Ο Γουίλιαμ Κάλεϊ, ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ οδήγησε μια διμοιρία του αμερικανικού στρατού στο βιετναμέζικο χωριουδάκι Μάι Λάι και διέπραξε ένα από τα χειρότερα εγκλήματα πολέμου στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία, πέθανε σε ηλικία 80 ετών.
Οι αμερικανικές εφημερίδες New York Times και Washington Post ανέφεραν το θάνατο του πρώην στρατιωτικού τη Δευτέρα, πάνω από τρεις μήνες μετά την κηδεία του, έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στο πιστοποιητικό θανάτου του. Οι εφημερίδες δεν ανέφεραν την αιτία θανάτου του Κάλεϊ.
Αμερικανοί στρατιώτες σκότωσαν 504 Βιετναμέζους στις 16 Μαρτίου 1968, στην περιοχή Σον Μάι, σε μια σειρά από χωριουδάκια ανάμεσα στην κεντρική ακτή του Βιετνάμ και μια κορυφογραμμή από ομιχλώδη βουνά. Το περιστατικό έγινε γνωστό στη Δύση ως «Η σφαγή του Μάι Λάι» και οι δολοφονίες συγκλόνισαν τις ΗΠΑ, πυροδοτώντας το ήδη ενεργό αντιπολεμικό κίνημα.
Το 1971, κατηγορούμενος σε στρατοδικείο για 102 θανάτους, ο Κάλεϊ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία 22 αμάχων. Βρέθηκε, όμως, στη φυλακή μόνον για τρεις ημέρες, πριν ο τότε πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον διατάξει να εκτίσει την ποινή του σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Παρά το γεγονός ότι τους είχαν ενημερώσει πως το Μάι Λάι ήταν εστία των ανταρτών του κομμουνιστικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Βιετνάμ, οι αμερικανικές δυνάμεις δεν συνάντησαν σοβαρή ένοπλη αντίσταση, ενώ βρήκαν πολύ λίγα όπλα στα μικρά χωριά. Τέσσερις στρατιώτες αντιμετώπισαν κατηγορίες για τη σφαγή, αλλά μόνον ο Κάλεϊ καταδικάστηκε.
Ο Κάλεϊ πέρασε τρία χρόνια σε κατ’ οίκον κράτηση στο διαμέρισμά του στο Φορτ Μπένινγκ της Τζόρτζια, όπου δεχόταν επισκέψεις από τη φίλη του, και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους και απολύθηκε από τον στρατό. Στη δίκη του επέμεινε ότι ακολουθούσε διαταγές, και θεωρούσε τον εαυτό του αποδιοπομπαίο τράγο ενός αντιδημοφιλούς πολέμου, που δίχασε τη χώρα.
Αργότερα, ως επιτυχημένος επιχειρηματίας στο Κολόμπους της Τζόρτζια, ο Κάλεϊ αρνήθηκε να μιλήσει για τη σφαγή του Μάι Λάι με δημοσιογράφους ή ιστορικούς. Φίλοι του, ωστόσο, έχουν πει ότι παραδέχθηκε τη συμμετοχή του στις αποτρόπαιες πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε, και είχε βρει τρόπο να ζήσει με αυτές.
Το 2009 εξέφρασε την πρώτη του δημόσια συγγνώμη. Μιλώντας σε μια εκδήλωση της διεθνούς μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Kiwanis Club στο Κολόμπους του Οχάιο, είπε: «Δεν υπάρχει μέρα που να μην νιώθω τύψεις για αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα στο Μάι Λάι. Νιώθω τύψεις για τους Βιετναμέζους που σκοτώθηκαν, για τις οικογένειές τους, για τους αμερικανούς στρατιώτες που εμπλέκονταν και για τις οικογένειές τους. Λυπάμαι πολύ».
Ο Γουίλιαμ Λος Κάλεϊ Τζούνιορ –όπως ήταν το πλήρες όνομά του– γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1943, μοναχογιός και τέταρτο παιδί ενός επιχειρηματία του Μαϊάμι. Μέσα σε τέσσερα χρόνια άλλαξε τέσσερα σχολεία, δύο εκ των οποίων ήταν στρατιωτικές σχολές. Παρατώντας το κολέγιο εργάστηκε ως υπάλληλος ξενοδοχείων, καθαριστής πιάτων, ερευνητής ασφαλιστικών εταιρειών και εισπράκτορας σε τρένα.
Ευρισκόμενος άφραγκος στο Αλμπουκέρκι του Νέου Μεξικού, το 1966, εντάχθηκε στον στρατό και διέπρεψε. Παρά το κακό ακαδημαϊκό του ιστορικό, ο Κάλι αποφοίτησε από τη Σχολή Υποψηφίων Αξιωματικών στο Φορτ Μπένινγκ, ένα χρόνο πριν από την σφαγή στο Μάι Λάι.
Μετά την απόλυσή του από το στρατό, το 1976, παντρεύτηκε την Πένι Βικ και πήγε να δουλέψει για τον πατέρα της σε επιχείρηση κοσμημάτων στη Τζόρτζια, όπου απέκτησε πιστοποίηση ειδικού στα διαμάντια. Το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, και λίγα χρόνια αργότερα χώρισε.