«Είναι ο Ντόναλντ Τραμπ αρκετά καλά ώστε να υπηρετήσει ως πρόεδρος;» διερωτάται ο Ντέιβιντ Γκράχαμ του The Atlantic. Το ερώτημα που θέτει ο αμερικανός δημοσιογράφος δεν αφορά την καταλληλότητα του τέως και πιθανώς μελλοντικού προέδρου των ΗΠΑ από ιδιοσυγκρασιακή ή διανοητική άποψη (έχει αποσαφηνιστεί εδώ και καιρό πως η απάντηση είναι όχι), αλλά κάτι πολύ πιο θεμελιώδες.
Η εκλογική αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου απέχει λιγότερες από 20 ημέρες και η Πενσιλβάνια είναι μια Πολιτεία εξαιρετικά σημαντική, τόσο για τον Τραμπ όσο και για την Κάμαλα Χάρις. Ωστόσο το βράδυ της Δευτέρας, σε μια προεκλογική συγκέντρωση στην κομητεία του Μοντγκόμερι, βορειοδυτικά της Φιλαδέλφειας, κάποια στιγμή ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος μάλλον βαρέθηκε. Τότε άρχισε να παίζει μουσική, τα αγαπημένα του τραγούδια, επί περίπου 40 λεπτά, με τον ίδιο να μορφάζει και να γελάει χαιρέκακα λικνιζόμενος στη σκηνή.
Το ότι ο Τραμπ είναι ένας τουλάχιστον αλλόκοτος τύπος –«weird», όπως τον χαρακτήρισε πρόσφατα ο Τιμ Γουόλζ, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος της Χάρις– είναι γνωστό. Ωστόσο ο Ντέιβιντ Γκράχαμ θεωρεί το τελευταίο περιστατικό ως ένα από τα πιο περίεργα της πολιτικής σταδιοδρομίας του.
Η εκδήλωση άρχισε κανονικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα στάνταρ του Τραμπ, αλλά μετά από δύο διακοπές λόγω αδιαθεσίας που αισθάνθηκαν οπαδοί του, έχασε το ενδιαφέρον του. «Ας ακούσουμε μόνο μουσική. Ποιος διάολο θέλει να ακούει ερωτήσεις;» είπε, προσφέροντας στο κοινό του την ευκαιρία να ακούσει τα αγαπημένα του τραγούδια: το παραδοσιακό «Dixie» (ήταν ο ντε φάκτο ύμνος της Συνομοσπονδίας κατά τον αμερικανικό εμφύλιο) ερμηνευμένο από τον Ελβις Πρίσλεϊ, το «Hallelujah» του Λέοναρντ Κοέν, το κάντρι άσμα «Rich Men North of Richmond», το «Nothing Compares 2 U» του Πρινς, επιτυχία για τη Σινέντ Ο’ Κόνορ, κ.ά.
Κάποια στιγμή ζήτησε από το προσωπικό του να παίξει Παβαρότι και να προβάλει το γράφημα για τη μετανάστευση στις ΗΠΑ, το θέμα που ετοιμαζόταν να σχολιάσει λίγο πριν την απόπειρα δολοφονίας του τον περασμένο Ιούλιο.
Ο δημοσιογράφος του Atlantic, που παρακολούθησε το συμβάν, θα πρέπει λογικά να είδε έναν άνθρωπο σε κατάρρευση: «Κατ΄αντιστοιχία με την καταστροφική τηλεμαχία Μπάιντεν-Τραμπ τον Ιούνιο, όταν η αμήχανη παρουσία του προέδρου και η δυσκολία του να αρθρώσει προτάσεις έκαναν αδύνατο να πιστέψουμε πως ήταν ικανός να κυβερνήσει για ακόμα μία τετραετία, η συγκέντρωση του Τραμπ […] θα έκανε κάθε λογικό άνθρωπο να συμπεράνει ότι δεν είναι ικανός να ηγηθεί του ισχυρότερου κράτους στον κόσμο, να διαχειριστεί οικονομικές κρίσεις ή να αντιμετωπίσει ξένους αντιπάλους», αναφέρει σχετικά.
Ο Ντέιβιντ Γκράχαμ θεωρεί πως αρκετοί θα σκέφτηκαν κάτι παρόμοιο, ωστόσο δεν προκλήθηκε ντόρος ανάλογος με εκείνον που προκάλεσε η αξιοθρήνητη, ομολογουμένως, εμφάνιση του Τζο Μπάιντεν πριν από τρεις μήνες. Αυτό οφείλεται, εμμέσως, στα ΜΜΕ: «Οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να μην είναι σίγουροι για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τις αλλόκοτες συμπεριφορές του Τραμπ. Οι δημοσιογράφοι έχουν εκπαιδευτεί να παίρνουν πληροφορίες και να βγάζουν ένα νόημα, ακόμη και μέσα στο χάος. Το πρόβλημα είναι ότι κάτι τέτοιο δημιουργεί λογική εκεί που δεν υπάρχει» εξηγεί, αναφέροντας ενδεικτικά ότι κορυφαία αμερικανικά Μέσα, όπως οι New York Times, το ABC, το NBC και το Associated Press, έκαναν λόγο για αυτοσχέδια πάρτι και συναυλίες.
Η Κάμαλα Χάρις ήταν πιο ωμή: «Ελπίζω να είναι καλά» έγραψε στο Χ η Δημοκρατική αντίπαλος του Τραμπ. «Η αντίδρασή της είναι μεροληπτική» αναγνωρίζει ο δημοσιογράφος του Atlantic. «Αλλά έχει δίκιο: μπορεί όντως να μην είναι καλά. Μια προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία είναι εξαντλητική ακόμη και για ένα νεαρό και δυναμικό άτομο – κάτι που δεν είναι ο 78χρονος Τραμπ» πρόσθεσε, παραθέτοντας μια σειρά από στοιχεία που κατά τη γνώμη του δείχνουν ότι ο Τραμπ έχει αρχίσει να καταρρέει.
Ενδέχεται, φυσικά, να είναι αλήθεια. Συγχρόνως, όμως, είναι πιθανό ο Ντόναλντ Τραμπ να είναι μια χαρά, όσο ήταν ανέκαθεν, και απλώς να συνεχίζει να εφαρμόζει μια πολύ συγκεκριμένη στρατηγική. Τουλάχιστον αυτό συμπεραίνεται από μια συνομιλία μεταξύ της Λόρα Κέλι και του Τζον Χέντρικσον, επίσης δημοσιογράφων του Atlantic.
Ο Χέντρικσον, ο οποίος καλύπτει την προεκλογική εκστρατεία γράφοντας για τις διαφορές που παρατηρεί σε προεκλογικές συγκεντρώσεις αμφότερων των υποψηφίων, σημείωσε καταρχάς πως ο Τραμπ «έχει μετατρέψει εδώ και καιρό τις πολιτικές συγκεντρώσεις σε θέαμα. Ο Μιτ Ρόμνεϊ διοργάνωνε συγκεντρώσεις, ο Τζον Μακέιν διοργάνωνε συγκεντρώσεις, ο Τζορτζ Μπους διοργάνωνε συγκεντρώσεις. Αλλά δεν είχαν αυτή την καρναβαλική ατμόσφαιρα».
Και γιατί πηγαίνει ο κόσμος στις συγκεντρώσεις του Τραμπ; Για να ακούσει τις προτάσεις του και να μάθει πώς σκοπεύει να κυβερνήσει; Για να πειστεί να τον ψηφίσει; «Νομίζω ότι πολλοί πηγαίνουν επειδή θέλουν να ανήκουν σε κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους. Αυτό μπορεί ίσως να αποδοθεί στην παρακμή των κοινωνικών οργανώσεων, ακόμη και στο ότι ο κόσμος δεν πηγαίνει στην εκκλησία. Το να πάει κάποιος σε μια συγκέντρωση του Τραμπ ως εκδήλωση του κινήματος MAGA προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας – καλώς ή κακώς.
»Ο Τραμπ παραμένει μια μοναδική δύναμη. Η προσωπολατρία είναι τόσο έντονη. Οι συγκεντρώσεις του αποτελούν μέρος της προεκλογικής εκστρατείας αλλά ξεφεύγουν σχεδόν απόλυτα από τα παραδοσιακά όρια μιας εκστρατείας. Αποτελούν την ψυχή του», εξήγησε ο Τζον Χέντρικσον, προβαίνοντας στη συνέχεια σε έναν τουλάχιστον ιδιότυπο παραλληλισμό: «Μου θυμίζει το Never Ending Tour του Μπομπ Ντίλαν, που συνεχίζεται από το 1988. Ο Τραμπ λίγο πολύ βρίσκεται σε μια ατέλειωτη περιοδεία εδώ και εννέα χρόνια. Εχει την ικανότητα να δημιουργεί αυτή τη δίνη ως ομιλητής, την οποία οι οπαδοί του βρίσκουν συναρπαστική», έστω και υποχρεώνοντάς τους να ακούσουν τα αγαπημένα του τραγούδια.