«Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει στο Λος Aντζελες να συνειδητοποιήσουν πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η Σάντα Ανα στην τοπική φαντασία», έγραψε κάποτε η Τζόαν Ντίντιον, η πιο μεγάλη αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας και πιο οξυδερκής παρατηρήτρια της ζωής στο Λος Αντζελες. Η Ντίντιον είχε εμμονή με τους ανέμους της Σαντα Ανα και τις φωτιές που έφερναν στο πέρασμά τους. «Η πόλη στις φλόγες είναι η πιο βαθιά εικόνα του Λος Αντζελες για τον εαυτό του», έγραψε.
Αναφερόταν στο μυθιστόρημα του Ναθάνιελ Γουέστ «Η μέρα της θεομηνίας» (1939) και τον πίνακα του Τοντ Χάκετ «The Burning of Los Angeles» στον οποίο αναφέρεται το βιβλίο, που απεικονίζει ένα χαοτικό πύρινο ολοκαύτωμα που καταστρέφει την πόλη Λος Αντζελες, και στον εαυτό της, όταν οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο Χάρμπουρ Φρίγουεϊ «βλέποντας την πόλη να καίγεται, όπως πάντα ξέραμε ότι θα γινόταν στο τέλος». Ηταν η εποχή των ταραχών του 1965, τότε που είχαν ανάψει φωτιές στο γκέτο του Γουότς στο Λος Αντζελες.
«Ο καιρός στο Λος Αντζελες είναι ο καιρός της καταστροφής και της αποκάλυψης», έγραψε η Ντίντιον, «η βία και το απρόβλεπτο της Σαντα Ανα επηρεάζουν ολόκληρη την ποιότητα της ζωής στο Λος Αντζελες, τονίζουν τη παροδικότητα, την αναξιοπιστία του. Ο άνεμος δείχνει πόσο κοντά είμαστε στο χείλος του γκρεμού».
Την περασμένη εβδομάδα, το Λος Αντζελες έπεσε σε αυτόν τον γκρεμό, σημειώνει ο Μικ Μπράουν στην Telegraph. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο καταστροφικές είναι οι πυρκαγιές που κατέκαψαν δεκάδες χιλιάδες στρέμματα στο Λος Αντζελες, στο Πασίφικ Πάλισεϊντς και στο Μαλιμπού δυτικά, και στην Αλταντίνα ανατολικά. Είναι ένας εφιάλτης που δεν δείχνει σημάδια ότι τελειώνει, ένα τέρας που καταβροχθίζει την πόλη, που καταναλώνει τα πάντα στο πέρασμά του και δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θα χορτάσει, γράφει ο βρετανός δημοσιογράφος.
Το Λος Αντζελες, η πλουσιότερη πόλη στην πλουσιότερη Πολιτεία της πλουσιότερης χώρας του κόσμου, και πιο συγκεκριμένα η ονειρική χώρα του Χόλιγουντ, έχει διαμορφώσει την αντίληψη του κόσμου για την Αμερική και την ίδια την ιδέα της Αμερικής για τον εαυτό της, ως τόπος αφθονίας, απεριόριστης αισιοδοξίας και ευκαιριών. Τώρα, οι φωτογραφίες μιας πόλης που φλέγεται έχουν οδηγήσει σε ένα πλήθος μεταφορών καταστροφής. Ωστόσο καμία δεν είναι πιο ισχυρή από την εικόνα μιας καμένης και κουρελιασμένης Αστερόεσσας που κυματίζει πάνω από ερείπια και καπνούς, υπογραμμίζει ο Μικ Μπράουν στην Telegraph.
Η προοπτική μιας επικείμενης καταστροφής από σεισμό ή πυρκαγιά είχε ρίξει τη δυσοίωνη σκιά της πάνω από το Λος Αντζελες σχεδόν από τη στιγμή που γεννήθηκε η πόλη. Στο βιβλίο του «Ecology of Fear: Los Angeles and The Imagination of Disaster» («Οικολογία του Φόβου: Τα Λος Αντζελες και η Φαντασίωση της Καταστροφής», 1999), ο μαρξιστής ιστορικός Μάικ Ντέιβις μιλάει για έναν ναυτικό, τον Ρίτσαρντ Χένρι Ντάνα, που περιγράφει ότι πλέοντας βόρεια του Σαν Πέδρο προς τη Σάντα Μπάρμπαρα, το 1826, είδε μια τεράστια πυρκαγιά κατά μήκος της ακτής στον οικισμό Ράντσο Τοπάνγκα Μάλιμπου Σέκουιτ, όπως ήταν γνωστό το μέρος τότε.
Αρκούσε για την καταστροφή ένα πεσμένο καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος, ένα αποτσίγαρο πεταμένο από κάποιον απρόσεκτο, η φωτιά ενός περαστικού κατασκηνωτή, το δαιμονικό όνειρο ενός εμπρηστή. Πολύ πριν το Μαλιμπού γίνει το καταφύγιο των σταρ του κινηματογράφου και των δισεκατομμυριούχων της τεχνολογίας, οι άνεμοι της φωτιάς της Σάντα Ανα απειλούσαν την περιοχή, πνέοντας από τα βόρεια, μέσα από τα πυκνοφυτεμένα, στενά φαράγγια των βουνών της Σάντα Μόνικα, με ταχύτητες μέχρι και 100 μίλια/ώρα (161 χλμ/ώρα), πριν φτάσουν στην άκρη του ωκεανού.
Το Μαλιμπού, κατά μήκος της ακτής από το Πασίφικ Πάλισεϊντς, όπου βρίσκεται το επίκεντρο της μεγαλύτερης από τις σημερινές πυρκαγιές, έχει βιώσει κατά μέσο όρο δύο μεγάλες πυρκαγιές κάθε δεκαετία από το 1929.
Το 1930, γράφει ο Ντέιβις το βιβλίο του, η πυρκαγιά που μαινόταν στο φαράγγι του Ντέκερ πάνω από το Μαλιμπού, δημιούργησε ένα μέτωπο από πανύψηλες φλόγες απλωμένες σε μήκος πέντε μιλίων (οκτώ χλμ), νικώντας τις προσπάθειες 1.100 πυροσβεστών και απειλώντας το Πασίφικ Πάλισεϊντς. Μάλιστα ο επόπτης της κομητείας θορυβήθηκε τόσο πολύ ώστε προειδοποίησε ότι αν η πυρκαγιά πλησίαζε «θα μπορούσε να εξαφανιστεί ολόκληρη η πόλη μας».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο άγγλος συγγραφέας Τζον Μπόιντον Πρίστλεϊ, οποίος επισκέφθηκε το Χόλιγουντ με σκοπό να εργαστεί ως σεναριογράφος και έκανε παρέα με τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Γκράουτσο Μαρξ, παρατήρησε την «δυσοίωνη υπόνοια της παροδικότητας. Υπάρχει μια ποιότητα εχθρική προς τους ανθρώπους στην ίδια τη γη και τον αέρα εδώ πέρα. Σαν να μην προοριζόμασταν να εγκατασταθούμε σε αυτή την παράξενα εξουθενωτική ηλιοφάνεια… Είναι όλα τόσο παροδικά και εύθραυστα όσο μια μπομπίνα φιλμ», έγραψε.
Αυτή η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής και της βίας, που μεταφέρεται από τους ανέμους της Σάντα Ανα και τις καυτές θερμοκρασίες, είναι μέρος του Λος Αντζελες όπως και ο καθαρός ουρανός του και οι ατελείωτοι, γεμάτοι αυτοκίνητα δρόμοι.
Υπάρχουν νύχτες, την εποχή των ανέμων της Σαντα Ανα, που μπορείς να νιώσεις τον ιδρώτα να μουσκεύει το πουκάμισό σου και τη θερμοκρασία σου να ανεβαίνει παράλληλα με το θερμόμετρο. «Τέτοιες νύχτες», έγραψε κάποτε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, «κάθε πάρτι με ποτό καταλήγει σε καυγά. Οι πράες γυναικούλες αγγίζουν την κόψη του μαχαιριού και μελετούν το λαιμό των συζύγων τους. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί».
Και τώρα συμβαίνει μια τεράστια καταστροφή
Ο Μικ Μπράουν γράφει στην Telegraph ότι το ενδιαφέρον του για το Λος Αντζελες είναι προσωπικό. Ενας στενός φίλος του, ο Αντριου, ζει στο Πασίφικ Πάλισεϊντς και το σπίτι του –δύσκολο να το σκεφτεί κανείς σε παρελθόντα χρόνο– έχει πλέον καεί ολοσχερώς. Η κόρη του, ο γαμπρός του και τα εγγόνια του ζουν σε μια περιοχή μόλις δύο μίλια (3,2 χλμ) από το μέτωπο της φωτιάς, τη στιγμή που ο βρετανός δημοσιογράφος έγραφε το άρθρο του, και «όλοι μας παρακολουθούμε με τρόμο καθώς οι φλόγες πλησιάζουν αμείλικτα και υπάρχουν αναφορές για αύξηση της έντασης των ανέμων», λέει ο Μπράουν.
Υπάρχουν άνθρωποι, παρατηρεί, που περιφρονούν το Λος Αντζελες, γιατί είναι πολύ μεγάλο, πολύ απρόσωπο, πολύ ψεύτικο. Αλλά από τη στιγμή που εκείνος κατέβηκε από ένα λεωφορείο Greyhound μετά από ένα ταξίδι 3.000 μιλίων (4.828 χλμ) διασχίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1972, ερχόμενος από τη Νέα Υόρκη, το λάτρεψε. Λάτρεψε τη γεωγραφία του, την ιστορία του, τη μυθολογία του, την υποκρισία του.
Ο Μικ Μπράουν γράφει στην Telegraph ότι έμεινε τότε με την αδελφή της προγιαγιάς του, την Ολγα, η οποία είχε έρθει στο Λος Αντζελες τη δεκαετία του 1930 ως νταντά των παιδιών του Αλεξάντερ Κόρντα. Ηταν ο παραγωγός της ταινίας «Το Βιβλίο της Ζούγκλας» (1942), από το ομώνυμο βιβλίο του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (σε σκηνοθεσία του αδελφού του Ζόλταν Κόρντα και καλλιτεχνική διεύθυνση του μικρότερου αδελφού τους, Βίνσεντ).
Η Ολγα είχε αναλάβει τότε τη φροντίδα του Σαμπού Ντασταγκίρ, ενός 17χρονου αγοριού που είχαν φέρει από την Ινδία για να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, στον ρόλο του Μόγλη. Εμενε στο κέντρο της πόλης, λίγα λεπτά με τα πόδια από το ξενοδοχείο «Ambassador», όπου δολοφονήθηκε ο Ρόμπερτ Κένεντι το 1968, σε μια περιοχή που τότε κατοικούνταν κυρίως από ανθρώπους όπως η Ολγα, που κέρδιζαν τα προς το ζην στο περιθώριο της κινηματογραφικής βιομηχανίας, εργαζόμενοι ως μεταφορείς σκηνικών, ηλεκτρολόγοι και βοηθοί γκαρνταρόμπας. Ηταν τα αφανή χέρια στο τιμόνι της μηχανής των ονείρων του Χόλιγουντ.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μπράουν παντρεύτηκε στο Λος Αντζελες και έκτοτε το έχει επισκεφθεί αμέτρητες φορές. Είναι ένα μέρος, γράφει στην Telegraph, που το αισθάνεται εντελώς οικείο, ένα αποθετήριο αναμνήσεων, τόπων και γεγονότων, που την περασμένη εβδομάδα, εξατμίστηκαν, κυριολεκτικά, και η θλίψη του γι’ αυτό που συμβαίνει, ακόμα και σε απόσταση 6.000 μιλίων (9.656 χλμ), δεν είναι λιγότερο έντονη από ό,τι αν η τραγωδία εκτυλισσόταν στην αυλή του.
Γράφοντας όλα αυτά τα χρόνια για τη μουσική και τον κινηματογράφο, ο Μπράουν έχει κάνει πολλές συνεντεύξεις στις περιοχές που τώρα φλέγονται, στο Πασίφικ Πάλισεϊντς στην έπαυλη όπου ζούσε ο Στίβι Νικς των Fleetwood Mac και στο σπίτι του Μπαρτ Μπάκαρα, ενός από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς της Αμερικής _ και τα δύο βρέθηκαν στο μάτι της πύρινης λαίλαπας. Και στην παραλία του Μαλιμπού, το σπίτι όπου ζούσε ο Μάρβιν Χάμλις, που έγραψε τη μουσική της ταινίας «Τα καλύτερά μας χρόνια» (1973), είναι ένα από τα πολλά ακίνητα που τώρα πια στέκονται σαν απανθρακωμένες επιτύμβιες στήλες κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Πασίφικ Κόουστ, όπως συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος ο δημοσιογράφος της Telegraph όταν άρχισε να κοιτάζει φωτογραφίες στο διαδίκτυο.
Πολλά έχουν γραφτεί για τους πλούσιους και τους διάσημους που έχασαν τα σπίτια τους, γράφει ο Μπράουν. Υπάρχουν, φυσικά, και οι δεκάδες χιλιάδες, οι ζωές των οποίων καταστράφηκαν από την τραγωδία και που δεν είναι ούτε πλούσιοι ούτε διάσημοι. Αλλά, όπως επισημαίνει, είναι σαν να χρειαζόμαστε τα γνωστά ονόματα για να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας την αλήθεια ότι τα πλούτη και η φήμη δεν αρκούν για να κρατήσουν μακριά την καταστροφή, ότι οι θεοί είναι τελικά θνητοί και ότι ακόμη και ο παράδεισος δεν είναι αιώνιος.
Οι εβραίοι μετανάστες που υπήρξαν οι πρωτοπόροι του Χόλιγουντ, δημιούργησαν ένα όραμα για την Αμερική που ήθελαν να υπάρχει μέσω της δύναμης του κινηματογράφου, ένα όραμα του οποίου το ελιξίριο ήταν η αισιοδοξία.
Αυτό που του έκανε μεγάλη εντύπωση παρακολουθώντας τις ειδήσεις αυτές τις ημέρες, παρατηρεί ο Μπράουν, ήταν η αποφασιστικότητα και η ανθεκτικότητα που υποκρύπτεται στο σοκ και στη θλίψη όσων έχασαν τα σπίτια τους. Μιλώντας για την καταστροφή του σπιτιού του, ο φίλος του, Αντριου, ένας άνθρωπος με ακούραστο πνεύμα, του είπε ότι «με λίγο βρετανικό πνεύμα και αμερικανική αισιοδοξία» όλα όσα καταστράφηκαν θα ξανακτιστούν.
Το Λος Αντζελες θα επικρατήσει, γράφει κλείνοντας ο Μικ Μπράουν στην Telegraph, και οι φωτιές θα νικηθούν. Ενα όμως είναι σίγουρο: θα έρθουν ξανά, όπως πάντα…