Όλα όσα διαδραματίζονται στις ΗΠΑ ενόψει των προεδρικών εκλογών που θα πραγματοποιηθούν τον Νοέμβριο του 2020, έχουν ενθουσιάσει τον Τομά Πικετί. Γιατί φαίνεται πως η φορολογική δικαιοσύνη, ένα ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα των μελετών και των προτάσεων του διεθνούς φήμης γάλλου οικονομολόγου και συγγραφέα του βιβλίου «Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την προεκλογική εκστρατεία, ακόμη και την έκβαση των αμερικανικών εκλογών.
Απόδειξη αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση της Ελίζαμπεθ Γουόρεν, γερουσιαστού από τη Μασαχουσέτη και διεκδικήτριας του προεδρικού χρίσματος του κόμματος των Δημοκρατικών. Η πρώην καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, η οποία σίγουρα δεν είναι «οπαδός του Τσάβες ή του αντάρτικου πόλεων» – αναφέρει, χαριτολογώντας, ο Πικετί στο προσωπικό του blog στην Le Monde – τάχθηκε επίσημα υπέρ της δημιουργίας, για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ενός ομοσπονδιακού φόρου μεγάλης περιουσίας.
Στην πρότασή της προβλέπεται η επιβολή φόρου ύψους 2% στις περιουσίες από 50 εκατομμύρια έως ένα δισεκατομμύριο δολάρια και 3% σε εκείνες που υπερβαίνουν το ένα δισεκατομμύριο. Όσον αφορά όλους όσοι αρνηθούν να συμμορφωθούν και επιλέξουν να εγκαταλείψουν τις ΗΠΑ, στην περίπτωση που η Γουόρεν εκλεγεί στη προεδρία και θεσπίσει τελικά τον φόρο μεγάλης περιουσίας, θα πρέπει πρώτα να καταβάλουν έναν «φόρο εξόδου» (exit tax) που θα ισούται με το 40% της περιουσίας τους αλλά και να αποκηρύξουν την αμερικανική υπηκοότητα. Ο Πικετί επικροτεί, φυσικά, την πρόταση της αμερικανίδας πολιτικού, σημειώνοντας, μάλιστα, πως η προτεινόμενη κλίμακα θα μπορούσε να διευρυνθεί με τον συντελεστή να κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10% για τους πολυδισεκατομμυριούχους.
Επιπλέον θεωρεί πως σε συνδυασμό με την πρόταση της βουλευτού Αλεξάντρια Οκάσιο – Κορτέζ για ετήσιο συντελεστή φόρου 70% στα υψηλότερα εισοδήματα (άνω των δέκα εκ. δολαρίων τον χρόνο) και το σχέδιο του Μπέρνι Σάντερς που προβλέπει φόρο κληρονομιάς 77% για περιουσίες μεγαλύτερες του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, συνθέτουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόγραμμα για τον δραστικό περιορισμό των οικονομικών ανισοτήτων.
O Πικετί επιστρέφει στο παρελθόν. Και μας υπενθυμίζει πως την περίοδο 1880 – 1910, όταν η Αμερική κινδύνευε να καταστεί άνιση σχεδόν τόσο όσο και η παλιά Ευρώπη (λόγω της ολοένα ταχύτερης συγκέντρωσης βιομηχανικού και χρηματοοικονομικού πλούτου) αναπτύχθηκε ένα δυναμικό πολιτικό κίνημα με στόχο τη δικαιότερη κατανομή. Τελικά το 1913 θεσπίστηκε ο φόρος εισοδήματος και τρία χρόνια μετά ο φόρος κληρονομιάς.
Την περίοδο 1930-1980 ο συντελεστής φόρου στα ανώτατα εισοδήματα ήταν κατά μέσο όρο 81% ενώ ο φόρος κληρονομιάς για τις μεγαλύτερες περιουσίες ανερχόταν στο 74%. «Προφανώς αυτό δεν κατέστρεψε τον αμερικανικό καπιταλισμό. Συνέβη το αντίθετο. Τον κατέστησε περισσότερο ισότιμο και παραγωγικό, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ δεν είχαν λησμονήσει πως ήταν η ανάπτυξη της παιδείας και οι επενδύσεις στην εκπαίδευση που τις οδήγησαν στην ευημερία και όχι η θρησκεία της ιδιοκτησίας και της ανισότητας».
Δημιουργήθηκε έτσι μια παράδοση την οποία έβαλε, ωστόσο, στο στόχαστρό του ο Ρόναλντ Ρίγκαν με στόχο να την καταστρέψει, έργο το οποίο συνέχισε ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος και ανέλαβε να ολοκληρώσει πριν από δύο χρόνια ο Ντόναλντ Τραμπ.
«Γύρισαν την πλάτη τους στην ισοτιμία, ποντάροντας στην ιστορική αμνησία και αναζωπυρώνοντας ταυτοτικές διαιρέσεις», εξηγεί ο Πικετί. Το ότι η πολιτική αυτή υπήρξε καταστροφική είναι πλέον ξεκάθαρο. Γιατί από το 1980 έως το 2020 η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος μειώθηκε στο μισό συγκριτικά με την περίοδο 1930-1980, οι πλουσιότεροι πλούτισαν ακόμα περισσότερο ενώ τα εισοδήματα του 50% των φτωχότερων Αμερικανών παρέμειναν στάσιμα.
Το ότι κάποιοι μιλούν για προοδευτική φορολόγηση και φορολογική δικαιοσύνη δεν θα πρέπει, οπότε, να προκαλεί πλέον εντύπωση. O φόρος μεγάλης περιουσίας (σε συνδυασμό, πάντα, με τον φόρο εισοδήματος και τον φόρο κληρονομιάς) μπορεί να συμβάλει σημαντικά στον περιορισμό των ανισοτήτων. Γιατί φορολογώντας τον πλούτο των πλουσιότερων Αμερικανών με συντελεστή 3%, όπως προτείνει η Γουόρεν, μέσα σε 30 χρόνια θα επιστρέψουν στο Δημόσιο περί τα 100 δισεκατομμύρια σε πάγια περιουσιακά στοιχεία. «Πρόκειται για μια καλή αρχή», ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι «ο φόρος κληρονομιάς αργεί πολύ: δεν πρόκειται να περιμένουμε τον Μπέζος ή τον Ζάκερμπεργκ να γίνουν 90 χρόνων για να αρχίσουν να πληρώνουν φόρους», καταλήγει ο Πικετί.