Ηταν από εκείνες τις ημέρες που η ζέστη έπαιζε στα πρώτα θέματα των δελτίων ειδήσεων, που η άσφαλτος έλιωνε, και τα λάστιχα των αυτοκινήτων κολλούσαν πάνω στην πίσσα του δρόμου, που έμοιαζε σαν να ξεχυνόταν σαν λάβα στην πλατεία Συντάγματος. Εκείνο το απόγευμα, λόγω καύσωνα, δεν περιείχε κανέναν λυρισμό, αλλά πάντα, όμως, υπάρχει ένα ξόρκι -κάτι καθαρά συμβολικό- για να σώσει τη μέρα. Η 21η Ιουνίου είναι αφιερωμένη στην ευρωπαϊκή μουσική και το Public μαζί με το Protagon είχαν διοργανώσει ανοιχτή συζήτηση για το βινύλιο, στην αίθουσα -που κλιματίζεται πλήρως- εκδηλώσεων του Public. Μουσική, λοιπόν, με βινύλιο, συνδυασμός δροσιστικός, σαν χυμός με παγάκια.
Εάν, όμως, έπρεπε να κουβαλήσουμε τους δίσκους μας, με τόση ζέστη, κανένας μας δεν θα ερχόταν. Τα όμορφα βινύλια (καθόλου) όμορφα αλλοιώνονται από το πυρωμένο μπετόν, άλλωστε στο πάνελ υπήρχαν συλλέκτες δίσκων, με μικρούς θησαυρούς στα σπίτια τους.
Δίπλα μου ήταν ο Μιχάλης (267) Τσαουσόπουλος-ραδιοφωνικός παραγωγός, από τα δεξιά μου ο Γιώργος (G Poly) Πολυχρονίου-ραδιοφωνικός παραγωγός, που διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές δίσκων στην Ελλάδα. Ακολουθούσαν ο Χρήστος Χατζηστάμου-ηχολήπτης και δημιουργός του Athens Mastering Studio, έχοντας κάνει χιλιάδες remastering, ο Αργύρης Ζήλος-μουσικοκριτικός και δημοσιογράφος, ο Μάκης Μηλάτος-συντάκτης, ακούει και συλλέγει δίσκους από το 1974 και ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος-εμπορικός διευθυντής τού Public.
Με δυο λόγια, άνθρωποι που επί πολλά χρόνια πέρασαν πολλοί δίσκοι από τα χέρια τους, για διαφορετικούς λόγους, όπου ο καθένας έχει φτιάξει την πορεία του και κουβαλά τις ιστορίες του, που δεν αποτυπώνονται σε λίγες γραμμές. Βρεθήκαμε εκεί, σε εκείνο το τραπέζι, για να μιλήσουμε για το βινύλιο, άνθρωποι που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αφήσαμε δαχτυλιές, τα δικά μας αποτυπώματα πάνω σε δίσκους, που τους αγαπήσαμε, ζήσαμε μαζί τους, τους κουβαλήσαμε και προσέξαμε να μην πάθουν τίποτα. Οπως, άλλωστε, και οι αναγνώστες, οι ακροατές που απάρτισαν το κοινό που γέμισε την αίθουσα – χωρίς καμία δόση υπερβολής. Μέσα σε τέσσερις καλοδιακοσμημένους -με βινύλια, φυσικά- τοίχους, χωρέσαμε άνθρωποι κάθε ηλικίας που μεγαλώσαμε(;) με τους δίσκους, χαρήκαμε μαζί τους και, ακόμα και σήμερα, η σχέση μας είναι κλασική: ποτέ δεν γράψαμε «βινίλιο» με γιώτα, αλλά με ύψιλον, η κλασική αξία δεν μπορεί να φιλτραριστεί μέσα από καμία γραμματική απλοποίηση.
Απλοποιημένα, υπό την έννοια της περίληψης, κατεβάζω τον βραχίονα του πικάπ για να μάθετε τι ειπώθηκε εκείνο το βράδυ της Τρίτης, που η ζέστη έπαιζε στα πρώτα θέματα των δελτίων ειδήσεων, η άσφαλτος έλιωνε κ.λπ. Ολοι όσοι καθίσαμε στο πάνελ, συμφωνήσαμε σε ένα γεγονός: μπορεί να βλέπουμε ότι υπάρχει μια επιστροφή στο βινύλιο, αλλά αυτό δεν θα μπορέσει, πια, να υποκαταστήσει τις άλλες πηγές ήχου, τις σύγχρονες. Ναι, όπως ακούστηκε, σίγουρα οι πωλήσεις των δίσκων έχουν παρουσιάσει αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι δισκογραφικές εταιρίες βάζουν στα ταμεία τους χρήματα εκτυπωμένα με βινύλιο, αλλά η επιστροφή στους δίσκους είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από την όποια μόδα έρχεται και παρέρχεται. Εχει να κάνει με την ψυχή τού στρογγυλού -σκαλισμένου με αυλακιές- τοτέμ της μουσικής. Πιθανώς να δίνεις ένα ευτελές ποσό, μηνιαίως, και να έχεις -μέσω μιας υπηρεσίας ψηφιακής μουσικής- πρόσβαση σε εκατομμύρια τραγούδια. Και τότε, ποιος έχει τη μεγαλύτερη δισκοθήκη, με τον λιγότερο δυνατό χώρο μέσα στο σπίτι του;
Αλλά αυτό είναι όπως το σινεμά. Αν σου αρέσει μια ταινία και θέλεις να τη δεις, έχει άλλο νόημα να σηκώνεσαι από την καρέκλα τού υπολογιστή σου ή τον καναπέ σου και να πηγαίνεις να τη δεις στο σινεμά. Διαθέτει μαγεία το να σου αρέσει μια δισκογραφική δουλειά ή, έστω, μόνο ένα τραγούδι από εκεί και να πηγαίνεις στο δισκοπωλείο να αγοράσεις τον δίσκο, να τον έχεις στα χέρια σου, να αφαιρείς με τελετουργία το νάιλον περίβλημά του, να τον τοποθετείς στο πικάπ και αυτό το «χρατς-χρουτς», από τη βελόνα πάνω στην επιφάνειά του, να σκορπά αληθινό ήχο στον χώρο σου.
Ναι, το βινύλιο επανακάμπτει ως μόδα, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με το να έχεις το νέο μοντέλο smartphone. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές συνθήκες ποιότητας. Στη μία περίπτωση υπάρχει εξυπνάδα. Στο βινύλιο υπάρχει περίσσευμα ψυχής. Ο ήχος του είναι φυσικός, με όλες τις ατέλειές του που σου θυμίζουν ότι είναι ανθρώπινο προϊόν, που στις χαρακιές του κρύβει μια ιστορία, δεν έχει ψυχρό τσιπ, μια παγωμένη πλακέτα. Οσοι βρεθήκαμε το βράδυ της Τρίτης σε αυτή την εκδήλωση μιλήσαμε για την αιώνια τρέλα που ελλοχεύει στην απόκτηση του βινυλίου, όπου κανένα ανάκλιντρο ψυχολόγου δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεδιαλύνει, γιατρέ μου. Το ότι υπάρχει επιστροφή στους δίσκους αποτελεί ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο που σχετίζεται με την πρόστυχη εποχή του μνημονίου που ζούμε στο πετσί μας: γυρίζουμε στο βινύλιο επειδή, υποσυνείδητα, θέλουμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, σε αλλοτινές εποχές, παλαιότερες, όπου όλα ήταν καλύτερα – βασικά, οι ζωές μας. Στις στιγμές, δηλαδή, που φέρουν ατόφια νοσταλγία, που φέρνουν στο μυαλό ιστορίες που γράφτηκαν με την κεφαλή ενός πικάπ. Και αυτό, καμία ποπ κουλτούρα δεν μπορεί να το κυοφορήσει, καμία νέα κυκλοφορία -σε μορφή που δεν είναι βινύλιο- δεν μπορεί να δημιουργήσει, σε μια νέα αρχή. Και όποια νέα μέσα αποθήκευσης της μουσικής κι αν εφευρεθούν, κανένα δεν θα μπορεί να θέλει_σκούπισμα_με_πανάκι_και_με_τη_δέουσα_προσοχή.
Τα βινύλια, που σε κάποιους κατέστρεψαν τις μέσες μας να τα κουβαλάμε, δεν επανήλθαν στη μόδα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έφυγαν ποτέ, η αγάπη για τους δίσκους ούτε παλιώνει ποτέ ούτε μπαίνει σε νεωτερισμούς. Οσοι ακούμε βινύλια δεν είμαστε αναγκαστικά χίπστερς που αύριο μπορεί να μας αρέσει κάτι άλλο και να το κάνουμε «το νέο τρεντ στην πόλη». Οι λάτρεις των δίσκων δεν ασχολούμαστε με τις πωλήσεις και με τη μαζικότητα. Τα έχουμε παντρευτεί τα βινύλια και ας τους κάνουμε, ενίοτε, απιστίες με κάποιο (ψηφιακό) παράγωγό τους. Οι αναλογικοί δεσμοί αίματος δεν κόβονται, είπαμε – και σηκωθήκαμε από το τραπέζι της συγκέντρωσης, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για μια επόμενη βραδιά βινυλίου, χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και φύγαμε. Πίσω μας έμειναν τα βινύλια και οι ιστορίες που έχουν γράψει – όλες διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και με τραγικές ομοιότητες.
Στο ασανσέρ, μια κυρία μου είπε «Τα είπες πολύ ωραία, μπράβο, Στέλιο!», ενώ μια άλλη -και οι δύο βρέθηκαν στην παραπάνω συγκέντρωση μόνο τα τελευταία δύο λεπτά- είπε στον Τσαουσόπουλο: «Μου άρεσε η σκέψη σας, δεν σας ξέρω, πώς είναι το όνομά σας;».
Αλλά, είπαμε, ήταν από εκείνες τις ημέρες που η ζέστη έπαιζε στα πρώτα θέματα των δελτίων ειδήσεων, που η άσφαλτος έλιωνε, και τα λάστιχα των αυτοκινήτων κολλούσαν πάνω στην πίσσα του δρόμου σαν τραγούδι από βινύλιο που μένει για πάντα στο μυαλό σου, σαν να «κολλάει» η βελόνα του πικάπ…