Την αρχή έκανε ο Ρούπερτ Μέρντοκ, που έλαβε εγκαίρως αποστάσεις από τον Ντόναλντ Τραμπ, στη σκιά των υποτονικών αποτελεσμάτων, αν όχι της αποτυχίας, των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές: τα μέσα ενημέρωσης του αυστραλοαμερικανού μεγιστάνα πρώτα επέκριναν ανοιχτά τον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ για τον υπονομευτικό ρόλο του στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου και τώρα έφτασαν στο σημείο ακόμα και να χλευάσουν την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για τις προεδρικές εκλογές του 2024 – «κάτοικος Φλόριντα έκανε ανακοίνωση», έγραψε η λαϊκή New York Post, σχολιάζοντας την ομιλία με την οποία ο Τραμπ εκδήλωσε την περασμένη Τρίτη από το Μαρ-α-Λάγκο την πρόθεσή του να είναι εκ νέου υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ.
Αλλά δεν είναι μόνο ο Μέρντοκ που διαφωνεί με την επιμονή του Τραμπ να επιβληθεί εκ νέου στην κεντρική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ –δεν πέρασε ασχολίαστο το γεγονός ότι το Fox News διέκοψε την απευθείας μετάδοση της ομιλίας του τέως προέδρου προτού αυτός τελειώσει τα λόγια του.
Αναλυτές επεσήμαναν ότι στην ομιλία που εκφώνησε ο τέως πρόεδρος στην έπαυλή του, ήταν μεν δίπλα του η μέχρι πρότινος «εξαφανισμένη» Μελάνια Τραμπ, αλλά δεν παρευρέθηκε ούτε ένας βουλευτής, γερουσιαστής ή κυβερνήτης. Για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα για τον 76χρονο επιχειρηματία-πολιτικό, η θυγατέρα του, Ιβάνκα, η οποία είχε καίριο ρόλο, μαζί με τον σύζυγό της Τζάρεντ Κούσνερ, στην τετραετία της παραμονής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ανακοίνωσε ότι δεν σκοπεύει να στηρίξει μια νέα απόπειρα του πατέρα της για την προεδρία.
«Αγαπώ τον πατέρα μου πάρα πολύ. Αλλά αυτήν την περίοδο επιλέγω να δώσω προτεραιότητα στα παιδιά μου και στην ιδιωτική ζωή που δημιουργούμε ως οικογένεια. Δεν σχεδιάζω να εμπλακώ στην πολιτική», ανέφερε η Ιβάνκα.
Αυτό το αρνητικό για τον Τραμπ κλίμα ήρθαν να επισφραγίσουν οι μεγάλοι χρηματοδότες-δωρητές, τα λεφτά των οποίων χρειάζεται κάθε υποψήφιος για να εκλεγεί στις ΗΠΑ, ακόμα και ένας πλούσιος τύπος σαν τον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Μολονότι διάφοροι υπερσυντηρητικοί φανατικοί συνωμοσιολόγοι αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος θεωρούν τον Τραμπ μοναδικό σημείο αναφοράς της παράταξης –και, βεβαίως, φωτισμένο ηγέτη μιας Αμερικής που έχουν μόνο αυτοί στο μυαλό τους– και απαιτούν να οριστεί «αυτοδίκαια» προεδρικός υποψήφιος για το 2024, πολλοί γνωστοί υποστηρικτές του τέως προέδρου έχουν αρχίσει να αποστασιοποιούνται.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του Στίβεν Σουάρτσμαν, διευθυντή του επενδυτικού κολοσσού Blackstone και ανθρώπου με υψηλές διασυνδέσεις στη Γουόλ Στριτ. Ο Σουάρτσμαν, ο οποίος στις ενδιάμεσες εκλογές δαπάνησε 35 εκατ. δολάρια για να στηρίξει υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, δήλωσε μετά την ομιλία του Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο ότι οι ηγέτες «πρέπει να αναφέρονται στο σήμερα και στο αύριο, όχι στο χθες».
«Είναι καιρός για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να στραφεί σε μια νέα γενιά ηγετών και σκοπεύω να στηρίξω έναν από αυτούς στις προκριματικές εκλογές» προσέθεσε ο Σουάρτσμαν, όπως επεσήμανε και η βρετανική Telegraph. Ηδη ο τέως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, 58 ετών, έχει εκφράσει την πρόθεσή του να διεκδικήσει το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, ενώ πολλοί στοιχηματίζουν στον Ρον ΝτεΣάντις, τον 44χρονο κυβερνήτη της Φλόριντα και ανερχόμενο αστέρα της αμερικανικής Δεξιάς.
Τα σχόλια του Σουάρτσμαν, ακολούθησαν αυτά ενός άλλου δισεκατομμυριούχου των αγορών και «μέγα δωρητή» των προηγούμενων εκστρατειών του Τραμπ: ο Κεν Γκρίφιν, ο οποίος έδωσε 68 εκατ. δολάρια σε υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές, είπε ότι είναι καιρός «να ξεπεράσουμε» τον Τραμπ, περιγράφοντάς τον ως πρόβλημα της παράταξης και «loser».
Ο Τραμπ έχει ήδη συγκεντρώσει 100 εκατ. δολάρια στο πλαίσιο της καμπάνιας Save America, όμως τώρα που έχει επίσημα καταθέσει την υποψηφιότητά του για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, οι κανονισμοί για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας του θα θέσουν περιορισμούς στο αν και πώς μπορούν αυτά τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν.
Αλλοι αναλυτές εξάλλου θεωρούν ότι ο Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για να επαναφέρει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του αλλά και για να αντιμετωπίζει από θέση μεγαλύτερης ισχύος τις έρευνες που διεξάγει εις βάρος του η Δικαιοσύνη –με επίκεντρο τον ρόλο του στα αιματηρά γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον, αλλά όχι μόνο.
«Το βασικό πρόβλημα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι ότι ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, ούτε καν για το αν θα εκλεγεί ξανά πρόεδρος. Πρέπει να είναι υποψήφιος για να μείνει έξω από τη φυλακή», παρατήρησε στην ανάλυσή του στον βρετανικό Guardian, ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Κας Μαντ. «Είναι αντιμέτωπος με ομοβροντία υποθέσεων, για πλημμελή φύλαξη απόρρητων εγγράφων, υποκίνηση εξέγερσης και φορολογικές απάτες. Χρειάζεται πολλά χρήματα και πολιτική κάλυψη», προσέθεσε.
Ενα άλλο πρόβλημα για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι ότι μια επάνοδος του Τραμπ θα προσφέρει στους Δημοκρατικούς ευκαιρίες να διχάσουν το αντίπαλο στρατόπεδο και να επικρατήσουν το 2024. Αν ο Τραμπ καταφέρει να πάρει το χρίσμα και μαζί του την κομματική βάση, η υποψηφιότητά του θα συσπειρώσει το Δημοκρατικό Κόμμα και θα κινητοποιήσει ψηφοφόρους που όπως αποδείχτηκε έκριναν τις εκλογές τόσο το 2020 όσο και το 2022.
Στην αντίθετη περίπτωση που οι Ρεπουμπλικανοί επιλέξουν κάποιον άλλο ως υποψήφιο πρόεδρο για το 2024, ο ο Τραμπ είναι ικανός να συμμετάσχει ως ανεξάρτητος υποψήφιος, κάτι που θα οδηγήσει στη νίκη όποιου κατεβάσει το Δημοκρατικό Κόμμα υποψήφιο.
Σε άρθρο του στην Washington Post, ο Γκάρι Αμπερνάτι έγραψε ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα προσπαθήσουν να ξεφορτωθούν τον Τραμπ. «Αλλά αυτός δεν θα φύγει ησύχως. Είναι πασιφανές πλέον ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα με αξιοπρέπεια. Θα φύγει κλωτσώντας και ουρλιάζοντας. Τα διαζύγια είναι συχνά δύσκολα, ιδίως προς το τέλος».