Οποτε η κατάσταση είναι εκρηκτική στο εσωτερικό της χώρας τους, οι αμερικανοί πρόεδροι μπορούν να επιβιβαστούν στο Air Force One και να μεταβούν οπουδήποτε επιθυμούν ανά την υφήλιο. Τις προηγούμενες ημέρες, ωστόσο, η διεθνής σκηνή δεν υποδέχτηκε ιδιαίτερα φιλικά τον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος επέστρεψε το βράδυ της Τετάρτης στην Ουάσινγκτον από το Λονδίνο, γνωρίζοντας πως οι αμέσως επόμενες εβδομάδες θα είναι εξαιρετικά δύσκολες.
Αφού χλευάστηκε από τους ομολόγους του πίσω από την πλάτη του – αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πίτερ Μπέικερ, ανταποκριτής των New York Times στον Λευκό Οίκο – στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, ο αμερικανός πρόεδρος ακύρωσε ξαφνικά προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου και αναχώρησε εσπευσμένα για να επιστρέψει σε μια πρωτεύουσα η οποία καλείται πλέον να αποφανθεί κατά πόσον είναι κατάλληλος για το αξίωμά του.
Η διάσκεψη του ΝΑΤΟ επρόκειτο να αξιοποιηθεί ως μια ευκαιρία για να αποδείξει ο Ντόναλντ Τραμπ τόσο στην Αμερική όσο και στον υπόλοιπο κόσμο το διεθνές του κύρος και την επιρροή που ασκεί ως παγκόσμιος ηγέτης. Κάτι ανάλογο είχαν επιδιώξει, μεταβαίνοντας στο εξωτερικό και οι πρόεδροι Ρίτσαρντ Νίξον και Μπιλ Κλίντον την περίοδο που κινδύνευαν και εκείνοι να παραπεμφθούν.
Η μάζωξη των ηγετών των κρατών – μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας παρείχε τη δυνατότητα στον Τραμπ και τους συμμάχους του να επιτεθούν κατά των αντιπάλων του στο εσωτερικό των ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντάς τους «αντιπατριώτες» για την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας με στόχο την παραπομπή του, την ώρα που εκείνος βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και, ως επικεφαλής των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, προσπαθούσε να πιέσει τους νατοϊκούς συμμάχους του να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Η επίσκεψή του, ωστόσο, στο Λονδίνο ήταν ιδιαίτερα επεισοδιακή, έως και ατιμωτική για τον αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος αφότου διαπληκτίστηκε μπροστά στις κάμερες με τον Εμανουέλ Μακρόν, πρόλαβε, πριν αναχωρήσει άρον άρον, να χαρακτηρίσει «διπρόσωπο» τον Τζάστιν Τριντό.
«Τα Μέσα των Ψευδών Ειδήσεων κάνουν τα πάντα ώστε να υποτιμήσουν το ΠΟΛΥ επιτυχημένο ταξίδι μου στο ΝΑΤΟ», σημείωσε στο Twitter ο Τραμπ καθώς το προεδρικό αεροσκάφος πετούσε πάνω από τον Ατλαντικό. «Τα πήγα πολύ καλά με τους ηγέτες του ΝΑΤΟ», πρόσθεσε, εξαίροντας τον ίδιο του τον εαυτό επειδή κατάφερε να πείσει τους ομολόγους του να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. «Καμιά αύξηση για τις ΗΠΑ, μόνο βαθύς σεβασμός!».
Το να διαπληκτίζεται, ωστόσο, με ξένους ηγέτες δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πολύ πιθανώς να το επιδιώκει, μάλιστα, γνωρίζοντας ότι η επιθετική του στάση εκτιμάται ιδιαίτερα από τους ψηφοφόρους του. «Για πολλούς Αμερικανούς το να εναντιώνεται ο πρόεδρός τους στους ξένους ηγέτες αποτελεί ένδειξη ισχύος», ανέφερε η Αντόνια Φέριερ, πρώην συνεργάτης του Μιτς Μακόνελ, ηγέτη των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία.
«Συμμετείχε με εριστική διάθεση σε συνεντεύξεις Τύπου με ξένους ηγέτες οι οποίοι περιφρονούνται στους συντηρητικούς κύκλους ενώ πραγματοποίησε και τη σημαντική επίσκεψη στη Ντάουνινγκ Στριτ και χαιρετήθηκε με τη βασίλισσα στο παλάτι του Μπάκιγχαμ, το οποίο έχει πάντα ενδιαφέρον για τους ψηφοφόρους μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων», εξήγησε από την πλευρά του ο Σαμ Νάνμπερκ, πρώην πολιτικός σύμβουλος του αμερικανού προέδρου, υποστηρίζοντας επίσης πως το υπερατλαντικό ταξίδι του πρώην αφεντικού του ενίσχυσε την εικόνα του μεταξύ των ψηφοφόρων του.
Τα ταξίδια στο εξωτερικό πρόσφεραν μερικές ώρες ανακούφισης και στον Ρίτσαρντ Νίξον και στον Μπιλ Κλίντον όταν είχαν βρεθεί στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ. Το καλοκαίρι του 1974, μερικές εβδομάδες πριν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ πάρει κολοσσιαίες διαστάσεις, ο Νίξον επέλεξε να μεταβεί στη Μέση Ανατολή και μετά στη Σοβιετική Ενωση, εντείνοντας τις ειρηνευτικές του πρωτοβουλίες. Παρομοίως ο Μπιλ Κλίντον, μετά την εμφάνισή του το 1998 σε ορκωτό δικαστήριο, ταξίδεψε στη Ρωσία και τη Βόρεια Ιρλανδία και μετά στη Μέση Ανατολή.
Αλλά σε αμφότερες τις περιπτώσεις η ανάπαυλα ήταν περιορισμένης διάρκειας. Ο Νίξον αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ ενώ ο Μπιλ Κλίντον παραπέμφθηκε για ψευδορκία και παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης στην περιβόητη υπόθεση Μόνικα Λιουίνσκι μόλις λίγες ημέρες αφότου πάτησε το πόδι του στην Αμερική. Το ότι εκείνες τις ώρες επέβλεπε τον βομβαρδισμό του Ιράκ που εκείνος είχε διατάξει, δεν επηρέασε στο ελάχιστο την κρίση των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Και τώρα ήρθε και η σειρά του Ντόναλντ Τραμπ.
Λίγο πριν η Νάνσι Πελόζι ανακοινώσει, το απόγευμα (ώρα Ελλάδος) της Πέμπτης, την έναρξη των διαδικασιών για την παραπομπή του, ο αμερικανός πρόεδρος έσπευσε να την προλάβει μέσω ενός ακόμη «τιτιβίσματος» στο οποίο έλεγε: «εάν πρόκειται να με παραπέμψετε, κάντε το τώρα, γρήγορα, ούτως ώστε να έχουμε μια δίκαιη δίκη στη Γερουσία και να επιστρέψει η χώρα στην κανονικότητα».
Μετά την ανακοίνωση της πρόεδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ο Τραμπ έσπευσε απτόητος να εξηγήσει στους υποστηρικτές του ότι «οι Δημοκρατικοί της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δεν κάνουν ΤΙΠΟΤΑ μόλις ανακοίνωσαν ότι θα επιδιώξουν την παραπομπή μου για το ΤΙΠΟΤΑ. Εγκατέλειψαν ήδη τη γελοία “υπόθεση” Μόλερ, οπότε τώρα βασίζονται σε δύο απόλυτα θεμιτές τηλεφωνικές μου συνομιλίες με τον πρόεδρο της Ουκρανίας». Σημείωσε επίσης ότι μέσω της παραπομπής του, η επίκληση του σχετικού άρθρου (Act of Impeachment) θα χρησιμοποιείται ολοένα και συχνότερα κατά των μελλοντικών προέδρων των ΗΠΑ. Αλλά δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει πως «οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν υπάρξει ΠΟΤΕ πιο ενωμένοι. Θα κερδίσουμε».
Τι πρόκειται να συμβεί τις επόμενες εβδομάδες το γνωρίζουν όλοι. Μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας η οποία θα αρχίσει την ερχόμενη Δευτέρα, η (Δημοκρατική) πλειοψηφία των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων θα υπερψηφίσει εκτός συνταρακτικού απροόπτου την πρόταση παραπομπής του Τραμπ ενώ στη συνέχεια ο αμερικανός πρόεδρος θα δικαστεί από τα μέλη της Γερουσίας. Το ότι την πλειοψηφία στη Γερουσία την κατέχουν οι Ρεπουμπλικανοί σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταδικαστεί, εξέλιξη η οποία θα του επιτρέψει να αξιοποιήσει την όλη υπόθεση προς όφελός του κατά την προεκλογική του εκστρατεία.
Σύμφωνα, όμως, με τον Ντένις Ρος, ειδικό σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ο οποίος συνόδευσε τον Μπιλ Κλίντον στο ταξίδι του στη Μέση Ανατολή μερικές εβδομάδες πριν από την παραπομπή του, σε κάθε περίπτωση το τίμημα για τον Ντόναλντ Τραμπ θα είναι βαρύ. «Παρότι μπορεί να αισθάνεται ότι θα απαλλαγεί στη Γερουσία επειδή οι Ρεπουμπλικανοί θα ακολουθήσουν την κομματική γραμμή, και ανεξάρτητα από το πόσο θα προσπαθήσει να το εκμεταλλευτεί υπέρ του, η αλήθεια είναι ότι όπως και να το δει δεν θα μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός ότι θα είναι ένας από τους λίγους προέδρους που έχουν παραπεμφθεί. Προφανώς και του αρέσει να ξεχωρίζει, αλλά όχι έτσι», σημείωσε.