Σε μια απότομη αλλά εύφορη κοιλάδα μέσα στα νοτιοδυτικά νορβηγικά φιόρδ, η οικογένεια της Ρεϊντούν Μποτνεχάγκεν καλλιεργεί ένα μαγευτικό κομμάτι γης για περισσότερο από έναν αιώνα. Διαθέτουν επίσης μια εξοχική κατοικία την οποία ενοικιάζουν σε τουρίστες.
Αλλά η κοιλάδα Χαουκάλι 333, όπως την έχουν ονομάσει, δεν είναι απλώς μια κλασική απόδραση στην εξοχή. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, το εξοχικό της οικογένειας υπερηφανεύεται για την εγκατάλειψη της συμβατικής τουριστικής πεπατημένης αντίστοιχων ιδιοκτησιών, έχοντας υιοθετήσει τον τρόπο ζωής εκείνων που εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην έρημο της Νορβηγίας, πριν από σχεδόν δύο αιώνες.
Το Χαουκάλι 333 βασίζεται στον σχεδιασμό μιας νορβηγικής καμπίνας husmannshus (μικροϊδιοκτητών). Διάσπαρτα σε όλη την αγροτική Νορβηγία, αυτά ήταν σπίτια για ενοικιαστές αγρότες στα μέσα του 19ου αιώνα, οι οποίοι εργάζονταν εξαντλητικά, για πολλές ώρες, σε κομμάτια γης που ανήκαν σε πλούσιους γαιοκτήμονες.
Μνημονευμένα για πρώτη φορά από τον θεατρικό συγγραφέα Χένρικ Ιψεν στα τέλη του 1800, τις τελευταίες δεκαετίες τα husmannshus συνδέθηκαν με τη νοσταλγία για μια αγροτική ζωή που έχει χαθεί, καθώς οι σύγχρονοι Νορβηγοί μετακόμιζαν όλο και πιο συχνά στις αστικές περιοχές. Ετσι ξεκίνησε μια πανεθνική εμμονή με την ανακαίνιση και την αποκατάστασή τους.
Η κουλτούρα των απομονωμένων εξοχικών βρίσκεται στα ύψη στη χώρα, η οποία το 2023 διέθετε σχεδόν 450.000 καμπίνες και εξοχικά, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Νορβηγίας – αύξηση άνω του 8% σε σύγκριση με το 2013. Χρησιμοποιούνται όλον τον χρόνο από όσους επιθυμούν μια απόδραση στη φύση, ενώ πολλά είναι εξοπλισμένα με πολυτέλειες, παρά το ρουστίκ εξωτερικό τους.
Αλλά το Χαουκάλι 333 είναι το μόνο που αναδημιουργεί πιστά τον τρόπο ζωής του 19ου αιώνα, προκειμένου να επιστήσει την προσοχή του κόσμου σε έναν πιο βιώσιμο τρόπο ζωής. Συνεπώς, δεν ακούγεται ιδιαίτερα ελκυστικό ως τόπος χαλαρωτικών διακοπών. «Θέλουμε να αναδείξουμε τον χώρο όπως πραγματικά ήταν τότε» εξηγεί στο BBC η Μποτνεχάγκεν. «Πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι που θα έρθουν, θα ανακαλύψουν κάτι απολύτως αυθεντικό».
Από έξω η ξύλινη καμπίνα δείχνει απολαυστικά ρουστίκ, με οροφή σαν χλοοτάπητα, γαλάζια πόρτα, σκαλισμένα πλαίσια στα παράθυρα, πρόβατα να βόσκουν στο γκαζόν και θέα σε μια λίμνη με βουνό – με μόλις ένα ή δύο άλλα σπίτια να φαίνονται στον ορίζοντα. Το φωτισμένο κυρίως με κεριά εσωτερικό διαθέτει έναν τεράστιο ανοιχτό πέτρινο φούρνο του 19ου αιώνα και ένα ξύλινο καθιστικό, που είναι κάπως άβολο. Η μοναδική ντουζιέρα είναι εξωτερική, με νερό από φυσική πηγή.
Τα κρεβάτια, προσβάσιμα με μια σκάλα, είναι κτισμένα από άκρη σε άκρη στους τοίχους, όπως ήταν στα μέσα του 1800, για ζεστασιά – και καλυμμένα με δέρας από τα πρόβατα της οικογένειας Μποτνεχάγκεν. Εννοείται ότι δεν υπάρχει τηλεόραση, ενώ η βραδινή ψυχαγωγία καλύπτεται με το ροκ: ένα εργαλείο του 19ου αιώνα, εν είδει περιστρεφόμενου τροχού με μαλλί, που χρησιμοποιούνταν για το πλέξιμο των ρούχων.
Οι επισκέπτες μπορούν να μαζεύουν φρούτα και λαχανικά, ανάλογα με την εποχή –φράουλες τον Ιούλιο, πατάτες τον Αύγουστο– από τον κήπο ή το κοντινό χωράφι, ή να ψαρέψουν με μια βάρκα στη λίμνη για τα γεύματά τους. Παράλληλα έχουν τη δυνατότητα να ντυθούν με ρούχα εργατών του 19ου αιώνα, αλλά με μόνο μια αλλαξιά – όπως ίσχυε για τους αγρότες εκείνης της εποχής.
Εχουν γίνει λίγες… εκσυγχρονιστικές παραχωρήσεις, για λόγους υγιεινής και ασφάλειας –μια τουαλέτα και ηλεκτρισμός για την τροφοδοσία της παλιάς λάμπας κηροζίνης– αλλά οι επισκέπτες που κοιτούν από σχεδόν οποιοδήποτε σημείο, μέσα ή έξω από την καμπίνα, απολαμβάνουν μια θέα παρόμοια με αυτή των αγροτών στα μέσα του 19ου αιώνα.
Η αγάπη για την ύπαιθρο υπάρχει στο DNA των Νορβηγών. Το «Allemannsretten» (το δικαίωμα στην περιπλάνηση και της διανυκτέρευσης στη φύση) αποτελεί καθοριστική πτυχή της σκανδιναβικής κοινωνίας από την εποχή των Βίκινγκς, ενώ κωδικοποιήθηκε νομοθετικά το 1957. Επίκεντρο όλων αυτών των δραστηριοτήτων είναι η εξοχική καμπίνα, βαθιά εκτός αστικού δικτύου, που προσφέρει πρόσβαση στη φύση.
Περιστασιακά κάποιος από τους επισκέπτες επιλέγει να αποχωρήσει νωρίτερα από τον χώρο επειδή δεν αντέχει τον ήχο της σιωπής ή τις βασικές παροχές του εξοχικού – δεν συμβαίνει όμως συχνά. Η πολυτέλεια που προσφέρει μπορεί να είναι ιδιαίτερη, αλλά είναι επιπέδου πεντάστερου ξενοδοχείου.
Η Μποτνεχάγκεν πρωτοσκέφτηκε την ιδέα για το Χαουκάλι 333 το 2014, όταν κληρονόμησε τη φάρμα από τους παππούδες της. Αυτή και ο σύζυγός της προετοίμαζαν γη για βοσκότοπο, όταν ανακάλυψαν παλιές πέτρες από την παλιά μικρή φάρμα του 1800 που βρισκόταν στον χώρο. Σκέφτηκε τους προπάππους της, που ζούσαν εκεί, και αποφάσισε να ανακατασκευάσει την καμπίνα στα ακριβή πρότυπα των αρχών του 19ου αιώνα, έτσι ώστε οι επισκέπτες να απολαμβάνουν μια αυθεντική εμπειρία.
Ο κρατικός οργανισμός για την ανάπτυξη επιχειρήσεων, Innovation Norway, ενέκρινε τα σχέδιά της και της πρότεινε να ερευνήσει την εποχή, ώστε να εφαρμόσει την ιδέα με όση αυθεντικότητα θα επιθυμούσε. Τον επόμενο χρόνο η Μποτνεχάγκεν έκανε απανωτές επισκέψεις σε ιστορικά αγροκτήματα και υπαίθρια παραδοσιακά μουσεία της Νορβηγίας, ενώ μελέτησε πολλά βιβλία για τα αγροτικά έθιμα του 19ου αιώνα. Το Χαουκάλι 333 άνοιξε τις πύλες του για τους επισκέπτες το 2018.
Αυτό που ανακάλυψε στη διάρκεια των ερευνών της ήταν πως η ανακατασκευή ενός στιγμιότυπου ζωής της δεκαετίας του 1850 ήταν κάτι περισσότερο από την υλοποίηση της δικής της ιδέας ή τη δημιουργία νεωτεριστικών καταλυμάτων. Η εποχή είχε πολλά να διδάξει για έναν τρόπο ζωής φιλικότερο προς το περιβάλλον, οπότε αποφάσισε να προβάλει αυτή την παράμετρο στους μελλοντικούς επισκέπτες του Χαουκάλι 333.
Τόσο τότε όσο και σήμερα η γη παρέχει φρούτα και λαχανικά, η λίμνη ψάρια για τροφή και τα πρόβατα μαλλί για ρουχισμό. Η φάρμα διαθέτει αυτόνομη παροχή νερού και όλες τις ανέσεις που τον 19ο αιώνα αποτελούσαν βασικά δικαιώματα για μια ποιοτική ζωή – ενώ σήμερα θεωρούνται προνόμια. Ολα αυτά δεν ξεφεύγουν της προσοχής των επισκεπτών, που, όπως όλοι οι Νορβηγοί, είναι απολύτως συνειδητοποιημένοι για την αξία των αρχών της οικολογίας.