Μα, αυτό είναι το Λονδίνο; Η γειτονιά μου, το Σόχο; Η Τζόι Λο Ντίκο έγραψε στους λονδρέζικους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» μια ζωηρή εντύπωση από τη μετατροπή της πολύβουης πόλης της σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Διαπίστωσε ότι ξαφνικά ανταμώθηκε και η ίδια με κάτι που είχε συνηθίσει να θεωρεί πολυτέλεια: με τη σιωπή.
Αφού εκεί αντικαταστάθηκε η αστική ζωή από τη σιωπή, αφού εξαφανίστηκε η κυκλοφορία των οχημάτων η οποία, προ εκτάκτων μέτρων, συνιστούσε την κανονικότητα, τον οικείο στα αυτιά των Λονδρέζων «βασανισμό» που ακόμη και τα μικρά παιδιά αναγνώριζαν ως ίδιον της μητρόπολης.
Και τρυπάνια εργατών δεν ακούς, παρατήρησε η δημοσιογράφος, και έτσι μπόρεσε και άκουσε κελαηδίσματα αλλά και κουδουνίσματα σε άφαντα ξένα κινητά. Και στο τρένο ησυχία. Της φάνηκε «θαύμα» η, σε νορμάλ κυκλοφορία μιας νορμάλ ημέρας, σπάνια σιωπή. Αναγνώρισε όμως ότι για ορισμένους ανθρώπους ενδέχεται αυτή η σιγή να είναι και τρομαχτική.
Σκέφτηκε τους Ιταλούς που κλεισμένοι στα σπίτια τους και τρομοκρατημένοι από τον μεγάλο αριθμό των ασθενών που πέθαναν δεν αντέχουν τη σιωπή και βγαίνουν στα μπαλκόνια να τραγουδήσουν. Την κίνησή τους την εξέλαβε ως δήλωση ελευθερίας κατά της τυραννίας της σιωπής. Και, ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα της, αναρωτήθηκε αν κάποιοι θέλουν να επιστρέψει μια ώρα αρχύτερα η φασαρία. Απάντησε μόνη της: «Ναι». Η πανδημία έχει πολλά ψωμιά ακόμη να φάει, θα αργήσουμε να απαλλαγούμε από δαύτη. Εκείνοι γιατί, άραγε, βιάζονται;
Διότι «υπάρχει ο απαλός βρυχηθμός της δραστηριότητας ο οποίος μας περιβάλλει ζεστά όπως μια κουβέρτα». Ετσι η Λο Ντίκο έδωσε μίαν άλλη εκδοχή της συνεισφοράς του γενικού εμπορίου και της βιοπάλης στο κοινωνικό γίγνεσθαι: η φασαρία της αγοράς λειτουργεί καταπραϋντικά για τους μοναχικούς ανθρώπους.
Ομως και η φασαρία έχει διαβαθμίσεις αποδοχής. Ποιος θέλει να ξανακούσει τη «ρομποτική φωνή» των διαφόρων οχημάτων, η οποία δίνει εντολές και συμβουλές για την κίνηση ή το παρκάρισμα; Κανείς. Τυχεροί, βέβαια, όσοι μένουν κοντά σε αδρανή πλέον αεροδρόμια ή σε περιφερειακές αρτηρίες που στην κανονικότητα διακλαδίζουν τον θόρυβο σε κάθε σημείο του σώματος της πόλης, του αστικού ιστού. Τέλος πάντων, αποφάνθηκε η Λο Ντίκο, ο θόρυβος βλάπτει τους κατοίκους των πόλεων, τους στερεί χρόνια ζωής, καθώς τους γεμίζει αρρώστιες σαν την υπέρταση και την καρδιοπάθεια.
Γράφοντας ονειρεύτηκε καλύτερες ημέρες με τη λήξη της πανδημίας: «Οταν η επανάσταση του ηλεκτρικού αυτοκινήτου τελικά θα φτάσει στο Λονδίνο, πολλά από αυτά που έχουμε αποδεχτεί ως απλό θόρυβο της πόλης, όπως το σταθερό γουργουρητό των μηχανών των αυτοκινήτων, θα εξαφανιστούν και θα εμφανιστούν νέα ηχητικά τοπία». Στη νέα κατάσταση ονειρεύτηκε και φωνές περιστεριών να φθάνουν μέχρι τα αυτιά της. Και κωδωνοκρουσίες από καμπάνες εκκλησιών.
«Εχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τον αριθμό των ντεσιμπέλ ως τον συμβιβασμό που κάνουμε ώστε να ζούμε σε πολυσύχναστες πόλεις» έγραψε, υπολογίζοντας ότι το ζήτημα και στο θέμα θόρυβος/σιγή είναι, τελικά, η ισορροπία. Και υπό την προϋπόθεση της εξασφαλισμένης δημόσιας υγείας, ασφαλώς.