Τα βήματα που ακολουθεί η κυβέρνηση για να καλύψει το χαμένο έδαφος της τελευταίας δεκαετίας περιέγραψε συνοπτικά ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg, από το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, όπου βρίσκεται για τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP29).
«Δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι θα στοιχημάτιζαν πριν από πέντε ή έξι χρόνια ότι η Ελλάδα θα ήταν μια χώρα με πολύ σταθερά δημόσια οικονομικά, που θα αναπτυσσόταν πολύ ταχύτερα από την ευρωζώνη, θα μείωνε το χρέος της με πολύ γρήγορο ρυθμό, θα προσέλκυε επενδύσεις και θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας.
Είμαι πολύ αισιόδοξος για την ελληνική οικονομία σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Μας απομένουν άλλα τρία χρόνια κυβερνητικής θητείας. Εχουμε μια σταθερή κυβέρνηση που είναι σε θέση να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις. Συνεχίζουμε να προσελκύουμε επενδύσεις. Είχαμε χρονιά-ρεκόρ στον τουρισμό. Κάνουμε σημαντικές επενδύσεις σε τομείς αιχμής, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας», τόνισε μεταξύ άλλων ο Πρωθυπουργός δηλώνοντας ότι αναμένει πως η ελληνική ανάπτυξη θα συνεχίσει να αποφέρει αποτελέσματα.
«Κύριος στόχος μου είναι να διασφαλίσω ότι θα συγκλίνουμε με την Ευρώπη με γρήγορους ρυθμούς και θα καλύψουμε το χαμένο έδαφος της τελευταίας δεκαετίας. Ασφαλώς, η αύξηση των μισθών και η αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους ζωής είναι η νούμερο ένα προτεραιότητά μου αυτές τις μέρες», πρόσθεσε.
Η κλιματική αλλαγή θα αντιμετωπιστεί, αλλά θα έχει κόστος
«Η Ευρώπη είναι παγκόσμιος ηγέτης στην πράσινη μετάβαση, αλλά χρειάζεται περισσότερους πόρους για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των πρωτοφανών κλιματικών σοκ», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP29).
«Δεν μπορούμε να επικεντρωθούμε τόσο πολύ στο 2050, ώστε να ξεχάσουμε το 2024. Χρειαζόμαστε περισσότερους πόρους για να προετοιμαστούμε, για να ανταποκριθούμε εγκαίρως, προκειμένου να σώσουμε ζωές και περιουσίες και να βοηθήσουμε τις κοινότητες να ανοικοδομηθούν μετά από καταστροφές» είπε ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας στη σύνοδο κορυφής.
Σύμφωνα με όσα είπε ο Πρωθυπουργός, «με άφθονο ήλιο και άνεμο, την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα έχει υπερδιπλασιάσει την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ώστε αυτή να αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ της ηλεκτροπαραγωγής της, και βρίσκεται σε καλό δρόμο για να κλείσει όλες τις μονάδες άνθρακα μέχρι το 2028».
Είπε ακόμη ότι οι εκπομπές ρύπων έχουν μειωθεί κατά 45%. «Και ενώ ο λιγνίτης στο παρελθόν αποτελούσε την κύρια πηγή ενέργειας, έχει μειωθεί τώρα κατά σχεδόν 60%».
Οχι σε έναν πόλεμο εμπορίου με τις ΗΠΑ
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης στο Bloomberg ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι είναι πολύ σημαντική η πολιτική που θα ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην κλιματική κρίση κατά τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο.
«Ελπίζω ότι δεν θα δούμε μια επανάληψη της αποχώρησης των ΗΠΑ (σ.σ.: από την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, όπως είχε κάνει ο Τραμπ στην πρώτη θητεία του). Η Ευρώπη είναι πρωτοπόρος στην κλιματική μετάβαση, αλλά αντιπροσωπεύει το 6% των παγκόσμιων εκπομπών. Επομένως, είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό μόνοι μας. Περιμένω ότι πολλές καινοτόμες λύσεις που θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση, θα προέλθουν από τις ΗΠΑ», είπε.
Σχετικά με την πρόσφατη τηλεφωνική συνομιλία του με τον άρτι εκλεγέντα Ντόναλντ Τραμπ, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι το τηλεφώνημα ήταν πολύ φιλικό και επικεντρώθηκε στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. «Τόνισα τη σημασία των διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο, έχουμε συνεργαστεί πολύ στενά με τις ΗΠΑ και αναμένω ότι αυτή η σχέση θα συνεχιστεί».
Σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο επιβολής αμερικανικών δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, ο Πρωθυπουργός τόνισε ότι υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο και ότι ένας εμπορικός «πόλεμος» μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ θα έκανε κακό και στις δύο πλευρές. «Εχουμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε με τον πρόεδρο Τραμπ και να βρούμε μια αμοιβαία επωφελή λύση», είπε.
Συνολικά για την ευρωπαϊκή οικονομία ανέφερε ότι η ΕΕ εργάζεται πολύ σκληρά για να υποστηρίξει τη στρατηγική αυτονομία της και να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.