Πρόκειται, ομολογουμένως, για μια εξαιρετική ιστορία. Οπότε δεν προκαλεί εντύπωση που εδώ και πολλούς μήνες, ή μάλλον χρόνια, περί τα τρία, την παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή ωκεανολόγοι, ναυτικοί, ερασιτέχνες ιστιοπλόοι, αλιείς, φαλαινοθήρες αλλά και το πάντα και πανταχού παρών πλήρωμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Πλέον, γίνεται λόγος για #orcauprising, με πάμπολλους ανθρώπους να υποστηρίζουν τα εξεγερμένα κήτη, προβάλλοντας, συγχρόνως, σε αυτά τη δική τους αγανάκτηση για την καταστροφή του περιβάλλοντος αλλά και την απέχθειά τους για τις όποιες ελίτ, επικαλούμενοι από μύθους έως αριστουργήματα της λογοτεχνίας (μόνο που στην προκειμένη περίπτωση οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και «μανιωδώς κυνηγάει ο Μόμπι Ντικ εμάς, τους πολλούς Αχαμπ», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τζανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera σε άρθρο του).
Η ιστορία έχει ως εξής: από το 2020, περίπου πενήντα όρκες επιτέθηκαν σε ιστιοπλοϊκά και γιοτ στο Στενό του Γιβραλτάρ αλλά και πέρα από αυτό, μέχρι τη Γαλικία, πάνω από την Πορτογαλία. Εμβολίζουν τα σκάφη, ρίχνουν όλον τους τον όγκο πάνω τους, χτυπούν και δαγκώνουν τα πηδάλιά τους μέχρις καταστροφής. Εως σήμερα έχουν εξαπολύσει περί τις 500 τέτοιες επιθέσεις, προκαλώντας ζημιές σε δεκάδες σκάφη και βυθίζοντας τρία.
Στο Διαδίκτυο οι «επαναστατημένες» όρκες υποστηρίζονται από τα μέλη μιας εναλλακτικής κοινότητας, με τους πιο μετριοπαθείς αντιπροσώπους της να περιορίζονται να επανασχεδιάζουν το σφυροδρέπανο ώστε να μοιάζει με όρκα και τους πιο σκληροπυρηνικούς να προτείνουν κάλεσμα για γενική εξέγερση κατά των πλουσίων.
Αλλά περισσότερο από την ταξική πάλη που διεξάγουν οι όρκες για λογαριασμό των ανθρώπων, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αιτία της συμπεριφοράς τους, η οποία δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς οι ειδικοί διχάζονται. Σύμφωνα με ορισμένους από τους επιστήμονες του Grupo Trabajo Orca Atlántica (GTOA), μιας ισπανοπορτογαλλικής οργάνωσης που εργάζεται για τη σωτηρία των εν λόγω κητοειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση στην Ιβηρική Χερσόνησο, οι φάλαινες δολοφόνοι (killer-whales) όπως αποκαλούνται στα αγγλικά, ενδέχεται να «επιτίθενται» στα γιοτ και τα ιστιοφόρα «από περιέργεια» ή απλά «για να παίξουν», αντιδρώντας, ενδεχομένως, στην ευχάριστη αίσθηση που προκαλεί στα κητώδη η επαφή με τον πολυεστέρα, κύριο υλικό κατασκευής σκαφών αναψυχής.
Πάντως είναι γνωστό πως οι όρκες είναι ένα από τα πλέον μιμητικά ζώα. Από αυτή την άποψη, το ιστορικό της τελευταίας βύθισης (σημειώθηκε την 4η Μαΐου) – όπως το αφηγήθηκε ο κυβερνήτης Βέρνερ Σαουφελμπέργκερ στο γερμανικό περιοδικό Yacht είναι εντυπωσιακό: «Υπήρχαν δύο μικρότερες όρκες και μια μεγαλύτερη. Οι μικρότερες τίναξαν το πηδάλιο στο πίσω μέρος, ενώ η μεγαλύτερη επανειλημμένα πήρε φόρα και χτύπησε το σκάφος με όλη της την ορμή στη μία πλευρά. Οι δύο μικρότερες όρκες παρατήρησαν την τεχνική της μεγαλύτερης και, με μία ελαφριά επιτάχυνση, χτύπησαν και εκείνες τη βάρκα».
Κατά την επίθεση αχρηστεύθηκε το πηδάλιο, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να κληθεί η ισπανική ακτοφυλακή, η οποία διέσωσε το πλήρωμα και ρυμούλκησε το σκάφος, που ωστόσο βυθίστηκε τελικά στην είσοδο του λιμανιού της κωμόπολης Μπαρβάτε, στην Ανδαλουσία.
Αυτή η τάση αναπαραγωγής επιλογών και συνηθειών είναι τόσο εμφανής στις όρκες που έχει πείσει πολλούς ερευνητές ότι τρόπον τινά διαθέτουν μια πραγματική δική τους κουλτούρα, στην οποία περιλαμβάνονται και τελετουργικά στοιχεία. Το επισήμανε η Μπάρμπαρα Τζ. Κινγκ, ανθρωπολόγος στο πανεπιστήμιο The College of William & Mary της Βιρτζίνια, μιλώντας στον Guardian: «Πρόκειται για πολιτιστικά όντα. Τα δίκτυα των ατόμων στις κοινωνίες τους, επικεφαλής των οποίων είναι θηλυκά, είναι εντυπωσιακά συντονισμένα με τη συμπεριφορά των άλλων, οπότε, οι παραδόσεις εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου και σε ορισμένες περιπτώσεις μεταδίδονται από γενιά σε γενιά», εξήγησε η αμερικανίδα επιστήμονας.
Η εν λόγω η ερμηνεία είναι τόσο πειστική, ώστε να ταιριάζει και με τις δύο επικρατέστερες θεωρίες όσον αφορά το κίνητρο των ορκών: την ώρα που ορισμένοι ειδικοί μιλούν για «περιέργεια» και «παιχνίδι», κάποιοι άλλοι κάνουν λόγο για «εκδίκηση» και αυτήν την άποψη συμμερίζονται και οι περισσότεροι από όλους όσοι υποστηρίζουν τις όρκες στο Διαδίκτυο.
Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή όλα άρχισαν το 2020, όταν μία όρκα-ηγέτιδα μιας κοινότητας ονόματι White Gladi, άρχισε να επιτίθεται σε σκάφη, αφού μπλέχτηκε σε δίχτυα και ενδεχομένως να τραυματίστηκε, και κάποια στιγμή άρχισαν να τη μιμούνται τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της, με την ίδια συμπεριφορά να συνεχίζεται έως σήμερα.
Μάλιστα ορισμένοι ειδικοί είναι τόσο σίγουροι πως η συμπεριφορά των κητοειδών που επιτίθενται κατά σκαφών στο Στενό του Γιβραλτάρ και πέριξ αυτού οφείλεται σε κάποιο «δυσάρεστο ατύχημα», ώστε να υποστηρίζουν πως οι όρκες ενεργούν «προληπτικά». Ο Αλφρέντο Λόπεζ Φερνάντεθ, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Αβέιρο της Πορτογαλίας και μέλος της GTOA, είναι ακόμη πιο σαφής: «Οι όρκες ενεργούν εσκεμμένως και η ιδέα μιας αμυντικής συμπεριφοράς που βασίζεται σε κάποιο τραύμα κερδίζει έδαφος καθημερινά», είπε στο LiveScience.
Η Κινγκ, η ανθρωπολόγος από τη Βιρτζίνια, ανέφερε σχετικά πως το να προβαίνουν σε επιθέσεις και με τιμωρητική διάθεση είναι χαρακτηριστικό και άλλων μεγάλων θηλαστικών: «Τόσο οι φάλαινες δολοφόνοι όσο και οι ελέφαντες έχουν την απαραίτητη μνήμη και ευφυΐα», είπε. Και μεταξύ των πρωτευόντων παρατηρούνται ακόμη και περιπτώσεις αυτού που η ίδια αποκαλεί «ανακατευθυνόμενη επιθετικότητα»: «Εάν ένας πίθηκος δεχθεί επίθεση, ανακατευθύνει γρήγορα την επιθετικότητα στους συγγενείς του αντιπάλου», εξήγησε.
Ακόμη πιο συγκλονιστική είναι η θέση του Φίλιπ Χορ, ο οποίος παρότι δεν είναι επιστήμονας αλλά συγγραφέας, είναι πεπεισμένος ότι οι όρκες έχουν ξεκάθαρη αντίληψη για το τι έχει κάνει ο άνθρωπος στο περιβάλλον τους. Βασίζει την άποψή του στο ότι οι κοινωνίες τους είναι μητριαρχικές και τα θηλυκά μπορούν να ζήσουν έως και 100 χρόνια: «Θα έχουν μια σχεδόν γενεαλογική ανάμνηση μιας εποχής που ο ωκεανός δεν κυριαρχούνταν από τους ανθρώπους, τότε που δεν υπήρχαν σεισμικές έρευνες, ατμομηχανές, μετά πετρελαιοκινητήρες, στρατιωτικά σόναρ. Το πιο σημαντικό πράγμα για αυτές είναι ο ήχος: θα υπάρχουν μεμονωμένες όρκες που θα θυμούνται την περίοδο που η θάλασσα δεν ήταν τόσο θορυβώδης», υποστηρίζει.