Η πλατεία μπροστά από το Stari Dvor, το «Παλαιό Ανάκτορο» του Βελιγραδίου, όπου σήμερα στεγάζεται το δημαρχείο της πόλης, είχε γεμίσει από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Συγκεντρώθηκαν για να υποδεχθούν την ολυμπιακή αποστολή της Σερβίας, η οποία επέστρεψε από το Παρίσι με πέντε μετάλλια, όμως η γιορτή, στην οποία παρέστη ο Πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς, εξελίχθηκε σε ένα ντελίριο αποθέωσης του Νόβακ Τζόκοβιτς.
Ο «Νόλε» δεν είναι, απλώς, ο κορυφαίος σέρβος αθλητής όλων των εποχών, μάλιστα σε ένα σπορ στο οποίο δεν μοιράζεται τους θριάμβους του με άλλους. Είναι εθνικός ήρωας στη χώρα του, όπως έγραψε η εφημερίδα του Βελιγραδίου, Politika. Το πιο περήφανο τέκνο της μετά τον Νίκολα Τέσλα, τον διάσημο σερβο-αμερικανό εφευρέτη του 19ου αιώνα, που απεβίωσε 44 χρόνια πριν γεννηθεί εκείνος. Πρόεδρος της Σερβίας, εφόσον το θελήσει.
Δεν είναι μόνο τα αθλητικά του κατορθώματα, που τον έβαλαν στις καρδιές όλων των Σέρβων. Ο Τζόκοβιτς θεωρείται από τους ομοεθνείς του ως η προσωποποίηση του πατριωτισμού, της θρησκευτικής πίστης και της αδάμαστης θέλησής τους. Είναι το «παιδί του πολέμου», που χαλυβδώθηκε μέσα στον όλεθρο του γιουγκοσλαβικού εμφύλιου για να εξελιχθεί στον κορυφαίο τενίστα όλων των εποχών. Που ζούσε σε καταφύγια και έκανε τις προπονήσεις του σε αυτοσχέδια γήπεδα χωρίς φιλέ ή σε άδειες πισίνες, με τις βόμβες να σφυρίζουν γύρω του, αλλά δεν έχασε τον προορισμό του. Αν για το Χόλιγουντ μπορεί να γίνει ένα ωραίο κινηματογραφικό story, για τους Σέρβους είναι λόγος για να καμαρώνουν.
Τον βλέπουν ως έναν ατρόμητο σέρβο πολεμιστή σε καιρό ειρήνης. Το «χρυσό» που κατέκτησε στο Παρίσι είναι ακόμη ένας κρίκος σε μια αλυσίδα άθλων που έμοιαζαν ακατόρθωτοι. Εμφανίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες με γόνατο χειρουργημένο πριν από μερικές εβδομάδες, χωρίς να έχει κατακτήσει ούτε έναν τίτλο εφέτος και χωρίς προπονητή, αφού διέκοψε τη συνεργασία του με τον Γκόραν Ιβανίσεβιτς. Αλλά έφτασε στον τελικό παίζοντας καταπληκτικό τένις, και εκεί κατατρόπωσε τον «ανίκητο» στο χώμα, Κάρλος Αλκαράθ, που προσφάτως τον είχε διαλύσει στο Γουίμπλεντον, χωρίς να του παραχωρήσει ούτε ένα μπρέικ. Εγινε ο γηραιότερος παίκτης που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο (37 ετών και 97 ημερών) μετά την επιστροφή του τένις στο ολυμπιακό πρόγραμμα (1988).
Αντιμετώπισε τους Αγώνες ως μια αποστολή που έπρεπε να φέρει σε πέρας. Οχι μόνον επειδή το ολυμπιακό μετάλλιο ήταν το μόνο τρόπαιο που έλειπε από τη μυθική του συλλογή -και αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία για να το κρεμάσει στο λαιμό του-, αλλά και γιατί ένιωθε μια σφοδρή επιθυμία να δώσει χαρά στους συμπατριώτες του. Μόνο το Davis Cup τους είχε χαρίσει, το 2010.
Θυμάται κανείς τον Τζόκοβιτς να κλαίει, σε νίκη ή σε ήττα; Κανείς. Κι όμως, στο Παρίσι, αμέσως μετά τον τελευταίο πόντο του ματς ξέσπασε σε λυγμούς γονατιστός στην αγκαλιά της εξάχρονης κόρης του, Τάρα, και τα δάκτυλά του έτρεμαν από τη συγκίνηση. «Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία στην καριέρα μου και ειμαι περήφανος που φοράω το χρυσό μετάλλιο για τη Σερβία», δήλωσε από το μπαλκόνι του Δημαρχείου. Δεν ήταν λόγια του αέρα. Κάποτε αρνήθηκε την αγγλική ιθαγένεια, αν και θα του απέφερε πολύ περισσότερα χρήματα από χορηγίες.
Το μπόνους των 200.000 ευρώ, που έλαβε από τη σερβική κυβέρνηση, το μοίρασε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα της χώρας του. Πριν από λίγα χρόνια, στην κορύφωση της πανδημίας, είχε προσφέρει 5 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση του συστήματος υγείας της Σερβίας. Το Ιδρυμα «Νόβακ Τζόκοβιτς» έχει βοηθήσει περισσότερα από 22.000 παιδιά, χτίζει σχολεία και νηπιαγωγεία, και απασχολεί 1.600 εκπαιδευτικούς. Είναι, επίσης, καλός σύζυγος -με τη Γιέλενα Ρίστιτς, την οποία παντρεύτηκε το 2014, γνωρίστηκαν στα γυμνασιακά τους χρόνια- και στοργικός πατέρας. Ο καλύτερος πρεσβευτής της χώρας του στον Κόσμο.
Αν και περνάει ελάχιστο χρόνο στη Σερβία, λόγω των υποχρεώσεών του στο τένις, οι Σέρβοι τον λατρεύουν. Ενας πολιτικός που τον είχε αποκαλέσει «ανεμβολίαστο γάιδαρο», είδε την καριέρα του να καταστρέφεται.