Τουρίστες στην Ακρόπολη | George Vitsaras / SOOC
Επικαιρότητα

Μια φορά στην Ελλάδα είναι αρκετή;

Το ελληνικό τουριστικό προϊόν υπερτερεί άλλων στη Νότια Ευρώπη, αλλά όχι αρκετά στην επιθυμία για να ξανάρθουν οι ταξιδιώτες, δείχνει μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ
Χριστίνα Πουτέτση

Λένε πώς στα μάτια των άλλων μπορείς να δεις τον εαυτό σου.

Ποια είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εμπειρία των ταξιδιωτών στην Ελλάδα;

Με βάση λοιπόν τους ταξιδιώτες ο ανθρώπινος παράγοντας είναι αυτός που διακρίνεται ως κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της εμπειρίας τους στην Ελλάδα. Ο φιλόξενος χαρακτήρας και η φιλικότητα των κατοίκων, η διαμονή, η αίσθηση ασφάλειας, η γαστρονομία και η ομορφιά των τοπίων, αποτελούν τα κορυφαία πέντε κριτήρια ικανοποίησης των τουριστών στη Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία και Κροατία).

Και στα πέντε αυτά κριτήρια η Ελλάδα υπερτερεί του ανταγωνισμού και προσφέρει πολύ υψηλή ικανοποίηση.

Για τους ίδιους ταξιδιώτες, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε άλλα υλικά και άυλα στοιχεία και διαστάσεις της εμπειρίας, όπως είναι η καθαριότητα των προορισμών, η πληροφόρηση, η άναρχη πολεοδομία, η ευκολία πρόσβασης στα αεροδρόμια (Μέσα Μαζικής Μεταφοράς), οι οδικές υποδομές και η προσφερόμενη εμπειρία στους αρχαιολογικούς χώρους.

Πώς αποτιμώνται όλα αυτά; Στο ό,τι μια φορά στην Ελλάδα είναι αρκετή.

Παρά την υψηλή βαθμολογία της χώρας, ως προς την ικανοποίηση των επισκεπτών και τη σχέση ποιότητας – τιμής, η Ελλάδα μειονεκτεί έναντι των ανταγωνιστριών χωρών ως προς τη διάθεση των επισκεπτών να επαναλάβουν το ταξίδι τους. Ενας στους τρεις (ποσοστό 36%) θέλει να ξανάρθει στη χώρα. Στις άλλες χώρες το ποσοστό είναι υψηλότερο (46%).

Τα παραπάνω είναι μερικά συμπεράσματα από τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ «Αξιολόγηση του brand «Ελλάδα» και σύγκριση με τον ανταγωνισμό στη Νότια Ευρώπη βάσει της εμπειρίας των τουριστών», που παρουσιάστηκε την Τετάρτη από τον Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Ηλία Κικίλια και τον Επιστημονικό Διευθυντή Αρη Ικκο.

Η μελέτη εκπονήθηκε από την TCI Research, για λογαριασμό του ΙΝΣΕΤΕ, ακολουθώντας τη μεθοδολογία TRAVELSAT, με την οποία υπολογίζεται ο Δείκτης Ανταγωνιστικότητας των προορισμών βάσει των εμπειριών των τουριστών. Στη μελέτη συμμετείχαν διεθνείς ταξιδιώτες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση στον προορισμό, με 654 συνεντεύξεις για την Ελλάδα (19% Αθήνα, 50% νησιά, 25% Βόρεια Ελλάδα και 6% Πελοπόννησος) και 6.543 για τους ανταγωνιστικούς προορισμούς (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία και Κροατία), από το διάστημα 2015-2017.

Από αριστερά, η Διευθύντρια Επικοινωνίας του ΣΕΤΕ Μαρία Γάτσου, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ Ηλίας Κικίλιας και ο Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Αρης Ικκος

Σύμφωνα με τη μελέτη, στα πλεονεκτήματα της χώρας περιλαμβάνονται:

Η φιλικότητα των κατοίκων και οι πολύ θετικές επιδόσεις στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών από το ανθρώπινο δυναμικό στα καταλύματα, στα καταστήματα εστίασης, στα μουσεία, στις δημόσιες μεταφορές, αλλά και η αίσθηση ασφάλειας και η καλή σχέση ποιότητας – τιμής.

Τα υψηλά επίπεδα ικανοποίησης σχετικά με τη διαμονή και την ποιότητα του φαγητού επίσης, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας των επισκεπτών. Παράλληλα, ανάμεσα στους τουρίστες που αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη γαστρονομία (foodies), η χώρα προσφέρει ιδιαίτερα ανταγωνιστικές εμπειρίες τόσο σε επίπεδο ποικιλίας και επιλογής φαγητού, όσο και στους περισσότερους άλλους παράγοντες που ενδιαφέρουν αυτούς τους επισκέπτες, όπως η ψυχαγωγία, η μετακίνηση, η αίσθηση ασφάλειας κ.α.

Εξαιρετική είναι και η εμπειρία στις παραλίες, με εξαίρεση την καθαριότητα, όπου η χώρα υστερεί σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού.

Σε αποδεκτά επίπεδα είναι και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, λίγο υψηλότερα από τον ανταγωνισμό και ιδιαίτερα ως προς τις τιμές.

Από την άλλη, τα στοιχεία στα οποία η Ελλάδα μειονεκτεί, συνδέονται κυρίως με τη λειτουργία προορισμών. Δηλαδή, με την καθαριότητα, την πληροφόρηση, την άναρχη πολεοδομία και την ποικιλία δραστηριοτήτων.

Πιο αναλυτικά:

Η χώρα υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών σε ζητήματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, την άναρχη πολεοδομία και την ευκολία περιήγησης, τις οδικές υποδομές και τη σηματοδότηση στους τουριστικούς προορισμούς.

Σε ό,τι αφορά τους πολιτιστικούς πόρους, βαθμολογείται θετικά στο κλασικό προϊόν (ιστορικά μνημεία, αξιοθέατα, κλπ.), όμως καταγράφεται η αναγκαιότητα για ανάπτυξη μιας ευρύτερης ποικιλομορφίας (σε επίπεδο προϊόντος, όχι πόρων), π.χ. Βυζαντινός, νεότερος και σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός.

Αλλά και η αναβάθμιση της παρουσίασης των πολιτιστικών πόρων, με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους για τον επισκέπτη (story telling) πέρα από τη βασική τεκμηρίωση που προσφέρεται.

Αρνητική είναι και η εικόνα για άλλους παράγοντες, εξίσου σημαντικούς για τους τουρίστες με ενδιαφέρον στον πολιτισμό, όπως η κατάσταση και η καθαριότητα εντός και εκτός των αρχαιολογικών χώρων, η εικόνα των πόλεων, αλλά και το φάσμα αγοραστικών επιλογών (shopping), οι επιλογές για ψυχαγωγικές δραστηριότητες κλπ.

Η χώρα φαίνεται να μειονεκτεί σημαντικά και στην παροχή επαρκούς πληροφόρησης, τόσο μέσω των κέντρων πληροφόρησης (info-centers) όσο και της ποιότητας των διαθέσιμων εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας (mobile apps). Ενώ, περιορισμένες καταγράφονται οι επιλογές και χαμηλή η σχέση ποιότητας – τιμής ως προς τις αγορές, ειδικά σε «city break» προορισμούς.