Οι «Ερωτικές Κομπίνες», όπως… μεταφράστηκε στα ελληνικά ο τίτλος της αστυνομικής κωμωδίας «The Linguini Incident» του Ρίτσαρντ Σέπαρντ με πρωταγωνιστές των Ντέιβιντ Μπόουι και την Ροζάνα Αρκέτ, είναι μια σχεδόν (σίγουρα) ξεχασμένη ταινία. Σήμερα, 33 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, έχει μια δεύτερη ευκαιρία, καθώς έχουν προγραμματιστεί μια σειρά από προβολές και η κυκλοφορία της σε Blu-ray.
Σχεδόν όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά με την παραγωγή… πήγαν στραβά, θυμάται ο Σέπαρντ. «Εκανα αυτή την ταινία στα 25 μου, και στα 25 δεν ήμουν ιδιοφυΐα» παραδέχεται ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στο Variety. Το «The Linguini Incident» ήταν το ατυχές ντεμπούτο του ως σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Θα συνέχιζε, ωστόσο, την καριέρα του γυρίζοντας επιτυχημένες ταινίες, όπως «The Matador» (2005) με τον Πιρς Μπρόσναν, «Ντομ Χέμινγουεϊ» (2013) με τον Τζουντ Λο και «Η Τελειότητα» (2018) με την Αλισον Γουίλιαμς, αλλά και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Girls», μια από τις πιο επιτυχημένες σειρές της πλατφόρμας HBO.
Οπως συνηθιζόταν την εποχή που γυρίστηκε το «The Linguini Incident», τα χρήματα για την παραγωγή του μαζεύονταν από πολλές διαφορετικές πηγές. «Η ταινία χρηματοδοτήθηκε πολύ περίεργα» λέει ο Σέπαρντ στους New York Times μέσω Zoom, με αφορμή την επανακυκλοφορία της. «Είχαμε χρήματα από home video και χρήματα από πωλήσεις στο εξωτερικό και μυστηριώδη χρήματα, πολλά μυστηριώδη χρήματα» θυμάται.
Η πρώτη του επιτυχία ήρθε όταν κατάφερε να προσελκύσει στο καστ τη Ροζάνα Αρκέτ, ήδη γνωστή πρωταγωνίστρια στις ταινίες του 1985 «After Hours» του Μάρτιν Σκορσέζε και «Ψάχνοντας Απεγνωσμένα τη Σούζαν» της Σούζαν Σάιντελμαν, όπου έπαιζε μαζί με τη Μαντόνα. Τι την έκανε, λοιπόν, να ρισκάρει δουλεύοντας με έναν αρχάριο σκηνοθέτη όπως ο Σέπαρντ; «Μου άρεσε το σενάριο» απαντά σε τηλεφωνική της συνέντευξη στους New York Times. «Απλώς πίστευα ότι ήταν καλογραμμένο και αστείο… Και μετά, ξαφνικά, εμφανίστηκε ο Ντέιβιντ Μπόουι, οπότε ήταν πραγματικά συναρπαστικό».
Οπως λέει, εξάλλου, η ηθοποιός στο Variety, ποτέ δεν επέλεγε δουλειές «μόνο για τα λεφτά». «Ηταν υπέροχο, γιατί η Ιμάν και ο Μπόουι ερωτεύτηκαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων εκείνης της ταινίας και εκείνος μου έλεγε τα πάντα για το πόσο τρελός ήταν για την Ιμάν».
Ο Σέπαρντ έστειλε το σενάριο για πλάκα στον Μπόουι και στον Μικ Τζάγκερ, με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να υποδυθούν τους εντυπωσιακούς εστιάτορες της ταινίας. «Απλώς τους το στείλαμε, αφελώς, για να παίξουν αυτούς τους μικρούς ρόλους, χωρίς να τους προσφέρουμε χρήματα, χωρίς τίποτα» θυμάται ο Σέπαρντ. «Πήραμε, λοιπόν, ένα σημείωμα από τον Μπόουι που έλεγε: “Με ενδιαφέρει η ταινία σας αλλά δεν θέλω να παίξω αυτόν τον δεύτερο ρόλο. Θα ήθελα να παίξω τον πρωταγωνιστικό ρόλο”».
Ο ροκ σταρ ήθελε να παίξει τον Μόντε, έναν βρετανό μπάρμαν σε μοντέρνο εστιατόριο στο κέντρο της Νέας Υόρκης, ο οποίος προσπαθεί να πείσει μια από τις συναδέλφους του, την επίδοξη καλλιτέχνιδα Λούσι (Ροζάνα Αρκέτ) να παντρευτούν για να πάρει πράσινη κάρτα. Αντ’ αυτού, πείθεται εκείνος να τη βοηθήσει να ληστέψουν τους εργοδότες τους.
Στο καστ συμμετείχαν επίσης οι Μάρλι Μάτλιν, Εστερ Μπάλιντ, Μπακ Χένρι και Αντρέ Γκρέγκορι, ενώ ο μελλοντικός υποψήφιος για Οσκαρ, Τόμας Νιούμαν, θα συνέθετε τη μουσική και ο Ρόμπερτ Γέομαν, ο κατοπινός διευθυντής φωτογραφίας του Γουές Αντερσον, ήταν πίσω από την κάμερα. Η ταινία γυρίστηκε το 1990 μέσα σε μόλις 30 μέρες.
«Ηταν τόσο υπέροχος στο πλατό» λέει η Αρκέτ για τον Μπόουι. «Μου άρεσε να δουλεύω μαζί του και μου άρεσε η ενέργειά του και η ικανότητά του να μπορεί να συνδεθεί στη στιγμή, κάτι που είναι το όνειρο κάθε ηθοποιού».
Ωστόσο η χαλαρή συνεργατική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα γυρίσματα της ταινίας δεν επεκτάθηκε και στη συνέχεια της παραγωγής. Ο Σέπαρντ είχε στη διάθεσή του μόνο πέντε εβδομάδες για το μοντάζ, οπότε αυτό που έκανε ήταν μάλλον μια πρόχειρη συρραφή. «Είχα μια λίστα με πράγματα που ήθελα να αλλάξω» εξηγεί, αλλά επειδή ήταν ένας ανίσχυρος πρωτάρης σκηνοθέτης το τελικό μοντάζ έγινε χωρίς την επίβλεψή του.
«Υπήρχαν περίεργα άλματα, λήψεις που διαρκούσαν πολύ» λέει. Με δυο λόγια «δεν είχε ρυθμό». Εκείνη η εκδοχή των 98 λεπτών βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες στους κινηματογράφους των ΗΠΑ την άνοιξη του 1992, ενώ στην Ευρώπη κυκλοφόρησε μιας μεγαλύτερης διάρκειας εκδοχή.
Οι κριτικές ήταν ποικίλες. Η Τζάνετ Μάσλιν των New York Times χαρακτήρισε την ταινία «ευχαρίστως παράξενη κωμωδία», ενώ ο Λόρενς Κον του Variety τη θεώρησε «φτωχή παραγωγή, χωρίς έμπνευση» (Poverty Row). Ομως οι κριτικές είχαν ελάχιστη σημασία, αφού σχεδόν κανείς δεν πήγε να τη δει.
Σίγουρα δεν βοήθησε το γεγονός ότι το φιλμ βγήκε στα σινεμά του Λος Αντζελες ενώ στην πόλη υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας λόγω των βίαιων διαμαρτυριών του 1992 για την αθώωση των αστυνομικών που πιάστηκαν σε βίντεο να χτυπούν τον Ρόντνεϊ Κινγκ. Κάπως έτσι το «The Linguini Incident» χάθηκε στην αφάνεια, ενώ ο νεαρός σκηνοθέτης έπεσε σε κατάθλιψη και χρειάστηκε να περάσει καιρός μέχρι να επιστρέψει στη δουλειά αυτή.
Στη συνέχεια, βέβαια, μπορεί η καριέρα του Σέπαρντ να απογειώθηκε, η κακή «επίγευση» εκείνης της πρώτης προσπάθειας, όμως, του είχε μείνει μέχρι σήμερα. «Αυτή είναι η μόνη ταινία στην οποία εμφανίζεται το όνομά μου και δεν είναι δικό μου το τελικό μοντάζ» λέει (με διαφαινόμενη πίκρα) ο 59χρονος σκηνοθέτης στους New York Times. Οχι πια.
Πριν από τρία χρόνια, όταν η Σάρα Τζάκσον, μια από τις αρχικές παραγωγούς, του πρότεινε να αποκτήσουν και πάλι τα δικαιώματα για το «The Linguini Incident», να το μοντάρει ξανά ώστε να ταιριάζει με το αρχικό όραμά του και να το κυκλοφορήσουν σε Blu-ray και streaming για πρώτη φορά, ο Σέπαρντ άδραξε την ευκαιρία ώστε να διαθέσει τη βελτιωμένη έκδοση της ταινίας του σε θαυμαστές του Μπόουι και σε συλλέκτες.
Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Οι αρχικές εταιρείες παραγωγής και οι χρηματοδότες της ταινίας είχαν προ πολλού εξαφανιστεί ή χρεοκοπήσει. Στο μεταξύ είχαν πουλήσει τα δικαιώματά της σε άλλες εταιρείες, που επίσης δεν υπήρχαν πια. Το project σώθηκε τελικά χάρη σε μια έρευνα του Variety.
Το 2004 το περιοδικό είχε αποκαλύψει ότι το «Linguini» ήταν μια από τις επτά ταινίες των οποίων τα πνευματικά δικαιώματα είχε διεκδικήσει το Screen Actors Guild λόγω μη καταβολής του ποσοστού δικαιωμάτων στους ηθοποιούς. Μετά από μια διαπραγμάτευση που κράτησε καιρό, ο Σέπαρντ και η Τζάκσον έκαναν συμφωνία με το Σωματείο των Ηθοποιών να εξαγοράσουν τα δικαιώματα.
Αλλά το μόνο που είχε στην κατοχή του το Σωματείο ήταν τα πνευματικά δικαιώματα. Οταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ ή ο Φράνσις Φορντ Κόπολα κάνουν το τελικό μοντάζ, έχουν οι ίδιοι στην κατοχή τους όλο το πρωτότυπο υλικό –αμοντάριστες λήψεις, αρνητικά, παλαιότερα μοντάζ, ξεχωριστά ηχητικά αρχεία– για να δουλέψουν. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, όλα αυτά είχαν σκορπιστεί προ πολλού στους πέντε ανέμους μετά τον καταιγισμό εξαφανίσεων και χρεοκοπιών. Ο Σέπαρντ δεν μπορούσε να βρει ούτε μια κόπια 35 mm, που του ήταν απολύτως απαραίτητη για τη σάρωση 4K, την οποία χρειαζόταν για να κάνει το νέο μοντάζ.
Τελικά, μια αίθουσα τέχνης στη Ζυρίχη που είχε προβάλει μια κόπια λίγα χρόνια νωρίτερα, τον έφερε σε επαφή με έναν βρετανό διανομέα ο οποίος είχε τα ευρωπαϊκά δικαιώματα της ταινίας. Ετσι, είχε στη διάθεσή του μια μεγαλύτερη εκδοχή της ταινίας «σχεδόν παρθένα», χωρίς γρατζουνιές, άρα και περισσότερα περιθώρια για να δουλέψει. Οπότε, όπως λέει, «κατάφερα να το επιταχύνω τον ρυθμό [της ταινίας] και να την απαλλάξω από όλα τα περίεργα jump cuts που δεν φαίνονταν να λειτουργούν. Στη συνέχεια, με τη νέα τεχνολογία 4K, μπόρεσα να προσθέσω ζουμ, να κάνω νέα κάδρα και να της δώσω μια ενέργεια που βοηθάει στην αφήγηση αυτής της παράξενης ιστορίας».
Ετσι, επιτέλους, ο 59χρονος σκηνοθέτης είναι πλέον ευχαριστημένος με το πρώτο έργο της καριέρας του. «Ακούστε, ξέρω ότι δεν πρόκειται να σημειώσει κανένα ρεκόρ όταν βγει σε Blu-ray και streaming», λέει στους New York Times, «αλλά για μένα αυτή είναι η εκδοχή της ταινίας που θέλω να δει ο κόσμος… Είναι μοναδική. Είναι παράξενη. Δεν μοιάζει με καμια άλλη ταινία».