Μέσα στην τούρλα του Euro, η είδηση από την απέναντι ακτή του Ατλαντικού πέρασε σχεδόν στα ψιλά: ο Μάικ Κόνλεϊ Jr. υπέγραψε -πριν από μερικές ημέρες- το ακριβότερο συμβόλαιο στην ιστορία του ΝΒΑ. Θα εισπράξει, από τους Γκρίζλις, 153 εκατομμύρια δολάρια για πέντε χρόνια, δηλαδή κάτι παραπάνω από 30 εκατ. δολάρια τον χρόνο.
Μα, ποιος είναι τούτος – και γιατί του έδωσαν ένα κάρο λεφτά; Πρόκειται για έναν πόιντ γκαρντ, ο οποίος δεν έχει καταφέρει ακόμη -στα 29 του χρόνια- να βρεθεί σε «All Star Game». Δεν έχει σχεδόν καμία ατομική διάκριση στο βιογραφικό του. Η πιο παραγωγική χρονιά του, σε πόντους, ήταν το 2014 (17,2). Σε ασίστ, το 2011 (6,5). Σε ριμπάουντ, το 2009 (3,4). Σε κλεψίματα, το 2012 (2,2). Δεν έχει οδηγήσει τους Γκρίζλις πέρα από τους Τελικούς της Δύσης (όπου τους μακέλεψαν οι Σπερς με 4-0 το 2013). Τότε, γατί;
Μόνο και μόνο επειδή ευτύχησε να μείνει ελεύθερος την κατάλληλη στιγμή. Τώρα, που το χρήμα στο ΝΒΑ ρέει άφθονο και -λόγω των κανονισμών που ισχύουν- μοιράζεται περίπου αδιακρίτως. Μετά την εκπνοή του συμβολαίου του, ο Κόνλεϊ είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με όποια ομάδα επιθυμούσε. Αλλά, για οικογενειακούς λόγους, προτιμούσε να παραμείνει στο Μέμφις. Με μια προϋπόθεση: να λάβει το μάξιμουμ των αποδοχών που προβλέπει για την περίπτωσή του η συλλογική σύμβαση παικτών – εργοδοτών.
Οι οπαδοί των Γκρίζλις τον ήθελαν. Τον συμπαθούν πολύ. Μέχρι τηλεοπτική καμπάνια έκαναν, υπέρ της παραμονής του. Η ομάδα του, λοιπόν, δεν είχε άλλη επιλογή: από τη στιγμή που αποφάσισε να τον κρατήσει, έπρεπε να του «τα σκάσει» με αντικειμενικά κριτήρια. Χωρίς καμία διαπραγμάτευση. Τόσο απλά, ένας μέτριος μπασκετμπολίστας έγινε ο ρέκορντμαν των αποδοχών (στο σύνολο του συμβολαίου του, ανά χρόνο συνεργασίας) στα χρονικά της Λίγκας.
Τον πρώτο χρόνο (2016-2017) ο Μάικ Κόνλεϊ Jr. θα εισπράξει 26.540.100 δολάρια. Ακούγεται ακόμη πιο «τρελό», αν σκεφτεί κανείς ότι ακριβώς τόσα έχει λαμβάνειν -από τους Ουόριορς- ο Κέβιν Ντουράντ, η πιο ηχηρή μετεγγραφή αυτού του καλοκαιριού. Οσο για τον «MVP της Χρονιάς», τον Στεφ Κάρι, δεν θα πάρει ούτε τα μισά. Εχει υπογράψει συμβόλαιο 23,5 εκατ. δολαρίων για δύο χρόνια, που σημαίνει ετήσιες αποδοχές 12.112.359 δολαρίων για την προσεχή σεζόν. Ο Κόμπι Μπράιαντ, ο μύθος των Λέικερς, ολοκλήρωσε την ένδοξη καριέρα του με ετήσιες αποδοχές γύρω στα 25.000.000 δολάρια, στην πιο αποδοτική χρονιά του συμβολαίου του.
Στο ΝΒΑ δεν σε πληρώνουν μόνον οι ικανότητές σου, αλλά και οι συγκυρίες. Γι’ αυτό ο ΛεΜπρόν Τζέιμς έχει ένα σχέδιο, προκειμένου να φτάσει στο μυθικό συμβόλαιο των 200 εκατ. δολαρίων. Λίγες ημέρες μετά την κατάκτηση του τίτλου με τους Καβαλίερς, ο «βασιλιάς» ενημέρωσε την ομάδα του ότι θα μείνει ελεύθερος. Αρνήθηκε τα 24 εκατ. δολάρια, που προβλεπόταν να εισπράξει το 2016-2017, για να κερδίσει πολύ περισσότερα.
Ο ΛεΜπρόν, λοιπόν, ο απόλυτος πρωταγωνιστής των φετινών τελικών του ΝΒΑ, ο οποίος χάρισε στο Κλίβελαντ τον πρώτο του τίτλο, θα υπογράψει νέο (μονοετές) συμβόλαιο 27,5 εκατ. δολαρίων. Αν η συμφωνία ήταν πολυετής, θα εισέπραττε 30,8 εκατ. δολάρια. Αλλά οι εκπρόσωποι του παίκτη αποφάσισαν να χαρίσουν τα λίγα, για να κερδίσουν τα πολλά. Διότι, όπως εξηγεί το ESPN, τον επόμενο Ιούλιο (2017) οι «Καβς» θα έχουν τη δυνατότητα να του προσφέρουν πενταετές συμβόλαιο 201 έως 205 εκατ. δολαρίων. Και, τότε, ο Τζέιμς -αν δεχτεί μια τόσο μακροχρόνια δέσμευση- θα γίνει ο παίκτης με το μεγαλύτερο συμβόλαιο στην ιστορία του ΝΒΑ, τόσο για κάθε χρόνο της συμφωνίας όσο και συνολικά. Ποτέ άλλοτε δεν έχει υπογραφεί σύμβαση τέτοιας αξίας.
Για την πρώτη χρονιά της νέας συμφωνίας (2017-2018) το συμβόλαιο του ΛεΜπρόν θα προβλέπει αποδοχές 35 εκατ. δολαρίων, οι οποίες θα ξεπεράσουν τα 33 εκατ. που είχε εισπράξει ο Μάικλ Τζόρνταν στο τελευταίο του συμβόλαιο με τους Σικάγο Μπουλς (1997-1998), το ακριβότερο -μέχρι σήμερα- στα χρονικά. Μάλιστα, αντίγραφό του είχε βγει σε δημοπρασία, το 2014, και είχε πουληθεί έναντι 40.000 δολαρίων σε έναν εύπορο φανατικό θαυμαστή του κορυφαίου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών.
Μέχρι πρότινος, ελάχιστοι παίκτες τολμούσαν να αρνηθούν την ασφάλεια ενός -ακόμη- χρόνου συμβολαίου. Κανείς δεν το έκανε, αν δεν ήταν επιπέδου «All Star». Επειδή δεν ήξερε τι του ξημερώνει. Αλλά τώρα, ξέρει: ακόμη περισσότερα χρήματα. Χάρη στη νέα συμφωνία της Λίγκας με τα δίκτυα ESPN και Turner, τα οποία θα πληρώσουν 24 δισεκατομμύρια δολάρια για τα τηλεοπτικά της δικαιώματα έως το 2025, και την επακόλουθη αύξηση του salary cap. Δηλαδή του ανώτατου ορίου που το NBA θέτει στις αποδοχές των παικτών. Για την προσεχή σεζόν, ανέβηκε στα 94.143.000 δολάρια (από 70.000.000 που ήταν την προηγούμενη). Το 2017-2018 θα φτάσει τα 107 εκατ. δολάρια. Και πάει λέγοντας. Σκεφτείτε ότι το 1984-1985, το salary cap ήταν μόλις 3.600.000 δολάρια…
Τα αφεντικά στο ΝΒΑ… τρελάθηκαν και μοιράζουν χρήμα. Με το που μπήκε η περίοδος των μετεγγραφών, άρχισαν να… βομβαρδίζουν την αγορά με ρευστό. Το πιο παράδοξο είναι, πως οι ομάδες προσφέρουν αυτά τα εκατομμύρια αδιακρίτως – όχι μόνο στους σούπερ σταρ. Από αυτή τη γενναιοδωρία, ευνοείται κυρίως η «μεσαία τάξη» του ΝΒΑ. Μόνο την πρώτη μέρα των μετεγγραφών, υπεγράφησαν 27 συμβόλαια – συνολικής αξίας 1,72 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μέτριοι παίκτες θα εισπράξουν χρήματα που ούτε καν τα ονειρεύτηκαν. Πώς φτάσαμε σε αυτή τη… βροχή εκατομμυρίων;
Ολα άρχισαν το 1997. Τότε που το ΝΒΑ ξεπέρασε τα όρια, προσφέροντας σε έναν 22χρονο πιτσιρικά, ονόματι Κέβιν Γκαρνέτ, εξαετές συμβόλαιο 125 εκατομμυρίων δολαρίων. Η «συμφωνία Γκαρνέτ» -έτσι έμεινε στις μνήμες- ταρακούνησε τους ιδιοκτήτες, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Οτι δεν μπορεί ένας παίκτης με μόλις δύο χρόνια εμπειρίας να αμείβεται με ένα τόσο μεγάλο ποσό. Επέμειναν, λοιπόν, να μπει ένα όριο (cap) στις αποδοχές. Μπήκαν σε διαμάχη με την Ενωση των παικτών κι αυτή η διαμάχη οδήγησε στο λοκ-άουτ του 1998. Και, τελικά, στον «κόφτη» που γνωρίζουμε ως salary cap.
Με δυο λόγια, το salary cap είναι το ανώτατο ποσό που το NBA επιτρέπει στις ομάδες να προσφέρουν στους παίκτες τους. Το ύψος του μεταβάλλεται κάθε σεζόν και -στην ουσία- είναι ένα ποσοστό του τζίρου που πραγματοποίησε η Λίγκα την προηγούμενη χρονιά. Ο λόγος για τον οποίο υφίσταται αυτός ο περιορισμός, είναι για να μην μπορούν οι πλουσιότερες ομάδες να αγοράσουν όλους τους καλούς παίκτες σε βάρος των λιγότερο εύπορων. Υπάρχουν και κάποια παραθυράκια -το λεγόμενο soft cap- τα οποία επιτρέπουν σε μια ομάδα να ξεπεράσει το salary cap της για να υπογράψει παίκτες. Μετά, όμως, αυτή η ομάδα μπλέκει με το tax level. Αν υπερβεί αυτό το αφορολόγητο όριο -το οποίο, χονδρικώς, είναι περίπου 10 εκατ. δολάρια πάνω από το salary cap- της έρχεται… ο κούκος, αηδόνι. Κάθε επιπλέον δολάριο το πληρώνει διπλό (luxury tax). Αλλά, ας μην μπλέξουμε στις λεπτομέρειες.
Οι ιδιοκτήτες, όμως, έκαναν ένα μεγάλο λάθος: έβαλαν ένα όριο στις αμοιβές των νέων -των λεγόμενων «ρούκις»- κι έπειτα των πολύ παλιών, και… ξέχασαν τους ενδιάμεσους: τους πολλούς. Αυτή η μεσαία τάξη είναι που επωφελείται και «προκαλεί» με τα ιλιγγιώδη συμβόλαια. Η φιλοσοφία της Λίγκας ήταν -και είναι- ότι ο ΛεΜπρον Τζέιμς, ο Κέβιν Ντουράντ και οι άλλοι αστέρες δεν θα υπήρχαν, αν δεν δούλευαν σκληρά γι’ αυτούς οι υπόλοιποι 440 παίκτες του ΝΒΑ. Συμφωνεί και η Ενωση Παικτών, επειδή οι πολλοί εκλέγουν τη διοίκησή της. Στη Συλλογική Σύμβαση δεν υπάρχει μηχανισμός που να μπορεί να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση. Ετσι τα χρήματα πηγαίνουν σε παίκτες που τυχαίνει να είναι ελεύθεροι την κατάλληλη στιγμή.
Στις ΗΠΑ, λεφτά υπάρχουν. Αλλωστε, όλα είναι σχετικά. Αν το salary cap των 94.143.000 δολαρίων στο NBA κόβει την ανάσα, στο NFL (φούτμπολ) ο αντίστοιχος κόφτης έχει φτάσει στα 166.000.000 δολάρια. Στο MLB (μπέιζμπολ) δεν υφίσταται καν. Μόνο luxury tax -φόρος πολυτελείας- στα υψηλά συμβόλαια. Οι Λος Αντζελες Ντότζερς δαπάνησαν, για τα συμβόλαια των παικτών τους, σχεδόν 246 εκατ. δολάρια, όταν οι Καβαλίερς δεν ξεπέρασαν τα 109 εκατ. δολάρια στην κορυφή της λίστας του ΝΒΑ.
Αλλο είναι το πρόβλημα: ότι αυτή η αλόγιστη σπατάλη μπορεί να κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στην ηθική του ΝΒΑ. Οπως είχε συμβεί στη δεκαετία των 90’s, τότε που στον κόσμο του μπάσκετ είχε επικρατήσει η αίσθηση πως οι περισσότεροι παίκτες δεν άξιζαν να παίρνουν τόσα χρήματα, με κριτήριο την απόδοσή τους. Αυτή την αποδοκιμασία των φιλάθλων τρέμουν και τώρα τα «μεγάλα κεφάλια» του αμερικανικού πρωταθλήματος μπάσκετ.