«Θα μπορούσα να τα είχα παρατήσει όλα και να είμαι στο σπίτι μου, στην πόλη του Μισισίπι όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, να διαβάζω βιβλία και να ακούω τους αγαπημένους μου τζαζ δίσκους. Αλλά όχι, θα συνεχίσω να δουλεύω γιατί αγαπώ αυτήν τη δουλειά».
Με αυτά τα λόγια προλογίζει ο Μόργκαν Φρίμαν τον ρόλο του στην ταινία «Ο Φύλακας Αγγελος Επεσε», που κάνει πρεμιέρα στις 23 Αυγούστου.
Στην ταινία δράσης του σκηνοθέτη Ρικ Ρόμαν Γουό, ο 82χρονος ηθοποιός υποδύεται τον αμερικανό πρόεδρο του οποίου ο έμπιστος μυστικός πράκτορας Μάικ Μπάνινγκ (Τζέραρντ Μπάτλερ) κατηγορείται αδίκως και τίθεται υπό κράτηση. Αφού ο Μπάνινγκ δραπετεύσει, σύντομα θα βρεθεί μόνος του και θα χρειαστεί να αποφύγει την υπηρεσία του και να ξεγελάσει το FBI ώστε να εντοπίσει ποιος απειλεί τον πρόεδρο.
Ο 82χρονος μίλησε στην Corriere για την πορεία του στο σινεμά, τους αγαπημένους του ρόλους αλλά και για το κίνημα #MeToo, λίγο καιρό μετά τις κατηγορίες που εξαπέλυσαν εναντίον του πολλές γυναίκες που εργάστηκαν στο παρελθόν μαζί του.
«Υποστηρίζω σθεναρά το κίνημα #MeToo. Και είναι ένα μάθημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, καθώς είναι κάτι που πλέον έχει αλλάξει την προσέγγιση πολλών ανδρών απέναντι στις γυναίκες» σημειώνει με νόημα ο Φρίμαν, ο οποίος πριν από έναν ακριβώς χρόνο ζήτησε συγγνώμη από οκτώ γυναίκες, μετά τις κατηγορίες που διατύπωσαν εις βάρος του για σεξουαλική παρενόχληση.
«Οποιος με γνωρίζει ή έχει συνεργαστεί μαζί μου ξέρει ότι δεν είμαι κάποιος που εσκεμμένα θα ήθελε να αναστατώσει ή να κάνει κάποιον να αισθανθεί άβολα. Ζητώ συγγνώμη από οποιοδήποτε πρόσωπο έκανα να αισθανθεί άβολα ή θεώρησε ότι δεν το σεβόμουν. Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου» τόνισε ο ηθοποιός σε ένα μήνυμα πέρσι μετά το ρεπορτάζ του CNN που τον παρουσίαζε να υποπίπτει συχνά σε ατοπήματα ανάρμοστης συμπεριφοράς απέναντι σε γυναίκες συναδέλφους του.
Οπως τονίζει στην ιταλική εφημερίδα, στη νέα ταινία τού έκανε εντύπωση η υποκριτική δεινότητα της Τζέιντα Πίνκετ Σμιθ (υποδύεται την πράκτορα του FBI Χέλεν Τόμσον), αλλά και ο επίσης βετεράνος Νικ Νόλτε που υποδύεται τον πατέρα του Μπάτλερ.
«Είναι πάντα ωραίο οι νέοι σκηνοθέτες να θυμούνται τους παλιούς ηθοποιούς [σαν τον Νόλτε]: μπορεί να μην είναι όσο λαμπεροί όσο οι νέοι συνάδελφοί τους, αλλά ξέρουν πώς να εργάζονται σκληρά για τον ρόλο τους» σημειώνει, προσθέτοντας πως «αγωνίζομαι πραγματικά κάθε φορά να φεύγω από το σπίτι μου στο Μισισίπι, από τα βιβλία μου, τις μουσικές και τους φίλους μου, αλλά αγαπώ ακόμα τη δουλειά μου πάρα πολύ για να βάλω έστω και στην ηλικία αυτή τέλος σε μια σταδιοδρομία που ξεκίνησε όταν ήμουν μόλις οκτώ ετών. Και πλέον ο κινηματογράφος προσφέρει όλο και περισσότερους “διεγερτικούς” ρόλους ακόμη και σε εμάς τους βετεράνους του σινεμά».
Μιλάει με πάθος για την υποκριτική, μια δουλειά που του προσφέρει επί δεκαετίες «φαντασία, ενέργεια και χρήματα. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας, η μητέρα μου καθαρίστρια, ήμασταν φτωχοί. Οταν ήμουν μικρός, αποφάσισα αρχικά να γίνω μηχανικός στην πολεμική αεροπορία, αλλά η ζωή με κατεύθυνε στην υποκριτική».
Δηλώνει επίσης υπερήφανος για όλα τα βραβεία που έχει λάβει στην καριέρα του, τα πολλά Tony, αλλά κυρίως το Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για τον ρόλο του στο «Million Dollar Baby».
Και φυσικά μέχρι σήμερα είναι ξεκάθαρος ως προς το ποιος είναι ο αγαπημένος του ρόλος: ως αναλφάβητος «Σοφέρ της κυρίας Νταίζη».
«Είναι ακόμη στην καρδιά μου ο ρόλος μου ως οδηγός μιας γηραιάς κυρίας, η οποία στην πορεία του έμαθε να διαβάζει και να γράφει…» καταλήγει με νόημα.