Κατά τη διάρκεια της πανδημίας το ντοκιμαντέρ επανεκτιμήθηκε ιδιαίτερα ως κινηματογραφικό είδος, τόσο από τους δημιουργούς όσο και από τους τηλεθεατές. Ηδη πριν από σχεδόν μία δεκαετία, το 2013, το πάντα διορατικό και πρωτοπόρο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας είχε απονείμει τον Χρυσό Λέοντα στο «Sacro Gra» του ιταλoαμερικανού Τζιανφράνκο Ρόσι, ενώ φέτος το ίδιο βραβείο απονεμήθηκε σε ένα άλλο ντοκιμαντέρ, στο «All the Beauty and the Bloodshed», της Λόρα Πόιτρας. «Ευχαριστώ πολύ το φεστιβάλ που αναγνωρίζει ότι και το ντοκιμαντέρ είναι κινηματογράφος», είπε η αμερικανίδα σκηνοθέτρια κατά τη βράβευσή της.
Ωστόσο, το «Moonage Daydream» που άρχισε να προβάλλεται στους κινηματογράφους όλου του κόσμου –μετά την πρεμιέρα του στις Κάννες τον Μάιο– δεν είναι ένα απλό ντοκιμαντέρ. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για ένα docu-biopic (βιογραφικό ντοκιμαντέρ) που συνδέει σε μια ονειρική αφήγηση τον βίο και την πολιτεία του εξαιρετικού Ντέιβιντ Μπόουι, μέσω ενός είδους μεταθανάτιας εμφάνισης του πολυσχιδούς καλλιτέχνη στη σκηνή.
Ο Πάολο Μπαλντίνι, κριτικός κινηματογράφου της Corriere della Sera, κάνει λόγο για μια «αληθινή μουσική σύνθεση που προέκυψε από την επεξεργασία παλιού αρχειακού υλικού και ακυκλοφόρητων λήψεων, με τη χαρακτηριστική φωνή του Μπόουι, με τις πιο ειρωνικές από τις συνεντεύξεις του, με τις σκέψεις του εκφρασμένες με απόλυτη ελευθερία. Ενας συναισθηματικός ρους, άλλοτε μελαγχολικός, άλλοτε ευφορικός, που πηγάζει από μία ανυπέρβλητη εσωτερική μοναξιά», γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Η ταινία δεν αφορά τον Μπόουι, η ταινία είναι ο ίδιος ο Μπόουι, ο οποίος επιστρέφει, περισσότερα από έξι χρόνια μετά τον θάνατό του (την 10η Ιανουαρίου του 2016), για έναν τελικό αποχαιρετισμό, αναδεικνύοντας ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο, μέσω της καλλιτεχνικής του έκφρασης, κατάφερε να διαμορφώσει μια ολόκληρη εποχή, όντας διορατικός, προκλητικός, σαρκαστικός και θαρραλέος.
Ακόμη και ο σκηνοθέτης του «Moonage Daydream», o εξαιρετικός Μπρετ Μόργκεν, παρότι είναι ένας παραδοσιακός ντοκιμαντερίστας («Chicago 10», «Crossfire Hurricane», «Kurt Corbain: Montage of Heck», «Jane» κ.ά.) διστάζει να χαρακτηρίσει την ταινία του ντοκιμαντέρ. Στην πραγματικότητα πρόκειται περισσότερο για «μια εξωαισθητηριακή εμπειρία, στο πλαίσιο της οποίας οι διαισθήσεις του Μπόουι μετατρέπονται με εκπληκτική ρευστότητα σε αφηγηματικό, κινηματογραφικό υλικό, σε ένα αμάλγαμα εικόνων, ήχων, καλαισθησίας και συναισθημάτων», συνοψίζει ο Πάολο Μπαλντίνι.
Κάποια στιγμή ο Ντέιβιντ Μπόουι καλείται να αποχαρακτηριστεί και εκείνος, έπειτα από μια μεγάλη παύση, απαντά: «είμαι ένας συλλέκτης», ένας μοναδικός δημιουργός που του άρεσε να εκπλήσσει και να εκπλήσσεται και ήταν ικανότατος στο να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, να προβλέπει και να συνδυάζει και να δημιουργεί νέες τάσεις, όντας ο Ziggy Stardust, ο Aladdin Sane, ο Πιερότος, o Nathan Adler, ο Λευκός Δούκας.
«Μια αρτ ροκ πορεία που εξισορροπεί μια ξέφρενη αναζήτηση ταυτότητας. Οι συναυλίες, οι θαυμαστές, η παιδική ηλικία, τα ιστορικά άλμπουμ, τα διάσημα τραγούδια, το “Starman” ή το “Life on Mars?”, το “Moonage Daydream”, το “Heroes”, και, επίσης, οι πιο αγαπημένοι του δημιουργοί, ο Κιούμπρικ και ο Φελίνι, οι απόπειρες του στην υποκριτική με το “The Man Who Fell to Earth”, το “Merry Christmas, Mr. Lawrence” και το “The Hunger”», όλα αυτά συνθέτουν, όντως, μια εκπληκτική συλλογή», σημειώνει ο ιταλός κριτικός.