H πρόταση της εισαγγελέως στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Αδαμαντίας Οικονόμου (εδώ), για την απαλλαγή ουσιαστικά όλων των κατηγορουμένων στην υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης – πλην Ρουπακιά για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα- προκάλεσε ρίγος.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα, για την εν ψυχρώ δολοφονία δεν υπήρξε εντολή από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής.
Συγκεκριμένα επικαλούμενη στοιχεία της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά και μαρτυρικές καταθέσεις, στην αγόρευσή της η κυρία Οικονόμου είχε πει κατά την αγόρευσή της:
«Δεν ακούστηκαν φράσεις που να δείχνουν ότι δόθηκε εντολή για τη δολοφονία Φύσσα ή ότι ήταν… Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η δολοφονία Φύσσα ήταν προσχεδιασμένη από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Δεν προέκυψε ότι δόθηκε εντολή από αυτή…».
«Αλλωστε ποιο θα ήταν το όφελος για τη Χρυσή Αυγή; Αν πράγματι ήταν προσχεδιασμένη η δολοφονία Φύσσα γιατί την διέπραξαν σε κεντρικό σημείο και όχι κάποιο άλλο βράδυ σε άλλο απόμερο σημείο ώστε το έγκλημα να μην γίνει ορατό;» είχε διερωτηθεί.
Κατά την αγόρευσή της η εισαγγελέας Οικονόμου αναφέρθηκε και στο περιεχόμενο της κατάθεσης του ομότιμου καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκου Αλιβιζάτου, θέλοντας να μειώσει τη βαρύτητα που θα μπορούσε αυτή να έχει ως προς την ουσία της υπόθεσης: ότι επρόκειτο για εγκληματική οργάνωση στη δράση της οποίας συμμετείχαν συνειδητά οι κατηγορούμενοι.
Απαντώντας στην εισαγγελέα, σε άρθρο του (εδώ) στην κυριακάτικη «Καθημερινή», ο καθηγητής Αλιβιζάτος αναλύει για ποιο λόγο είναι λανθασμένη η εκτίμηση της κυρίας Οικονόμου ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι εγκληματική οργάνωση.
«Δεν θα σταθώ στο αν πράγματι ο Λαγός τηλεφώνησε στον Μιχαλολιάκο τη νύχτα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, ούτε στο αν ο Ρουπακιάς ενέργησε ή όχι κατ’ εντολήν του τοπάρχη της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια. Ανήκει στην πολιτική αγωγή να το αποδείξει», τονίζει χαρακτηριστικά. «Εμένα θα με απασχολήσει το ζήτημα αρχής: για τον χαρακτηρισμό μιας οργάνωσης ως εγκληματικής και, κατ’ επέκταση, για την καταδίκη της συμμετοχής σε αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 187 ΠΚ, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα εγκλήματα διαπράχθηκαν κατόπιν άνωθεν εντολής. Αρκεί η απόδειξη της ενεργού και συνειδητής συμμετοχής σε αυτήν των κατηγορουμένων».
«Στη συγκεκριμένη δίκη», σημειώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, «το προέχον δεν είναι αν οι ανωτέρω διέπραξαν οι ίδιοι τις συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, αλλά αν ήσαν μέλη ή όχι της συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης, η οποία όχι μόνο τις εμπνεύσθηκε και τις σχεδίασε, αλλά συστάθηκε, κυριολεκτικά, για να τις διαπράξει. Διότι», όπως εξηγεί, «σε αντίθεση με άλλα ακροδεξιά κινήματα, για τη Χρυσή Αυγή η βία είναι συστατικό στοιχείο της δράσης της» και «χωρίς αυτήν δεν έχει λόγο ύπαρξης».
Ο καθηγητής αναφέρεται στη συνέχεια στα επίσημα κείμενα και τις ομιλίες των στελεχών και προπάντων του αρχηγού της Χρυσής Αυγής, τα οποία όπως υποστηρίζει, «αποτελούν ατράνταχτη ομολογία ότι το κόμμα χρησιμοποιείται ως πρόσχημα. Οτι δηλαδή λειτουργεί ως πέπλο για να συγκαλύψει την αληθινή φύση της οργάνωσης».
«Διερωτάται κανείς ποιο άλλο κόμμα οργανώνει summer camps με αναρριχήσεις ενόπλων και ασκήσεις με πραγματικά πυρά· ποιο άλλο πραγματοποιεί παρελάσεις των μελών και οπαδών του με ομοιόμορφες στολές και βηματισμό χήνας; Κοντολογίς, η Χρυσή Αυγή είναι “οργάνωση” με τη στενή έννοια του όρου, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η στρατιωτική δομή και πειθαρχία», υπογραμμίζει στο άρθρο του ο Νίκος Αλιβιζάτος και καταλήγει αναφορικά με την πρόταση της εισαγγελέως:
«Με τη δίκη αυτή η ελληνική δικαιοσύνη καταξιώθηκε στα μάτια και των πιο κυνικών και των πιο αδιάφορων. Θα ήταν κρίμα η εντύπωση αυτή να διαλυθεί, αν γινόταν δεκτή μια τόσο εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου».
Αναλυτικά το άρθρο-απάντηση του καθηγητή Αλιβιζάτου στην εισαγγελέα της δίκης της ΧΑ έχει ως εξής:
Στις 18 Δεκεμβρίου, η κ. Αδαμαντία Οικονόμου, εισαγγελέας στη δίκη της Χρυσής Αυγής, πρότεινε την απαλλαγή του Ν. Μιχαλολιάκου, αρχηγού της οργάνωσης, καθώς και όλων των άλλων κατηγορουμένων πλην του Γ. Ρουπακιά, φυσικού αυτουργού της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Και τούτο με το σκεπτικό ότι τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κατηγορία δεν ήταν απόρροια κεντρικού σχεδιασμού, αλλά «μεμονωμένα». Για την κ. εισαγγελέα, με άλλα λόγια, η Χρυσή Αυγή δεν είναι εγκληματική οργάνωση με την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, αλλά πολιτικό κόμμα, ορισμένοι φίλοι –ή έστω μέλη– του οποίου παρεκτράπηκαν, εν αγνοία, περίπου, της ηγεσίας. Εξ ου και η απαλλακτική πρότασή της. Διότι στη χώρα μας, κατέληξε η κ. εισαγγελέας, «η ιδεολογική τοποθέτηση καθενός είναι ποινικά αδιάφορη».
Δεν συνηθίζεται να σχολιάζονται επιστημονικά, και μάλιστα από τις στήλες εφημερίδων, οι προτάσεις που διατυπώνουν οι εισαγγελείς όσο εκκρεμούν οι σχετικές δίκες. Πολύ λιγότερο από κάποιον που έχει καταθέσει ως μάρτυρας –κατηγορίας εν προκειμένω– στη συγκεκριμένη δίκη. Επειδή, εν τούτοις, η κ. εισαγγελέας αναφέρθηκε διεξοδικά σε μένα και σε όσα κατέθεσα ενώπιον του δικαστηρίου τον Μάιο του 2017, πιστεύω πως δικαιούμαι να αποστώ από τον άγραφο αυτόν κανόνα και να σχολιάσω τα επιχειρήματά της. Πρώτον, διότι είναι, όπως πιστεύω, εσφαλμένα. Δεύτερον, διότι όσα διακυβεύονται στη δίκη της Χρυσής Αυγής είναι τόσο σημαντικά, που δεν συγχωρούνται τέτοια λάθη από τον δημόσιο κατήγορο, δηλαδή από τον εκπρόσωπο του κράτους.
Δεν θα σταθώ στην ευκολία με την οποία η κ. εισαγγελέας δέχθηκε ότι ο ναζιστικός χαιρετισμός είναι απομίμηση του αρχαιοελληνικού. Ούτε στο ότι το εμβατήριο των χιτλερικών SA, που περιλαμβάνει στίχους όπως «μπήξτε τα μαχαίρια στο κορμί των Εβραίων» ή «ρίξτε χειροβομβίδες στα κοινοβούλια» (στίχους τους οποίους τραγουδούσαν εκατοντάδες μελανοχίτωνες κρατώντας αναμμένους δαυλούς), αποτελεί μια ποινικά αδιάφορη παράθεση ενός «ιστορικού κειμένου». Διότι, όσο παράλογο και αν αυτό φαίνεται, οι απόψεις αυτές μπορεί να θεωρηθούν αξιολογήσεις, στις οποίες ένας εισαγγελέας δικαιούται κατ’ αρχήν να προβεί. Εν προκειμένω, εν τούτοις, δεν πρόκειται περί αυτού.
Γιατί, εν προκειμένω, η Χρυσή Αυγή δεν διώκεται για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου ούτε για διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων. Διώκεται για μια σειρά από άλλες, πολύ σοβαρότερες αξιόποινες πράξεις, μεταξύ των οποίων μια ομολογημένη εν ψυχρώ δολοφονία, για πράξεις οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με την ιδεολογία της. Δεν αναφέρομαι τόσο στο ιστορικό προηγούμενο των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου, που προετοίμασαν τη νομότυπη (μέσω εκλογών) άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ στη Γερμανία, το 1933. Γιατί η κ. εισαγγελέας θα μπορούσε να μου αντιτείνει ότι πρόκειται για απλή σύμπτωση. Αναφέρομαι, απεναντίας, στα επίσημα κείμενα και τις ομιλίες των στελεχών και, προπάντων, του αρχηγού της Χρυσής Αυγής, που είναι γνωστές στο πανελλήνιο και προφανώς στο δικαστήριο. Φράσεις όπως «η πατρίδα δεν σώζεται με εκλογές» (2.8.2011), 100.000 αποφασισμένοι στην Αθήνα «μπορούν να πάρουν την εξουσία […] περπατώντας», «θα μπούμε στη Βουλή για να τη διαλύσουμε, αν θέλει ο Θεός» και άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός, αποτελούν ατράνταχτη ομολογία ότι το κόμμα χρησιμοποιείται ως πρόσχημα. Οτι δηλαδή λειτουργεί ως πέπλο για να συγκαλύψει την αληθινή φύση της οργάνωσης. Αλλωστε, ούτε ο ίδιος ο αρχηγός το έκρυψε: όπως είπε, η Χρυσή Αυγή είναι κόμμα μόνο «με τη νομική έννοια του όρου. Κατά τα άλλα, είναι εναντίον των κομμάτων και αγωνίζεται για την κατάργηση των κομμάτων» (28.7.2011).
Από την άλλη, ούτε έχουμε να κάνουμε με κάποιους γραφικούς νοσταλγούς του ναζισμού και των συμβόλων του, που πήραν ξαφνικά τους δρόμους και τα βουνά για να διακηρύξουν τα πιστεύω τους. Εχουμε να κάνουμε με «ομάδα», και μάλιστα «δομημένη» και «με διαρκή δράση», η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 187 ΠΚ, «επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων». Ασφαλώς, η κ. εισαγγελέας θα μπορούσε στο σημείο αυτό να αντιτείνει ότι για τον χαρακτηρισμό της «ομάδας» αυτής ως «οργάνωσης» (και μάλιστα «εγκληματικής») δεν αρκεί ότι έχει αρχηγό, κεντρική διοίκηση, τοπικά γραφεία και μέλη. Κάθε κόμμα έχει από αυτά. Εν τούτοις, διερωτάται κανείς ποιο άλλο κόμμα οργανώνει summer camps με αναρριχήσεις ενόπλων και ασκήσεις με πραγματικά πυρά· ποιο άλλο πραγματοποιεί παρελάσεις των μελών και οπαδών του με ομοιόμορφες στολές και βηματισμό χήνας; Κοντολογίς, η Χρυσή Αυγή είναι «οργάνωση» με τη στενή έννοια του όρου, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η στρατιωτική δομή και πειθαρχία. Εκατοντάδες περιστατικά –όπως, μεταξύ άλλων, το περίφημο «εγέρθητι»– δεν αφήνουν γι’ αυτό την παραμικρή αμφιβολία.
Προφανώς, το ότι πρόκειται για «οργάνωση» και όχι για συνονθύλευμα κάποιων φανατικών, ούτε η κ. εισαγγελέας μπορεί να το αρνηθεί. Ισχυρίζεται, εν τούτοις, ότι η οργάνωση αυτή δεν είναι «εγκληματική», αφού δεν υπάρχουν τάχα επαρκείς αποδείξεις ότι για καθεμιά από τις εγκληματικές πράξεις για τις οποίες τα μέλη της κατηγορούνται, δόθηκε «άνωθεν» σχετική εντολή. Στο σημείο ακριβώς αυτό εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, το μείζον σφάλμα της κ. εισαγγελέως.
Δεν θα σταθώ στο αν πράγματι ο Λαγός τηλεφώνησε στον Μιχαλολιάκο τη νύχτα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, ούτε στον αν ο Ρουπακιάς ενέργησε ή όχι κατ’ εντολήν του τοπάρχη της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια. Ανήκει στην πολιτική αγωγή να το αποδείξει. Εμένα θα με απασχολήσει το ζήτημα αρχής: για τον χαρακτηρισμό μιας οργάνωσης ως εγκληματικής και, κατ’ επέκταση, για την καταδίκη της συμμετοχής σε αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 187 ΠΚ, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα εγκλήματα διαπράχθηκαν κατόπιν άνωθεν εντολής. Αρκεί η απόδειξη της ενεργού και συνειδητής συμμετοχής σε αυτήν των κατηγορουμένων.
Αναφερόμενη στη μαρτυρική κατάθεσή μου, η κ. εισαγγελέας αγνόησε επιδεικτικά τα ανωτέρω, που αποτελούν και τη ratio του άρθρου 187. Μου προσήψε μάλιστα ότι, επειδή δεν έχω άμεση γνώση των γεγονότων –κάτι που δεν αρνήθηκα–, όσα είπα για την ιδεολογία και τη δομή της Χρυσής Αυγής ήταν περίπου λόγια του αέρα.
Εν τούτοις, στη συγκεκριμένη δίκη, το προέχον δεν είναι αν οι ανωτέρω διέπραξαν οι ίδιοι τις συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, αλλά αν ήσαν μέλη ή όχι της συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης, η οποία όχι μόνο τις εμπνεύσθηκε και τις σχεδίασε, αλλά συστάθηκε, κυριολεκτικά, για να τις διαπράξει. Διότι, σε αντίθεση με άλλα ακροδεξιά κινήματα, για τη Χρυσή Αυγή η βία είναι συστατικό στοιχείο της δράσης της. Χωρίς αυτήν δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Συμπεραίνω: Στη συγκεκριμένη δίκη, για την ενοχή των κατηγορουμένων αρκεί να αποδειχθεί ότι ήταν μέλη της Χρυσής Αυγής. Αυτό προβλέπει το άρθρο 187 ΠΚ από το 2001. Τότε, χάρη κυρίως στο θάρρος του υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου, ξεπεράστηκαν οι επιφυλάξεις που είχε προπάντων διατυπώσει η Αριστερά και ψηφίστηκε ο ν. 2928/2001. Βάσει του νόμου αυτού δικάστηκε και καταδικάστηκε λίγο αργότερα και η 17Ν. Βασική καινοτομία του ήταν η διάκριση εγκληματικής οργάνωσης και (απλής) συμμορίας. Οπως έχει δεχθεί και ο Αρειος Πάγος, το στοιχείο που διαφοροποιεί την πρώτη από τη δεύτερη είναι «ο πραγματοπαγής χαρακτήρας της» (ΑΠ 973/2015). Είναι, όπως παρατηρεί ο συνάδελφος καθηγητής Αρ. Χαραλαμπάκης, η συγκρότησή της από μέλη που «αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ή αυτοτελείς ρόλους […] με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους […], ανεξαρτήτως της γνώσης εκάστου για τα συγκεκριμένα καθήκοντα των άλλων […]».
Η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2015. Εκτοτε, στις 450 και πλέον συνεδριάσεις του δικαστηρίου, η μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στους εμπλεκομένους έδειξε ότι η χώρα μας είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη, ακόμη και τις δυσκολότερες περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς, με απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου.
Με τη δίκη αυτή, η ελληνική δικαιοσύνη καταξιώθηκε στα μάτια και των πιο κυνικών και των πιο αδιάφορων. Θα ήταν κρίμα η εντύπωση αυτή να διαλυθεί, αν γινόταν δεκτή μια τόσο εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου.