Αθλητικά media και μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοούν, από τα μεσάνυχτα, για την αδυναμία της Εθνικής μας να παίξει στοιχειωδώς καλό ποδόσφαιρο. Τη μαρτυρούν και οι αριθμοί. Στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Κατάρ είναι τελευταία σε τελικές προσπάθεις στον στόχο, σε όλη την Ευρώπη. Πιο κάτω και από το Γιβραλτάρ, το Λιχτενστάιν και το Σαν Μαρίνο. Σκοράρει με μεγάλη δυσκολία, δεν μπορεί να κρατήσει την μπάλα στην κατοχή της, δεν παράγει ευκαιρίες. Η ανάπτυξή της είναι αργή, προβλέψιμη και βαρετή. Εντελώς ντεμοντέ. Και στην Πρίστινα, πραγματικά… δεν βλεπόταν.
Ολες αυτές οι διαπιστώσεις είναι σωστές, αλλά η συζήτηση που γίνεται, είναι λάθος. Ποτέ δεν… μάγευε με το παιχνίδι της, η «γαλανόλευκη». Ούτε, καν, στη «χρυσή» 11ετία της (2004-2014). Με προπονητή τον Τζον φαν’τ Σιπ πετυχαίνει 1,14 γκολ ανά αγώνα, κατά μέσον όρο. Η επίδοση είναι απογοητευτική, όμως δεν απέχει πολύ από τις αντίστοιχες που εμφάνιζε στα καλύτερά της χρόνια, δηλαδή επί Οτο Ρεχάγκελ (1,3 γκολ/αγώνα) και Φερνάντο Σάντος (1,2 γκολ/ανά αγώνα. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η αποτελεσματικότητά της. Μας λείπουν εκείνα τα… κυνικά 1-0 του Σάντος, για τα οποία -τότε- γκρινιάζαμε, επειδή δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε μετά την αποπομπή του πορτογάλου τεχνικού από την ΕΠΟ.
Μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην «παλιά, καλή» Εθνική και τη σημερινή, δεν υπάρχουν ούτε στους αμυντικούς δείκτες. Η ομάδα του Ολλανδού έχει δεχθεί 18 τέρματα σε 21 ματς. Εκείνη του Ρεχάγκελ είχε χειρότερο παθητικό (με πιο δυνατούς αντιπάλους, είναι η αλήθεια): 1,04 γκολ/αγώνα. Και του Σάντος, 0,83 γκολ/αγώνα. Αυτό που -πραγματικά- έχει αλλάξει, είναι η «ψυχή» της Εθνικής. Της λείπει η ορμή, η αποφασιστικότητα, η αυτοπεποίθηση, η «πονηριά», η συγκέντρωση. Επειδή απουσιάζουν οι παίκτες με ισχυρή προσωπικότητα. Ενδεχομένως, και ο προπονητής που θα τους εμπνεύσει. Η Εθνική που αγαπήσαμε, ποτέ δεν θα δεχόταν ένα τόσο «φτηνό» γκολ, σαν αυτό με το οποίο το Κόσσοβο μας ισοφάρισε την Κυριακή, στο 90’+2′.
Οι χθεσινοί μας αντίπαλοι δεν ήταν αμελητέοι, όπως πολλοί πιστεύουν. Ο Μουρίτσι, για παράδειγμα, που μας πίκρανε με το γκολ του, πήγε (πέρυσι) στη Λάτσιο με 20 εκατ. ευρώ. Ο άλλος τους επιθετικός, ο Ράσιτσα, αποκτήθηκε από τη Νόριτς με 10 εκατ. ευρώ. Το δικό μας «δίδυμο» στην επίθεση ήταν ο Δουβίκας και ο Παυλίδης, που ανήκουν σε μικρομεσαίους ολλανδικούς συλλόγους. Για τον Δουβίκα, που πέτυχε το ελληνικό γκολ, αυτή ήταν η πρώτη του διεθνής συμμετοχή. Δεν είναι «ντροπή», που δεν τους νικήσαμε, αλλά μια -ακόμη- απόδειξη οτι έχουμε χάσει αυτό που ήταν το μεγάλο μας χάρισμα: την ικανότητά μας να κερδίζουμε και όταν δεν παίζουμε καλά, ή απέναντι σε αντιπάλους ανώτερους από εμάς. Αυτές οι υπερβάσεις ήταν, που μας πήγαιναν στα Euro και τα Μουντιάλ.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν παράγει, πια, Καραγκούνηδες, Κατσουράνηδες, Ζαγοράκηδες, Μπασινάδες, Σεϊταρίδηδες, Δέλλες, ή Νικοπολίδηδες, όπως παλιά. Επιπλέον, τρεις διεθνούς κλάσεως κεντρικοί μας αμυντικοί (Μανωλάς, Παπασταθόπουλος, Σιόβας) έθεσαν εαυτούς εκτός Εθνικής, με τον τρόπο του ο κάθε ένας. Σαν να μην έφταναν αυτά, δεν μπορούσαν να αγωνιστούν στην Πρίστινα, για διάφορους λόγους, ο Μασούρας, ο Πέλκας, ο Γαλανόπουλος, ο Ζέκα, ο Γιακουμάκης, ο Τζόλης, Φουρτούνης, ο Κουρμπέλης, ο Σταφυλίδης… Επίσης, ο Λημνιός, που δεν έχει ρυθμό, και ο Χατζηδιάκος, που -προς το παρόν- δεν έχει χρόνο συμμετοχής στο ολλανδικό πρωτάθλημα. Απ’ όσους έπαιξαν το βράδυ της Κυριακής, μόνο δύο ήταν παρόντες στο αντίστοιχο ματς του περασμένου Σεπτεμβρίου: ο Γιαννούλης και ο Μπακασέτας. Κάτι που δείχνει ξεκάθαρα το μεγάλο πρόβλημα που ο φαν’τ Σιπ είχε να αντιμετωπίσει, σε ό,τι αφορά τον καταρτισμό της ενδεκάδας.
Οχι πως ο ίδιος τα έκανε όλα σωστά. Παρέταξε την ομάδα με τρεις κεντρικούς αμυντικούς, λες και είχε απέναντί του τη Γαλλία στα καλύτερά της. Χρησιμοποίησε αυτό το «3-5-2», που καταδίκασε την επιθετική ανάπτυξη, αν και η «πρόβα» είχε γίνει με «4-2-3-1», μπερδεύοντας τους παίκτες του. Και, αντί να επιδιώξει να «καθαρίσει» το ματς στην Πρίστινα, με ένα δεύτερο γκολ, ολοκλήρωσε τον αγώνα με… τέσσερις κεντρικούς αμυντικούς και χωρίς φορ στην ενδεκάδα. Εκπέμποντας και ένα μήνυμα ηττοπάθειας, που δεν έπρεπε.
Προσλήφθηκε από την (τότε) διοίκηση της ΕΠΟ, τον Ιούλιο του 2019, χωρίς να διαθέτει εντυπωσιακό βιογραφικό, είναι η αλήθεια. Αν και έγραψε ξεχωριστή ιστορία ως ποδοσφαιριστής στην Ολλανδία, εργάστηκε μόνο σε μικρομεσαίους συλλόγους της χώρας του. Κι από το 2009, ούτε, καν, σε αυτούς. Ξενιτεύτηκε στο Μεξικό και την Αυστραλία. Κι όμως, με την προσωπικότητά του κατάφερε να βάλει σε τάξη τα αποδυτήρια, «ανακάλυψε» στα πέρατα της Ευρώπης Ελληνόπουλα που αποδείχτηκε οτι μπορούσαν να προσφέρουν στην Εθνική, και στην αρχή είδαμε, επιτέλους, την ομάδα να παράγει φάσεις. Αυτό δεν κράτησε πολύ -θυσιάστηκε στον βωμό του αποτελέσματος-, όμως η ομάδα έδειχνε, κατά διαστήματα, να προοδεύει. Σε 21 αγώνες, έχασε μόνο τέσσερις. Και από το Νο 54 της παγκόσμιας κατάταξης, σε δύο χρόνια ανέβηκε στο Νο 48, αφήνοντας πίσω της τις μεγάλες ντροπές που βίωσε επί Ρανιέρι, Τσάνα, Μαρκαριάν και Αναστασιάδη. Αποτυγχάνονας, όμως, στα καθοριστικά ματς: σε αυτά που η μπάλα «έκαιγε».
Η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ ήταν, εξαρχής, ουτοπία. Πριν από λίγο καιρό αποτύχαμε να καταλάβουμε την πρώτη θέση στο Nations League, σε όμιλο με τη Σλοβενία και τη Μολδαβία, θα τα καταφέρναμε τώρα, με αντιπάλους την Ισπανία και τη Σουηδία; Ο εφικτός, ρεαλιστικός στόχος ήταν -και είναι- το Euro 2024. Και ο πρόεδρος της ΕΠΟ, Θοδωρής Ζαγοράκης, τώρα έχει μπροστά του ένα μεγάλο δίλημμα: να κρατήσει τον φαν’τ Σιπ, ή να τον διώξει;
Εάν την Τετάρτη το βράδυ δεν γίνει κάποιο «θαύμα» στο ΟΑΚΑ (υποδεχόμαστε τη Σουηδία), η Πέμπτη θα είναι μέρα αποφάσεων. Τι θα κάνει, άραγε, ο εμβληματικός αρχηγός της Εθνικής του 2004; Θα ενεργήσει σαν ένας τυπικός παράγοντας, ή ως βαθύτερος γνώστης των πραγμάτων; Θα τα «χρεώσει» όλα στον Ολλανδό, ή θα του αναγνωρίσει αυτό που οι περισσότεροι, πλέον, έχουμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε: ότι οι σημερινοί διεθνείς είναι πολύ χαμηλότερων δυνατοτήτων από εκείνους που, κάποτε, είχαν ανεβάσει την Εθνική στο Νο 11 του ranking;
Τη λύση του «φέρνω top προπονητή», την έχουμε ξαναδοκιμάσει. Τέτοιος ήταν ο Κλαούντιο Ρανιέρι, ίσως ο πιο αποτυχημένος απ’ όσους παρήλασαν από τον πάγκο της Εθνικής μετά το Μουντιάλ του 2014. Από τον Ζαγοράκη περιμένουμε κάποια άλλη κίνηση – όχι αυτή που θα έκανε ο οποιοσδήποτε στη θέση του. Εχει καμιά καλή ιδέα;