Ντράγκι, Μακρόν και Μπάιντεν στη Σύνοδο του NATO τον περασμένο Μάρτιο. Τότε ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Τώρα; | EPA/STEPHANIE LECOCQ
Επικαιρότητα

Μήπως έφτασε η συμμαχία της Δύσης στα όριά της;

Ενώ στα πεδία των μαχών η Ουκρανία χάνει εδάφη, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αναλώνονται σε μια ατέρμονη βυζαντινολογία για τους στόχους του πολέμου: τα ερωτηματα που τίθενται ύστερα από 110 ημέρες μαχών και κλονισμού της παγκόσμιας οικονομίας, δοκιμάζουν τη συνοχή της. Κοινώς δεν βλέπουν όλοι με το ίδιο μάτι τι πρέπει να συμβεί με τη Ρωσία του Πούτιν
Protagon Team

Το δίλημμα που έθεσε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι προς το Βερολίνο, σε συνέντευξή του στο ZDF μάλιστα, –«χρειαζόμαστε από τον καγκελάριο Σολτς τη βεβαιότητα ότι η Γερμανία υποστηρίζει την Ουκρανία. Αυτός και η κυβέρνησή του πρέπει να αποφασίσουν: δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ Ουκρανίας και (καλών) σχέσεων με τη Ρωσία»– δεν έχει να κάνει μόνο με τις ανάγκες της Ουκρανίας σε οπλικά συστήματα.

Το Κίεβο ζητάει συνέχεια περισσότερα και πιο αποτελεσματικά όπλα –όπως επεσήμανε ο Guardian, ο Μιχάιλο Ποντόλιακ, ανώτερος προεδρικός σύμβουλος, έθεσε ένα «μαξιμαλιστικό» αίτημα προς τη Δύση ζητώντας 300 εκτοξευτήρες πυραύλων, 500 τεθωρακισμένα και 1.000 κονόνια– αλλά αυτό που ζητάει κυρίως από της συμμαχία που συσπειρώθηκε γύρω του μετά τη ρωσική εισβολή είναι μια καθαρή θέση. Τούτο διότι όπως σημείωσε το Reuters σε ανάλυσή του, η Δύση ναι μεν βρέθηκε από την αρχή στο πλευρό των Ουκρανών και απέναντι στη Μόσχα, αλλά καθώς ο πόλεμος έχει φτάσει τις 110 ημέρες και οι συνέπειές του πλήττουν πλέον με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις οικονομίες της, βασανίζεται από μια σειρά από (υπαρξιακά) ερωτήματα –με αποτέλεσμα το μήνυμα πλέον να είναι πιο θολό.

Μερικά από τα ερωτήματα που δοκιμάζουν ακόμα και τη συνοχή της συμμαχίας είναι, κατά το Reuters, τα ακόλουθα: Είναι καλύτερο να συνεργαστεί κανείς με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ή να τον απομονώσει; Θα έπρεπε το Κίεβο να κάνει παραχωρήσεις για τον τερματισμό του πολέμου ή αυτό θα ενθάρρυνε κι άλλο το Κρεμλίνο; Αξίζουν την παράπλευρη ζημία οι εντεινόμενες κυρώσεις στη Ρωσία;

Αξιωματούχοι και διπλωμάτες είπαν στο Reuters ότι η συμμαχία αυτή έχει φτάσει σε κάποια όρια.

Παράδειγμα; Καθώς οι δυτικές κυβερνήσεις παλεύουν με τον αυξανόμενο πληθωρισμό και το ενεργειακό κόστος, χώρες όπως η Ιταλία και η Ουγγαρία έχουν ζητήσει μια γρήγορη κατάπαυση του πυρός.

Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για άμβλυνση των κυρώσεων και τερματισμό του αποκλεισμού των ουκρανικών λιμανιών που έχει επιδεινώσει της κρίση επισιτιστικής ασφάλειας για τους φτωχότερους του κόσμου.

Ωστόσο, η Ουκρανία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής που λόγω γεωγραφίας νιώθουν πιο έντονη την απειλή της Μόσχας, προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τη Ρωσία και υποστηρίζουν ότι μια κατάπαυση του πυρός θα της επιτρέψει να εδραιώσει εδαφικές νίκες, να ανασυνταχθεί και να εξαπολύσει περισσότερες επιθέσεις.

Οι Ρώσοι έχουν «διαδώσει το αφήγημα ότι αυτός θα είναι ένας εξουθενωτικός πόλεμος, θα πρέπει να καθίσουμε γύρω από το τραπέζι και να επιδιώξουμε συναίνεση», προειδοποίησε στο Reuters ανώτερος ουκρανός αξιωματούχος.

Η Δύση θέλει να μη χάσει η Ουκρανία και να μην κερδίσει ο Πούτιν. Αλλά το κάθε μέλος αυτής της συμμαχίας που γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, όταν ο Πούτιν διέταξε τις στρατιές του να προσβάλουν από τρία σημεία την ρωσο-ουκρανική μεθόριο, βλέπει αυτόν τον στόχο πολύ διαφορετικά.

Οι ΗΠΑ για παράδειγμα διεξάγουν έναν πόλεμο κατά ενός ιστορικού γεωπολιτικού αντιπάλου χωρίς να έχουν χάσει έναν άνδρα στο πεδίο της μάχης και με μόνη συνέπεια έναν αυξημένο πληθωρισμό.  Ο υπουργός Αμυνας Λόιντ Οστιν δήλωσε ότι θέλει να «αποδυναμωθεί» η Ρωσία και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει ζητήσει να διωχθεί ο Πούτιν για εγκλήματα πολέμου.

Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον, που έχει και τις δικές του διαμάχες με τις Βρυξέλλες, ζητάει να εξοπλιστεί το Κίεβο, να μην να αποδεχτεί μια κακή ειρηνευτική συμφωνία και επιμένει ότι η Ουκρανία «πρέπει να κερδίσει».

Η Γερμανία και η Γαλλία, όμως, έχουν διατηρήσει μια πιο διφορούμενη στάση, δεσμευόμενες να εμποδίσουν τον Πούτιν να κερδίσει αντί να τον νικήσουν, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζουν σκληρές νέες κυρώσεις.

«Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα επιστρέψουμε στον Ψυχρό Πόλεμο ή όχι. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ Μπάιντεν, Τζόνσον και εμάς», δήλωσε στο Reuters συνεργάτης του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.

Οι Ουκρανοί δηλώνουν σταθερά την ενόχλησή τους για τη στάση του Βερολίνου ή για τις παρεμβάσεις και τα τηλεφωνήματα του Μακρόν στον Βλαντίμιρ Πούτιν.

Ο Ποντόλιακ, που γενικά είναι πιο «φωνακλάς» και λιγότερο διπλωματικός από τους κύκλους της ουκρανικής προεδρίας, εξέφρασε με χαρακτηριστικό τρόπο την απογοήτευση της Ουκρανίας, ειρωνευόμενος τα πηγαινέλα των Ευρωπαίων: «Η Ρωσία δεν πρέπει να κερδίσει, αλλά δεν θα δώσουμε βαριά όπλα – μπορεί να προσβληθεί η Ρωσία. Ο Πούτιν πρέπει να χάσει, αλλά ας μην επιβάλουμε νέες κυρώσεις. Εκατομμύρια θα πεινάσουν, αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι για στρατιωτικά κομβόι με σιτηρά», έγραψε στο Twitter στις 31 Μαΐου. «Η αύξηση των τιμών δεν είναι ό,τι χειρότερο περιμένει έναν δημοκρατικό κόσμο με μια τέτοια πολιτική», προειδοποίησε.

Η παγίδα της «μη νίκης» των Ρώσων

Αυτή τη διάσταση απόψεων στο δυτικό στρατόπεδο καυτηρίασε σε άρθρο του στους Financial Times, o Γκίντεον Ράχμαν, ο οποίος επεσήμανε ότι ενώ στα πεδία των μαχών η Ουκρανία χάνει εδάφη, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αναλώνονται σε μια ατέρμονη βυζαντινολογία για τους στόχους του πολέμου.

Οπως χαρακτηριστικά σημείωσε, οι δυτικές δυνάμεις μπαίνουν για άλλη μια φορά στον πειρασμό να ορίσουν ως νίκη τη «μη ήττα», γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι σκοπεύουν να δώσουν αρκετή βοήθεια στους Ουκρανούς για να συνεχίζουν να πολεμούν, αλλά όχι τόσο ώστε να καταφέρουν να νικήσουν τη Ρωσία. Αυτή είναι μια αγωνιώδης προοπτική τη στιγμή που οι πόλεις τους καταστρέφονται και ο ουκρανικός στρατός χάνει εκατοντάδες ανδρες κάθε μέρα, καθώς αγωνίζεται να ανακόψει τη ρωσική προέλαση.

Και εδώ όλα έχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πρόσφατα ο Τζο Μπάιντεν όρισε ως κύριο στόχο των ΗΠΑ τη διατήρηση μιας ελεύθερης και ανεξάρτητης Ουκρανίας, ενώ ο Oλαφ Σολτς, καγκελάριος της Γερμανίας, έχει μεν πει συχνά ότι η Ρωσία δεν πρέπει να κερδίσει, εντούτοις ουδέποτε έχει πει ότι η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει. Εκπρόσωπος του Εμανουέλ Μακρόν ενημέρωσε ανώνυμα ότι η Γαλλία θέλει να κερδίσει η Ουκρανία, αλλά ο ίδιος ο πρόεδρος δεν έχει ακόμη πει αυτά τα λόγια. Αντίθετα, ο Μπόρις Τζόνσον δήλωσε απλώς ότι «η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει» και η Κάγια Κάλας, πρωθυπουργός της Εσθονίας, έχει ξεκαθαρίσει ότι η νίκη πρέπει να είναι ο στόχος και όχι κάποια ειρηνευτική συμφωνία».

Σύμφωνα με τον Ράχμαν, η διαφορά μεταξύ εκείνων που ζητούν τη νίκη της Ουκρανίας και εκείνων που περιορίζονται στο να λένε ότι η Ρωσία δεν πρέπει να κερδίσει, δεν είναι καθόλου αμελητέα: υπαγορεύει κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με το είδος των όπλων που θα παρασχεθούν στην Ουκρανία, όπως και για το εάν και πότε θα υπάρξει πίεση για μια ειρηνευτική διευθέτηση. Η εσθονική απόρριψη «κάποιας ειρηνευτικής συμφωνίας» έρχεται σε αντίθεση με τον δεδηλωμένο στόχο του Μπάιντεν να βάλει την Ουκρανία «στην ισχυρότερη δυνατή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Πίσω από αυτές τις απόψεις κρύβεται μια διαφορά στην αντίληψη της απειλής, επισημαίνει ο αρθρογράφος. Όσοι βλέπουν ως μεγαλύτερο κίνδυνο τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, είναι έτοιμοι να ζητήσουν τη νίκη της Ουκρανίας. Αυτό το στρατόπεδο περιλαμβάνει την Πολωνία, τη Βρετανία, τις χώρες της Βαλτικής και τη Φινλανδία. Από την άλλη μεριά, όσοι ανησυχούν περισσότερο για τον πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης κάνουν απλά λόγο για « μη νίκη» της Μόσχας, καθώς φοβούνται ότι η πίεση για απόλυτη νίκη της Ουκρανίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης ή στη χρήση ρωσικών πυρηνικών όπλων. Σε αυτό το στρατόπεδο βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία. Οι ΗΠΑ βρίσκονται κάπου στη μέση προσπαθώντας να εξισορροπήσουν την απάντησή τους και στις δύο αυτές απειλές, καθώς παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία.

Η κυρίαρχη άποψη στην κυβέρνηση Μπάιντεν είναι ότι έχοντας ανησυχήσει πάρα πολύ για την πυρηνική σύγκρουση στην αρχή του πολέμου, η Δύση έχει τώρα φτάσει στο άλλο άκρο και τείνει να ανησυχεί πολύ λίγο. Ο αρθρογράφος υπενθύμισε στους FT ότι το ρωσικό στρατιωτικό δόγμα επιτρέπει τη χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση υπαρξιακής απειλής για το έθνος. Ανώτεροι αμερικανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι είναι πιθανό ο Πούτιν να δει μια ταπεινωτική ήττα στην Ουκρανία να αντιπροσωπεύει αυτό το είδος υπαρξιακής απειλής. Αυτό δημιουργεί μια «παράδοξη» κατάσταση, στην οποία όσο καλύτερα τα πάει η Ουκρανία στο πεδίο της μάχης, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται η κατάσταση.

Εχοντας επίγνωση της ανάγκης διατήρησης της δυτικής ενότητας, η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της κατέληξαν σε μερικές λεκτικές διατυπώσεις στις οποίες μπορούν όλοι να συμφωνήσουν. Υπό αυτή την έννοια, εξήγησε ο Ράχμαν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Σολτς και του Μακρόν, συμφωνούν ότι δεν πρέπει να «επιβληθεί» καμία ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία. Αλλά η ανησυχία των Ουκρανών είναι ότι θα αναγκαστούν, de facto, να παραχωρήσουν εδάφη επειδή δεν θα τους δοθούν αρκετά ισχυρά όπλα ώστε να εμποδίσουν τη Ρωσία να προχωρήσει στο πεδίο της μάχης. Παρά τις διαφωνίες τους, οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις φαίνεται να πιστεύουν ότι εάν η Ουκρανία μπορέσει να αναγκάσει τη Ρωσία να επιστρέψει εκεί όπου ξεκίνησαν οι ένοπλες δυνάμεις της στις 24 Φεβρουαρίου, πριν από την εισβολή, τότε αυτό θα παρέχει τη βάση για σοβαρές διαπραγματεύσεις. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η Ουκρανία μπορεί να πετύχει αυτού του είδους τη νίκη ή ότι οποιαδήποτε πλευρά θα σταματήσει να πολεμά, εάν επιτευχθούν οι γραμμές της 24ης Φεβρουαρίου. Στην Ουκρανία, όπως και στο Βιετνάμ, ο ορισμός της νίκης είναι επικίνδυνα ρευστός και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένας μακρύς και βάναυσος πόλεμος φθοράς…