Συνέντευξη από τον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης έδωσε το Σάββατο ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Είπε στον ΑΝΤ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου ότι θα είναι ξανά υποψήφιος πρωθυπουργός το 2027 αλλά και ότι δεν έχει ακόμη καταλήξει σε ό,τι αφορά την επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Είπε συγκεκριμένα ότι θα δώσει «τη μάχη των εκλογών ως επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας, το 2027» και ότι πιστεύει στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Ξεκαθάρισε πως δεν θα αλλάξει τώρα ο εκλογικός νόμος, τονίζοντας πως παρ’ όλο που υποστηρίζει την ιδέα της αυτοδύναμης κυβέρνησης, «δεν θα πειραματιστεί για να διευκολύνει την αυτοδυναμία».
«Προσωπικά πιστεύω στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις αλλά δεν πρόκειται να αλλάξω τους κανόνες του παιχνιδιού για να κάνω πιο εύκολη την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Αν ο ελληνικός λαός κρίνει ότι πρέπει να είμαστε αυτοδύναμοι στις επόμενες εκλογές, τότε αυτή την εντολή θα μας δώσει. Αν πάλι ο λαός κρίνει ότι θέλει κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές, πάλι θα σεβαστούμε την εντολή του. Αλλά αυτό το οποίο δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κάνω είναι να αρχίσω να πειραματίζομαι με τη μηχανική του εκλογικού νόμου για να διευκολύνω με κάποιο τρόπο την αυτοδυναμία».
Για το ζήτημα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, χαρακτήρισε «πρόωρη» τη συζήτηση:
«Θα κάνουμε λίγο υπομονή μέχρι τον Ιανουάριο του 2025. Έχω εξηγήσει και γιατί για θεσμικούς λόγους είναι πολύ άκομψη αυτή η συζήτηση από τη στιγμή που η θητεία της Προέδρου της Δημοκρατίας δεν έχει ακόμα λήξει. Θα κάνετε λίγο υπομονή και στην κατάλληλη στιγμή θα ανακοινώσουμε την πρότασή μας, την πρόταση δηλαδή της κυβερνητικής πλειοψηφίας για το πρόσωπο του Προέδρου.
Αυτό το οποίο σίγουρα πρέπει να σας πω είναι ότι το πρόσωπο του Προέδρου ή της Προέδρου πρέπει να πληροί τις προδιαγραφές του ρόλου και να έχει τη δυνατότητα -γιατί όχι;-, τη δυνατότητα, το τονίζω, να πάρει όσες το δυνατόν περισσότερες ψήφους στην Βουλή. Αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο εξαρτάται και από τα άλλα κόμματα, πώς θα αξιολογήσουν την υποψηφιότητα».
Αναφερόμενος στη διαγραφή Σαμαρά, είπε πως είναι «προσβλητικό» να αμφισβητείται ο πατριωτισμός του. «Δεν υπάρχει ζήτημα συνοχής στην Κ.Ο. της Ν.Δ.», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Για τα ελληνοτουρκικά, ο Πρωθυπουργός είπε:
«Η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί με την Τουρκία, και μπορεί να το κάνει από θέση ισχύος και αυτοπεποίθησης. Και αυτό θα συνεχίσω να κάνω, παρά το γεγονός ότι στο βασικό ζήτημα το οποίο έχουμε με την Τουρκία δεν έχει επέλθει καμία πραγματική σύγκλιση.
Η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι με την Τουρκία έχει μία μεγάλη διαφορά, η οποία είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία επιμένει, όπως το κάνει και εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι κάτι καινούργιο, να βάζει και πολλά άλλα θέματα στο τραπέζι των συζητήσεων, τα οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί να συζητήσει.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, κ. Χατζηνικολάου, ότι δεν μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και για άλλα ζητήματα, περιφερειακά, ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, ζητήματα τα οποία αφορούν, για παράδειγμα, το πρόγραμμα της γρήγορης βίζας για τα νησιά μας, ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την διαχείριση των προσφυγικών ροών.
Και αν συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, που σε αυτή τη φάση είμαστε αυτή τη στιγμή, και ότι δεν μπορούμε ουσιαστικά να συζητήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος το μείζον ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα πριν, να γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να είμαστε σε ένα καθεστώς διαρκούς έντασης και προκλήσεων».
Οταν γυρίσουν τα Γλυπτά…
Ο κ.Μητσοτάκης αναφέρθηκε και στο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, με αφορμή και το επικείμενο ταξίδι του στο Ηνωμένο Βασίλειο:
«Οταν γυρίσουν, όχι αν γυρίσουν, όταν γυρίσουν τα Γλυπτά, θα είναι μία δικαίωση για τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία πρώτη ευαισθητοποίησε, όχι την ελληνική αλλά την παγκόσμια κοινή γνώμη για την ανάγκη αυτής της επανένωσης.
Όμως, οι σχέσεις Ελλάδας – Ηνωμένου Βασιλείου δεν καθορίζονται μόνο από την επιστροφή των Γλυπτών. Έχουμε πολύ σημαντικά ζητήματα να συζητήσουμε, έχουμε μια στενή, μια στρατηγική αμυντική, πολιτική συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Προσωπικά πιστεύω ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη μετά την απόφαση την οποία πήρε να εξέλθει της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην παρούσα συγκυρία η Ευρώπη πρέπει να είναι πιο ενωμένη, ειδικά σε ζητήματα που αφορούν την κοινή μας άμυνα, και προφανώς οι σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πολύ σημαντικές σε αυτό το επίπεδο».