Ο Νόρμαν Ολερ παρουσιάζει στο βιβλίο του υλικό από πειράματα, αναφορές, στατιστικές και άλλα σχετικά με τη γερμανική βιομηχανία των ναρκωτικών | normanohler.de
Επικαιρότητα

Ναρκωτικά, το μυστικό όπλο των Ναζί

Ο Χίτλερ κυνηγούσε τους ναρκομανείς, ο ίδιος όμως ήταν εθισμένος, υποστηρίζει ο Νόρμαν Ολερ που θα παρουσιάσει το βιβλίο με την έρευνά του τη Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018 στο Public Café του Συντάγματος
Κική Τριανταφύλλη

Με δεδομένο τον τεράστιο αριθμό των βιβλίων που έχουν γραφτεί για τον Χίτλερ και τους οπαδούς του ναζισμού, θα έλεγε κανείς ότι δεν έχει μείνει τίποτα κρυφό από εκείνη την εποχή της ναζιστικής παραφροσύνης, της φρίκης και της γενοκτονίας. Και όμως!

Ο Νόρμαν Ολερ, ένας Βερολινέζος δημοσιογράφος και συγγραφέας, μετά από εξονυχιστική έρευνα σε στρατιωτικά αρχεία που είχαν μείνει στην αφάνεια, ανακάλυψε ότι το άριο αίμα των ναζί δεν ήταν καθαρό όπως διατείνονταν: ήταν αίμα γεμάτο χημικές και ιδιαίτερα τοξικές ουσίες. Το Τρίτο Ράιχ ήταν βουτηγμένο στα ναρκωτικά, νοικοκυρές, εργάτες και στρατιώτες έκαναν ασύδοτα χρήση κοκαΐνης, ηρωίνης και μορφίνης, κυρίως, όμως έπαιρναν μεθαμφεταμίνες.

Η έρευνα του Ολερ για την ευρεία χρήση των ναρκωτικών από τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου κράτησε πέντε χρόνια και τα αποτελέσματά της αποκαλύπτονται στο βιβλίο του με τίτλο «Υπερδιέγερση: Τα ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ» («Der totale Rausch: Drogen im Dritten Reich»), που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 18 Οκτωβρίου 2018 σε μετάφραση των Χρήστου Κοκκολάτου και Βασίλη Τσαλή.

Καλεσμένος από την «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου», ο συγγραφέας θα παρουσιάσει ο ίδιος το αποκαλυπτικό του μπεστ σέλερ, το οποίο έχει ήδη μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες, τη Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018, στις 9 το βράδυ, στο Public Café Συντάγματος (Καραγεώργη Σερβίας 1).

Ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν επίσης εθισμένος, πράγμα που όμως ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό: «Ο στενότατος κύκλος των ανθρώπων γύρω από τον Χίτλερ κατάφερε ήδη από την εποχή της Βαϊμάρης να εδραιώσει για αυτόν την εικόνα ενός άοκνου άντρα, ο οποίος έχει θέσει όλη του την ύπαρξη στην υπηρεσία του λαού “του”» γράφει ο γερμανός συγγραφέας. «Μια άτρωτη αρχηγική φιγούρα, η οποία ήταν αποκλειστικά επιφορτισμένη με την ηράκλεια αποστολή να τιθασεύσει τις κοινωνικές αντιφάσεις και τα προβλήματα και να απαλείψει τις αρνητικές συνέπειες του χαμένου πολέμου.

Ο Νόρμαν Ολερ θα παρουσιάσει το βιβλίο του στις 22 Οκτωβρίου στο Public Café Συντάγματος

»Ενας συναγωνιστής του Χίτλερ έλεγε για αυτόν το 1930: “Είναι μόνο μυαλό και κορμί. Και αυτό το κορμί το βασανίζει τόσο, που θα μπορούσες να ξεσπάσεις σε θρήνο! Δεν καπνίζει, δεν πίνει, είναι σχεδόν αποκλειστικά χορτοφάγος, δεν έρχεται σε επαφή με γυναίκες”. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του έστω την απόλαυση ενός καφέ. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο πέταξε το τελευταίο του πακέτο τσιγάρα στον Δούναβη, κοντά στο Λιντς· έκτοτε, δεν μπήκαν ξανά δηλητήρια στον οργανισμό του. “Εμείς οι εγκρατείς, παρεμπιπτόντως, έχουμε έναν ιδιαίτερο λόγο να είμαστε ευγνώμονες στον Φύρερ, αν αναλογιστούμε τι πρότυπο μπορεί να αποτελέσει η διαχείριση της προσωπικής του ζωής και η στάση του απέναντι στα ναρκωτικά” αναφερόταν στην ανακοίνωση μιας ένωσης εγκρατών.

»Ο καγκελάριος: ένας δήθεν καθαρός άνθρωπος, που απεχθανόταν τις εγκόσμιες απολαύσεις, δίχως ιδιωτική ζωή. Ενας βίος σφραγισμένος από την αυταπάρνηση και τη διαρκή θυσία. Ενα πρότυπο για μια απολύτως υγιεινή ζωή. Ο μύθος του πολέμιου των ναρκωτικών και εγκρατούς Χίτλερ, ο οποίος αδιαφορεί για τις προσωπικές του ανάγκες, ήταν ουσιώδες συστατικό στοιχείο της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας και καλλιεργήθηκε συστηματικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ενας μύθος είχε γεννηθεί, ο οποίος εδραιώθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στις τάξεις κάποιων επιφυλακτικών διανοουμένων, και ο οποίος αντέχει μέχρι σήμερα».

Η αποδόμηση του μύθου

Οι Ναζί είχαν διακηρύξει από την αρχή ότι ο ηθικός και φυσικός εκφυλισμός της δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν στον στόχο τους. Με τη βοήθεια της Νεολαίας του Χίτλερ και με υπόδειγμα τον «ασκητικό» αρχηγό τους, οι νεότερες γενιές θα αποκτούσαν υγιείς συνήθειες. Θα έβγαζαν από τη ζωή τους το σεξ, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, τα καμπαρέ, τη νέγρικη τζαζ και το σουίνγκ, και στη θέση τους θα έβαζαν τη γυμναστική, τη στρατιωτική άσκηση και τις μεγάλες πεζοπορίες στα βουνά. Η αντίθεση περιγράφεται ζωηρά στο θρυλικό «Cabaret» (του 1972) με τη Λάιζα Μινέλι στον ρόλο της Σάλι Μπόουλς: ενώ στην αρχή της ταινίας οι Ναζί δεν έχουν θέση στο Kit Kat Club, στην τελευταία σκηνή στο κοινό του καμπαρέ κυριαρχούν τα μέλη του ναζιστικού κόμματος.

Ενδεικτική εξάλλου (και πολύ τρομακτική) είναι η σκηνή στον κήπο της μπιραρίας όπου ένας νεαρός, με τη φαιά στολή Νεολαίας τραγουδάει χαλαρά στην αρχή το «Το αύριο ανήκει σε μένα» («Tomorrow Belongs to Me») μέχρι που το τραγούδι ξεσηκώνει το κοινό, εξελίσσεται σε ναζιστικό ύμνο και τελειώνει με τον γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό.

Ομως η «εξυγίανση» της κοινωνίας δεν ήταν παρά ένα ψέμα.

Η «Υπερδιέγερση» ξεκινάει από τον 19ο αιώνα με τις επιτυχίες της Γερμανίας στον τομέα της φαρμακευτικής και την εφεύρεση, παραγωγή και εξαγωγή μιας μεγάλης γκάμας ουσιών από την (πολύτιμη) ασπιρίνη μέχρι την (άθλια) ηρωίνη. Ενα από εκείνα τα φάρμακα ήταν και η μεθαμφεταμίνη, η οποία αρχικά διαφημίστηκε ως ένα φάρμακο «διά πάσαν νόσο» από την κατάθλιψη μέχρι την αλλεργική ρινίτιδα…

Τα δισκία Pervitin, όπως ήταν η εμπορική ονομασία της μεθαμφεταμίνης, προκάλεσαν την προσοχή ενός γιατρού στην Ακαδημία Στρατιωτικής Ιατρικής στο Βερολίνο, ο οποίος θα επέβλεπε την υλικοτεχνική υποστήριξη των στρατευμάτων και θα τους έστελνε εκατομμύρια «μαγικά» χαπάκια.

Το φάρμακο, όπως λέει ο Ολερ, παρασκευαζόταν σε τεράστιες ποσότητες: 35 εκατομμύρια δισκία παράγγειλε, για παράδειγμα, το 1940 ο στρατός πριν από την εκστρατεία στη Δύση. Ο αριθμός είναι τρομερός αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι στην επέλαση συμμετείχαν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια στρατιώτες, σε κάθε στρατιώτη αντιστοιχούσαν κατά μέσον όρο περίπου 15 δισκία για ολόκληρη την  επιχείρηση.

Οι γερμανοί στρατιώτες μπήκαν «ανεβασμένοι» στον πόλεμο, με μια επιθετικότητα και μια έκρηξη αδρεναλίνης που άφησε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ «άναυδο», όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του. Ενας Γερμανός στρατηγός δήλωσε εξάλλου ότι οι άντρες του είχαν μείνει άυπνοι για 17 ημέρες συνεχώς.

«Νομίζω ότι πρόκειται για υπερβολή» δήλωσε ο Νόρμαν Ολερ, στους New York Times, παρ’ όλα αυτά θεωρεί ότι «η μεθαμφεταμίνη ήταν κρίσιμη σε εκείνη την εκστρατεία».

Πέντε χρόνια κράτησε η έρευνα του Νόρμαν Ολερ (photo: normanohler.de)

Το Pervitin, όμως, ήταν διαδεδομένο και στον γενικό πληθυσμό ήδη πριν από τον πόλεμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γιατροί συνταγογραφούσαν στη Γερμανία οπιοειδή, μεταξύ άλλων και για να ανακουφίσουν το αυξανόμενο άγχος στη χώρα που στα μέσα του 1944 δεχόταν εισβολείς από παντού και λύγιζε από τους εναέριους βομβαρδισμούς. Αλλά βέβαια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στο Τρίτο Ράιχ όλοι οι Γερμανοί, ή έστω η πλειονότητά τους, μπορούσαν να λειτουργήσουν μόνο υπό την επήρεια των ναρκωτικών. Επιπλέον, είναι ηθικά και πολιτικά επικίνδυνο.

Οι Γερμανοί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν ήταν πραγματικά υπεύθυνοι για τη στήριξη του ναζιστικού καθεστώτος, ακόμα λιγότερο για την αποτυχία τους να αντισταθούν. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι ήταν «μπουκωμένοι» στα ναρκωτικά. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, γράφει ο Guardian, ότι αυτό το βιβλίο έγινε best seller στη Γερμανία.

Τα ναρκωτικά υποτίθεται ότι απαγορεύτηκαν από τους ναζί «επειδή με αυτά μπορούσε κανείς να βιώσει και άλλους φανταστικούς κόσμους εκτός από τον εθνικοσοσιαλιστικό» γράφει ο Ολερ. «Λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας στις 30 Ιανουαρίου 1933, οι εθνικοσοσιαλιστές κατέπνιξαν την εκρηκτικά ευδαιμονική κουλτούρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με όλη την ελευθεριότητα και τα αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά της (…) Η πολιτική κατά των ναρκωτικών που ακολούθησε το νέο καθεστώς έγκειτο λιγότερο στην προς το αυστηρότερο αλλαγή του νόμου για το όπιο, τον οποίο απλώς παρέλαβαν έτοιμο από την περίοδο της Βαϊμάρης, και κυρίως σε πολλά νέα νομοθετικά διατάγματα, τα οποία ήταν στο πνεύμα της κατευθυντήριας αρχής της “φυλετικής υγιεινής”».

Με ειδικές διατάξεις προβλεπόταν «η αφαίρεση της άδειας άσκησης επαγγέλματος μέχρι και πέντε χρόνια στους γιατρούς που έκαναν χρήση ναρκωτικών», ενώ ίσχυε η άρση του ιατρικού απορρήτου και οι γιατροί ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν «δήλωση χρήσης ναρκωτικών» όταν κάποιος ασθενής έπαιρνε τέτοιες ουσίες για διάστημα μεγαλύτερο των τριών εβδομάδων, καθώς «η δημόσια ασφάλεια απειλείται από κάθε περίπτωση κατάχρησης αλκαλοειδών». Στην πραγματικότητα όμως όλες αυτές οι διατάξεις είχαν στόχο τον απόλυτο έλεγχο των Γερμανών μέσω καταδοτών και η «καρτέλα καταγραφής της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ράιχ για την Καταπολέμηση της σχετικής με τις Ναρκωτικές Ουσίες Παραβατικότητας σφράγισε τη μοίρα αρκετών ανθρώπων» γράφει ο Ολερ.

Ο γάμος όταν ένας από τους δύο μελλονύμφους βρισκόταν σε καθεστώς «διανοητικής σύγχυσης» απαγορεύτηκε με στόχο να εμποδίσει «τη μόλυνση του ενός εκ των συζύγων, όπως επίσης και τη δημιουργία κληρονομικής προδιάθεσης» στα παιδιά, καθώς «στους απογόνους των εξαρτημένων από ναρκωτικές ουσίες έχουν διαγνωστεί αυξημένα κρούσματα ψυχικών διαταραχών», και οι εξαρτημένοι από ναρκωτικές ουσίες κατατάσσονταν αυτόματα σε αυτή την κατηγορία και στιγματίζονταν ως «ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες», και μάλιστα ανίατες. Η κτηνώδης συνέπεια του νόμου ήταν η «αναγκαστική στείρωση».

Η κατάσταση, όμως, έμελλε να γίνει ακόμα χειρότερη, αφού «υπό την ομπρέλα της ευθανασίας, δολοφονήθηκαν “ψυχοπαθείς εγκληματίες”, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και χρήστες ναρκωτικών». Στην ουσία, γράφει ο Ολερ, «η πολιτική κατά των ναρκωτικών χρησίμευσε τόσο σαν όχημα κοινωνικού αποκλεισμού και καταπίεσης όσο και σαν εργαλείο εξόντωσης περιθωριακών ομάδων και μειονοτήτων».

Στον στόχο του γερμανού συγγραφέα μπαίνει και ο γιατρός Τεοντόρ Μορέλ, ένας από τους πιο παράλογους και γελοίους πρωταγωνιστές της εποχής του ναζισμού.  Ο Μορέλ κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Χίτλερ το 1936 θεραπεύοντας τον πόνο στο στομάχι που επί χρόνια ταλαιπωρούσε τον Φύρερ. Με τη σύριγγα στο χέρι, ο υπερφίαλος και οπορτουνιστής Μορέλ ανταποκρινόταν στις αδιάκοπες απαιτήσεις του «Ασθενούς Α» , όπως ονομάζει τον Χίτλερ στις σημειώσεις του (αλλά και των συνεργατών του), χορηγώντας του ενέσεις με βιταμίνες, ορμόνες και στεροειδή, ακόμη και εκχυλίσματα από καρδιές και συκώτια ζώων.

Η συγκεκριμένη «θεραπεία» ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1943 και το «κοκτέιλ» περιλάμβανε μεγάλες ποσότητες οπιούχων, ένα χρόνο αργότερα όμως ο γιατρός δυσκολευόταν να βρει τις φλέβες του Φύρερ. Ακόμα χειρότερα, στη συνέχεια, δυσκολευόταν να βρει οπιούχα καθώς οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τα εργοστάσια που παρήγαγαν τα ναρκωτικά της Γερμανίας.

Το 1945 ο Χίτλερ άρχισε να τρέμει και οι ιστορικοί προσπάθησαν να εξηγήσουν τρέμουλό του λέγοντας ότι υπέφερε από τη νόσο του Πάρκινσον. Δεν αποκλείεται, ο Ολερ, πάντως, λέει ότι «δεν υπάρχει καμία απόδειξη». Το πιθανότερο είναι ότι έπασχε από στερητικό σύνδρομο.