Αντικαταστάτες τέλος! Την αλλαγή τακτικής και τη σκλήρυνση της στάσης τους απέναντι στη διόλου συμπαγή συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ όταν πρόκειται για νόμους ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανακοίνωσαν το βράδυ της Τρίτης ΝΔ και Δημοκρατική Συμπαράταξη – όσον αφορά ακριβώς στα νομοσχέδια κοινωνικού περιεχομένου που κατά κανόνα καταψηφίζουν οι υπερσυντηρητικοί ΑΝΕΛ, αλλά έως τώρα έχουν περάσει χάρη στις ψήφους της αντοπολίτευσης, κυρίως της ελάσσονος.
Οπως έγραψε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, από τις δύο παρατάξεις δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν προτίθενται εφεξής να υπερψηφίσουν ρυθμίσεις για τις οποίες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ διαφωνούν μεταξύ τους, ακόμη κι αν τις θεωρούν θετικές – εγείροντας φόβους για απόσυρση κρίσιμων διατάξεων όπου δεν θα συγκεντρώνεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Στην ουσία, τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης διαμήνυσαν στην κυβέρνηση ότι σε νομοθετήματα που ο κυβερνητικός εταίρος των ΑΝΕΛ διαφοροποιείται δεν θα μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζεται στη δική τους θετική ψήφο όπως έπραξε στο παρελθόν με τον νόμο για το Σύμφωνο Συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών, της ίδρυσης μουσουλμανικού τεμένους ή της καύσης νεκρών, για τα οποία οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου είχαν διαχωρίσει τη θέση τους από την κυβέρνηση (όσο παράλογο ακούγεται αυτό).
Αφορμή για την αλλαγή πλεύσης των δύο κομμάτων αποτέλεσαν: α) η ρύθμιση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, αναφορικά με την υποχρέωση των ελληνικών δικαστηρίων να επανεξετάσουν τελεσίδικες αποφάσεις που έχουν κρίνει τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και οι ΑΝΕΛ έχουν ανακοινώσει ότι θα καταψηφίσουν θεωρώντας ότι είναι «εθνικά επιζήμια» -τροπολογία του Σταύρου Κοντονή ανοίγει παράθυρο επανεξέτασης αναγνώρισης της τουρκικής ένωσης Ξάνθης και β) το επικείμενο νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου που και πάλι το κόμμα του κ. Καμμένου δεν θέλει να ψηφίσει.
«Δεν μπορεί να συμφωνείτε α λα καρτ. Η κυβερνητική πλειοψηφία είναι μετέωρη και στηρίζεται στην υπευθυνότητα των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Ως αξιωματική αντιπολίτευση δηλώνουμε ότι κάθε φορά που οι κυβερνητικοί εταίροι θα διαφωνούν σε ένα ζήτημα, εμείς θα καταψηφίζουμε ανεξαρτήτως της ρύθμισης. Κι επιτέλους βρείτε τα πριν έρθετε εδώ», δήλωσε αρχικά ο εισηγητής της ΝΔ, Κωνσταντίνος Γκιουλέκας.
Στο ίδιο μήκος κύματος αμέσως μετά και ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, που χρησιμοποίησε ακόμη πιο σκληρή γλώσσα, κατηγορώντας την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, για επικοινωνιακά παιχνίδια.
«Συγκυβερνάτε για τη νομή του πελατειακού καθεστώτος και τα Μνημόνια και απευθύνεστε στην αντιπολίτευση, για θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν δίνουμε άλλοθι στην κυβερνητική πλειοψηφία, ούτε άλλοθι στο εξής της έλλειψης δεδηλωμένης σε διατάξεις. Αυτά τέλος, ανεξαρτήτως περιεχομένου των ρυθμίσεων. Δεν θα βρείτε σε εμάς καμία στήριξη αν δεν έχετε την ετερόκλητη συμφωνία συμφερόντων. Πλέον θα καταψηφίζουμε ότι δεν έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία», υπογράμμισε ο κος Παπαθεοδώρου.
Αντιλαμβανόμενος πλήρως το μήνυμα περί «τέλους στην περίοδο χάριτος», ο εισηγητής των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, Θανάσης Παπαχριστόπουλος, κράτησε χαμηλούς τόνους, απευθύνοντας έκκληση στον Σταύρο Κοντονή για επανεξέταση της επίμαχης ρύθμισης, σημειώνοντας ότι: «δεν διεκδικούμε το αλάθητο ούτε μονοπωλούμε την αλήθεια, αλλά έχουμε ευαισθησία σε εθνικά θέματα τα οποία πιστεύουμε ότι αγγίζει. Σας παρακαλώ να την ξαναδείτε για να δώσει και σ’ εμάς την ευκαιρία να τη δούμε με πιο ώριμο μάτι».
Λάβρος κατά της ρύθμισης ήταν ο Γιάννης Σαρίδης από την Ενωση Κεντρώων. Το ΚΚΕ σύμφωνα με πληροφορίες θα δηλώσει «παρών», ενώ το Ποτάμι επιφυλάχθηκε για τη στάση του ζητώντας εξηγήσεις για το περιεχόμενο της διάταξης από τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Υπό αυτό το πρίσμα, εφόσον δεν υπήρχε τροποποίηση της ρύθμισης, αυτή θα αποσυρόταν υποχρεωτικά και θα οδηγούσε τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια οδυνηρή κοινοβουλευτική ήττα, αφού δεν θα συγκέντρωνε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται πάντως εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για το πώς θα καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζει στο εξής νομοθετήματα που ο ίδιος κρίνει σημαντικά αλλά κυβερνητικός εταίρος των ΑΝΕΛ διαφωνεί, όπως για παράδειγμα το νομοσχέδιο που κατατέθηκε για τη δυνατότητα αλλαγής φύλου στην ταυτότητα από αυτό που καταχωρίστηκε κατά τη γέννηση ενός προσώπου βάσει των βιολογικών του χαρακτηριστικών.