόμο του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

Ο Νίκος Κούρκουλος στη θρυλική σκηνή από την ταινία του Φώσκολου «Ορατότης Μηδέν» (Φίνος Φιλμ, 1969)

Έκανε και αρκετά παραπέρα, με βοηθό τον σκηνοθέτη Διαγόρα Χρονόπουλο: το 1997 δημιούργησε και επίσημα τον Θίασο Περιοδειών Αρχαίου Δράματος και το 2000 την Πρώτη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου στο Μονοδένδρι της Ηπείρου. Και, κυρίως, βοήθησε να αλλάξει το πεπαλαιωμένο καθεστώς της μονιμότητας, φέρνοντας νέο αίμα και άλλη οπτική στην επιλογή των έργων. Το 2005, όταν κυκλοφόρησε ένα συνοπτικό εγχειρίδιο με απολογιστικά στοιχεία για τη δεκαετία 1994-2004, οι αριθμοί «μιλούσαν»: 135 τίτλοι έργων (τα 43 ελληνικά), 7.560 παραστάσεις, περιοδείες εντός και εκτός Ελλάδας, θεατρικές ανταλλαγές και ανοδική πορεία στις εισπράξεις από εισιτήρια, ήτοι 3.332.832 ευρώ το 2004 έναντι 284.263 ευρώ που ήταν το 1994.

«Ο Νίκος Κούρκουλος απελευθέρωσε τη σκέψη και το ταλέντο πολλών νέων καλλιτεχνών, και όχι μόνο, και ξαναέφερε το Εθνικό εκεί όπου όφειλε να είναι: στην πρώτη γραμμή», όπως το θέτει στον ίδιο τόμο ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Και αυτό με μια θεατρική «ανεξιθρησκεία» θαυμαστή. «Τι θα πει «ηθοποιός του Εθνικού»; Είσαι ηθοποιός; Μπορείς να ανήκεις κι εσύ στο Εθνικό», έλεγε. Δεν φοβήθηκε το εμπορικό. Δεν φοβήθηκε να μπολιάσει με νέες, «ξένες» έως τότε στο Εθνικό, θεατρικές δυνάμεις και το ρεπερτόριο και τις διανομές ή τις αναθέσεις του. Κάπως έτσι το ελληνικό θέατρο απέκτησε το πρώτο στην ιστορία του μουσικό έργο για την ιστορία ενός είδους παρεξηγημένου: της Επιθεώρησης. Μιλάμε για το επιτυχημένο και θηριώδες ως παραγωγή «Βίρα τις άγκυρες» των Ρέππα – Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Και όταν κάποιοι αντιδρούσαν, απαντούσε στωικά στις επιθέσεις: «Εμαθα να λιθοβολούμαι».

Άλλωστε και ο ίδιος στον Μάνο Κατράκη χρωστούσε τα πρώτα μαθήματα σκηνής και την πρώτη του ώθηση στο θέατρο, όταν με όνειρα πολλά να γίνει ηθοποιός, του «χτύπησε την πόρτα», στην διάρκεια ενός διαλείμματος από τις πρόβες στο θέατρο «Αθηνά». «Κύριε Κατράκη, με λένε Νίκο Κούρκουλο και θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο», φέρεται να του είπε. «Και γιατί ήρθες σε μένα;». «Δεν έχω σε κανέναν άλλο να πάω, δεν ξέρω πού να πάω», ήταν ο διάλογος που θυμόταν χρόνια μετά, μιλώντας στο «Βήμα».

Ο Μάνος Κατράκης τον βοηθούσε να σταθεί στη σκηνή, στα διαλείμματα, και του έδωσε το σπρώξιμο που χρειαζόταν για να ακολουθήσει το όνειρό του: «Κοίταξε να δεις, «Φωνή έχεις, παράστημα έχεις, εντάξει είσαι. Δώσε, είσαι καλός», του είπε και τον έστειλε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Από την οποία αποφοίτησε το 1958, κάνοντας έξαλλο τον τότε γενικό διευθυντή του Εθνικού, Αιμίλιο Χουρμούζιο, που του παρέδωσε το πτυχίο. Διότι ο Χουρμούζιος του είπε: «Συγχαρητήρια, το Εθνικό σάς προσκαλεί στους κόλπους του» κι εκείνος απάντησε: «Ευχαριστώ, αλλά η αγάπη μου και η φιλοδοξία μου για το θέατρο δεν σταματάει στον Χορό του αρχαίου δράματος». Το κοντάρι, που έλεγαν τότε. «Έξω!» ήταν η αντίδραση του αυστηρού διευθυντή.

Καρέ από τη δραματική ταινία του 1966 «Κατηγορώ τους ανθρώπους»

Την επόμενη χρονιά, πάντως, εκείνος έκανε την πρώτη του εμφάνιση, δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη και το Δημήτρη Χορν, στην «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά. Η δε πρώτη του καλή κριτική ήταν από τον Άγγελο Τερζάκη, όταν έπαιξε με τον θίασο Βεργή. Και οκτώ χρόνια αργότερα, το 1967, ήταν υποψήφιος για βραβείο Τόνι, μαζί με την Μελίνα Μερκούρη, τον Μάνο Χατζιδάκι και την παραγωγή, χάρη στη μεταγραφή για το Μπρόντγουεϊ της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» σε μιούζικαλ ως «Ίλια Ντάρλινγκ», σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Στην σημαδιακή – έναν ακριβώς χρόνο μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1968, απονομή των Τόνι τελικά καμία από τις τέσσερις υποψηφιότητες δεν απέφερε τελικά βραβείο.

Με έναν δικό του τρόπο ο ισορροπούσε ανάμεσα στα συνδικαλιστικά αιτήματα των ηθοποιών, σαν και κείνον, και στο άκαιρο των στάσεων εργασίας. Το έδειξε και τον Ιούλιο του 1991, προτού αναλάβει διευθυντής του Εθνικού, όταν ερμήνευε «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου στην Επίδαυρο. Από εκεί κατήγγειλε τους «μισθούς πείνας» και τον εμπαιγμό για χρόνια των ηθοποιών από τους υπευθύνους. Δηλώνοντας όμως και «απολύτως αντίθετος με τις δίωρες στάσεις εργασίας των ηθοποιών», στον κρίσιμο χρόνο των δοκιμών των φεστιβαλικών παραστάσεων.

«Λειτουργώ σαν να είμαι πάνω στη σκηνή», έλεγε αργότερα. «Είμαι πομπός και δέκτης. Δεν μπορείς να είσαι μόνο πομπός ή μόνο δέκτης ως διευθυντής». Και ακόμη έλεγε: «Στο Εθνικό δεν υπάρχει άνθρωπος που να θέλει να μπει στο γραφείο μου και να μην μπει. Όταν κάθεται ο άλλος απέναντί μου και εγώ κάθομαι στη θέση του διευθυντή, του ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι αυτή η καρέκλα, η καρέκλα του διευθυντή, είναι για να υπηρετεί εκείνον. Και το πιστεύω. Γιατί τελικά ποια είναι η δουλειά του διευθυντή; Να οργανώσει και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να γίνει ένα έργο ­ δεν εννοώ θεατρικό έργο, εννοώ μια εργασία. Ο διευθυντής διευκολύνει το όνειρο των άλλων».

Ως Φιλοκτήτης στην ομώνυμη παράσταση του Εθνικού, το 1991 (Αρχείο Εθνικό Θεάτρου)

Το τελευταίο μεγάλο του όνειρο ήταν να αποκαταστήσει και το κτίριο του Εθνικού, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, έργο του Δανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ. Από το 1998 ακόμη έθεσε επιτακτικά το ζήτημα και για το κτίριο Τσίλερ και για το κτίριο της Νέας Σκηνής, που είχε χτιστεί το 1960-63, όταν γκρεμίστηκε το εφαπτόμενο στο Εθνικό παλιό ξενοδοχείο «Μεσσήνη», επί της οδού Μενάνδρου. Η τελευταία παράσταση προτού αρχίσουν οι εργασίες ήταν το «Καμίνο Ρεάλ» του Τενεσί Ουίλιαμς. Εκατό ακριβώς χρόνια από τότε που ολοκληρώθηκε η ανέγερση του κτιρίου Τσίλερ (είχε ξεκινήσει το 1891 και σταμάτησε λόγω οικονομικών προβλημάτων!). «Όταν αποκατασταθεί το κτίριο θα βγω με σημαίες να το γιορτάσω», έλεγε ο Κούρκουλος στα «NEA», όταν πλέον εγκρίθηκε τον Ιανουάριο του 2005 η τελική μελέτη για το κτίριο Τσίλερ και κονδύλι 40 εκατ. ευρώ. Την ώρα που το υπουργείο Πολιτισμού του ανανέωνε για τέταρτη τριετία την θητεία του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.

Τελικά, τον Μάρτιο του 2006 υπέγραψε την οριστική σύμβαση για την ανάθεση του έργου «Αποκατάσταση και εξοπλισμός του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου». Στις 30 Ιανουαρίου 2007 άφησε την τελευταία του πνοή, χτυπημένος από καρκίνο. Το έργο ολοκληρώθηκε το 2009 επί διεύθυνσης Γιάννη Χουβαρδά και η Νέα Σκηνή πήρε το όνομα «Νίκος Κούρκουλος».

«Ο Νίκος Κούρκουλος είχε μια σπάνια αρετή που δεν τη συναντάμε συχνά στον τόπο μας. Δεν ξιπαζόταν και δεν μεγαλοπιανόταν. Ηταν, σε κάθε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό περιβάλλον, αυθεντικά ο εαυτός του», συνοψίζει στον τόμο «Νίκος Κούρκουλος – Ενας αυθεντικός πολίτης, παντός καιρού» ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. «Από την ανάληψη των καθηκόντων του έως τον τραγικό θάνατό του δεν έπαιξε, δεν σκηνοθέτησε, δεν παρενέβαλε σε κανέναν την ιδιότητα μιας καριέρας πλούσιας και επιτυχημένης».

Κατά τον ίδιο τον Νίκο Κούρκουλο: «Έκανα κάτι που πραγματικά αγάπησα, αυτό για το οποίο ξεκίνησα, δηλαδή να νιώσω κάποιες στιγμές κάνοντας θέατρο. Απογειώθηκα μέσα σ’ αυτό που ονειρεύτηκα». Και ένα μεγάλο – προσωπικό του – ερώτημα: Αν είχε, λέει, ταλέντο. Τι λέτε; Είχε;

Info

Η έκδοση «Νίκος Κούρκουλος – Ενας αυθεντικός πολίτης, παντός καιρού», από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, σε επιμέλεια Διονύση Φωτόπουλου, παρουσιάζεται την Τρίτη 18 Δεκεμβρίου, στις 19:30, στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου.