Στην Ειδομένη κάθε λεπτό που περνάει τις τελευταίες ημέρες, από τότε που σφραγίστηκαν τα σύνορα εγκλωβίζοντας χιλιάδες βασανισμένους ανθρώπους σε αυτή την εσχατιά, είναι αδιανόητο. Μετράει τις αντοχές του ανθρώπινου, τις αρχές της ηθικής, τις αξίες του πολιτισμού μας και τις βρίσκει πολύ λίγες στη ζυγαριά. Ανθρωποι και βούρκος ενοποιούνται σε ένα ακατανόητο συνεχές ανυπαρξίας και απαξίωσης. Η χθεσινή μέρα ήταν ακόμα περισσότερο αδιανόητη. Ξεπέρασε ότι είχαμε ζήσει. Γύρω στις 12 το πρωί της Δευτέρας έσκασε η πρώτη ηλιαχτίδα έπειτα από ένα 48ωρο ασταμάτητης δαιμονισμένης βροχής που έκανε αβίωτη την καθημερινότητα στον μεγαλύτερο προσφυγικό καταυλισμό της Ευρώπης. Στη λασπωμένη Ειδομένη άρχισε ένα ζωηρό και περίεργο σούσουρο. Γρήγορο πακετάρισμα -δεν είχαν απομείνει και πολλά εξάλλου από την προ πολλού χαμένη κανονικότητα τους- ένας μπόγος με ρούχα, sleeping bag και ένα ζευγάρι παπούτσια που δεν λένε να στεγνώσουν.
Μια ομάδα ανθρώπων με βήμα αποφασιστικότητας και βλέμμα στραμμένο στον ουρανό ξεκίνησε μια απελπισμένη έξοδο. Ενα μπεργκμανικό καραβάνι θέλησης και απόγνωσης μαζί. Τους ακολούθησαν κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Για δύο ώρες περίπου 2.000 πρόσφυγες περπατούσαν σε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι μέσα από το βουνό. Παιδιά με πληγωμένα πόδια, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά, άνθρωποι με αναπηρία… όλοι μαζί διέσχιζαν μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων μες στο κρύο χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, ταλαιπωρημένοι αλλά απολύτως αποφασισμένοι.
Ηταν η αποφασιστικότητα αυτού που δεν έχει τίποτα να χάσει. Οι πιο αδύναμοι αγκομαχούσαν στη διαδρομή, λαχάνιαζαν, κουράζονταν, μπορεί να ξαπόσταιναν λίγο και συνέχιζαν.
Τις προηγούμενες μέρες είχα γνωρίσει μια γυναίκα από τη Συρία στον καταυλισμό τη στιγμή που επέστρεφε από το νοσοκομείο του Κιλκίς με το νεογέννητο κοριτσάκι της. Την ξαναβρήκα στο βουνό. Είχε τυλίξει με μια κουβέρτα το μωρό της, ίσα ισα που ξεπρόβαλαν τα μάτια του, ανέκφραστα και τυχερά μες στην ατυχία τους, αφού δεν μπορούσαν να επεξεργαστούν ακόμα τη δυστυχία που τα περιέβαλλε. Της είπα ότι ήταν επικίνδυνη αυτή η προσπάθεια. Μου απάντησε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή γι’ αυτήν, έπρεπε να φτάσει στη Γερμανία στον πατέρα της και να μεγαλώσει το παιδί της. Οτι δε μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί της στις λάσπες και το κρύο της Ειδομένης, ότι είχαν τελειώσει τα λεφτά τους, ότι έπρεπε να φτάσουν κάπου που θα βρουν δουλειά και ασφάλεια και στην Ελλάδα ήξεραν ότι αυτό δε γινόταν.
Στο Χαμηλό, το τελευταίο χωριό πριν τα σύνορα κάποιες γυναίκες βγήκαν και τους μοίραζαν νερό. Ακουγαν τα μωρά που έκλαιγαν και βούρκωναν κι αυτές, βλαστημούσαν πότε την Ευρώπη , πότε το ελληνικό κράτος, όλους όσους ώθησαν αυτούς τους ανθρώπους σε έναν σάλτο απελπισίας. Και μετά το ποτάμι. Εκεί που εκτυλίχθηκαν ντροπιαστικές σκηνές για τον δυτικό πολιτισμό. Πιασμένοι χέρι χέρι, με σχοινιά, με τα μωρά στους ώμους να ουρλιάζουν, με τα αναπηρικά καρότσια ψηλά, με τα φοβισμένα πρόσωπα των μανάδων, με τους γέρους να γλιστράνε και να τους ξανασηκώνουν περνούσαν τον παγωμένο και φουσκωμένο παραπόταμο του Αξιού και μετά έτρεχαν.
Μουσκεμένοι ξανά, έτρεχαν γρήγορα προς το σημείο που συμβολοποιούσε στο μυαλό τους την ελευθερία, σε εκείνο το σημείο που τελείωνε ο φράχτης. Οσοι φωτογράφοι, δημοσιογράφοι και εθελοντές πέρασαν μαζί τους τα σύνορα είδαν το στρατό της FYROM να τους περικυκλώνει με παρατεταγμένα όπλα. Για κάμποση ώρα χάσαμε τα ίχνη τους. Μάθαμε ότι τους συνέλαβαν όλους (ανάμεσα τους και ο συνεργάτης μας Αλέξανδρος Κατσής). Ειδοποιήσαμε τις Ενώσεις μας και όλους τους αρμόδιους φορείς.
Ο ήλιος έπεσε, το κρύο έγινε ακόμα πιο τσουχτερό και το βουνό ακόμα πιο επικίνδυνο. Οι πρόσφυγες εξακολουθούσαν να περνάνε το ποτάμι και να τρέχουν. Από τη στιγμή που συνελήφθησαν οι συνάδελφοι μας, δεν γνωρίζαμε τι γινόταν απέναντι. Συγκεχυμένες πληροφορίες ότι θα τους οδηγούσαν σε κάποιο κέντρο κράτησης για να τους επιστρέψουν στην Ελλάδα. Δυο ασυνόδευτα ανήλικα δεν κατάφεραν να περάσουν το ποτάμι. Ηρθαν και τα παρέλαβαν οι ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον καταυλισμό. Το Χαμηλό άστραφτε από τα φώτα των τηλεοπτικών συνεργείων. Οι κάτοικοι σαστισμένοι από το πρωτόγνωρο δράμα και τα φλας.
Πίσω στην Ειδομένη η ζωή κυλούσε με την ίδια βασανιστική μονοτονία. Ουρές και λάσπες. Αργά το βράδυ φτάσαμε στο συνοριακό σταθμό των Ευζώνων να παραλάβουμε τους πρώτους συναδέλφους μας που αφέθηκαν ελεύθεροι, αφού πλήρωσαν τα πρόστιμα τους των 260 ευρώ και με ένα χαρτί στο χέρι που τους καλούσε να εγκαταλείψουν τη FYROM μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο και τους απαγόρευε να εισέλθουν στη χώρα για ένα εξάμηνο. Ξέραμε ότι από ένα παρόμοιο πέρασμα θα επιχειρούσαν σε λίγες ώρες ή μέρες να επαναπροωθήσουν τους πρόσφυγες που τόλμησαν να σκεφτούν ότι δικαιούνται διεθνή προστασία, από τη στιγμή που οι χώρες τους και οι ζωές τους κατέρρευσαν από τον πόλεμο.
Οι πρώτες πληροφορίες από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα λένε ότι οι πρώτοι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν αργά χθες το βράδυ με στρατιωτικά φορτηγά στο ελληνικό έδαφος.
Το επόμενο πρωινό κάποιοι ξεκίνησαν ξανά για το ποτάμι. Δεν ξέρω αν είναι το φυλλάδιο με τους χάρτες και τις υποσχέσεις που τους μοίρασαν άγνωστοι ή οι διακινητές που δρουν ανεξέλεγκτα και τους τάζουν καινούργια περάσματα με το αζημίωτο. Πολύ περισσότερο από αυτά η Εξοδος της Ειδομένης είναι μια κραυγή στον ασάλευτο ύπνο της Ευρώπης, η κραυγή των ανθρώπων που θέλουν να ξαναριζώσουν, να ξαναβρούν ένα σπίτι.