Αν σκεφτεί κανείς την παροιμιώδη αμηχανία των συναντήσεων της Άνγκελα Μέρκελ με τον Ντόναλντ Τραμπ, το πρώτο τηλεφώνημα της καγκελαρίου με τον Τζο Μπάιντεν, αφότου αυτός ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ, ήταν σαν δύο παλιών αγαπημένων που ξαναβρέθηκαν. Μέρκελ και Μπάιντεν έπιασαν το νήμα των αμερικανογερμανικών και αμερικανοευρωπαϊκών σχέσεων από εκεί όπου είχε κοπεί όταν ανέλαβε ο Ντόναλντ —«Make America Great Again»— Τραμπ, συζήτησαν επί ώρα ένα τεράστιο εύρος θεμάτων, από την κλιματική αλλαγή και την ασφάλεια, ως τη Ρωσία και την Κίνα και στο τέλος η καγκελάριος προσκάλεσε τον αμερικανό πρόεδρο να επισκεφτεί τη Γερμανία όσο συντομότερα «το επιτρέψει η πανδημία» του κορονοϊού.
Με δεδομένο ότι η Μέρκελ βρίσκεται στην τελευταία χρονιά της στην καγκελαρία, αυτό το ταξίδι του Τζο Μπάιντεν στη Γερμανία ίσως είναι το πρώτο του στην Ευρώπη με την ιδιότητα του προέδρου των ΗΠΑ —είχε επισκεφτεί το Βερολίνο τον Φεβρουάριο του 2013, στην αρχή της δεύτερης θητείας του ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα.
Σύμφωνα με τον γερμανό κυβερνητικό εκπρόσωπο, Στέφεν Ζάιμπερτ, η Μέρκελ, η οποία σκοπεύει να εγκαταλείψει την καγκελαρία μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, διαβεβαίωσε τον Τζο Μπάιντεν ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο «να αναλάβει τις ευθύνες του για να αντιμετωπιστούν οι διεθνείς προκλήσεις σε στενή συνεργασία με τους ευρωπαίους και τους διατλαντικούς εταίρους του».
Χρειάζεται να «ενισχυθούν» οι προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο για να αντιμετωπιστεί η πανδημία του νέου κορονοϊού, συμφώνησαν οι δύο ηγέτες. Στο πλαίσιο αυτό, η Μέρκελ χαιρέτισε την επιστροφή των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και στη Συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής — δύο από τις πρώτες κινήσεις του Μπάιντεν με τις οποίες ακυρώθηκαν αποφάσεις του προκατόχου του.
Η πολιτική –τη συνόψιζε το σύνθημα «πρώτα η Αμερική»– που εφάρμοσε ο Τραμπ οδήγησε την Ουάσινγκτον να βροντήξει την πόρτα, εγκαταλείποντας κρίσιμες διεθνείς συμφωνίες και διεθνείς οργανισμούς.
Στη συνδιάλεξη, που από τα συμφραζόμενα μάλλον ήταν αισθητά πιο θερμή από αυτές του πρόσφατου παρελθόντος, συζητήθηκαν επίσης το Ιράν, το Αφγανιστάν, το διεθνές εμπόριο, η κλιματική αλλαγή και άλλα ζητήματα.
Ο Τζο Μπάιντεν συνομίλησε το Σάββατο με τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον και την Κυριακή με τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν. Ερωτηθείς εάν είναι κακός οιωνός το γεγονός ότι η Μέρκελ βρέθηκε μετά τους Τζόνσον και Μακρόν στον κατάλογο με τις τηλεφωνικές επαφές του αμερικανού προέδρου, ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας αποκρίθηκε «θα μπορούσατε να το δείτε κι έτσι, αλλά δεν είναι ανάγκη να το δείτε έτσι».
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν επισκέφθηκε ποτέ τη Γερμανία τα τέσσερα χρόνια της θητείας του, παρά τους στενούς διμερείς δεσμούς των τελευταίων δεκαετιών. Η σχέση Ουάσινγκτον-Βερολίνου χαρακτηριζόταν τα χρόνια του Ρεπουμπλικάνου στον Λευκό Οίκο από σταδιακά ολοένα μεγαλύτερη ψυχρότητα.
Ο μεγιστάνας καταφερόταν συχνά εναντίον της Γερμανίας: για το εμπορικό πλεόνασμά της, για τις εξαγωγές της, για τη μικρή κατ’ αυτόν συνεισφορά της στις στρατιωτικές δαπάνες του NATO. Ανακοίνωσε τον Ιούλιο, χωρίς να έχει υπάρξει καμία διαβούλευση, ότι θα απέσυρε 12.000 αμερικανούς στρατιωτικούς οι οποίοι σταθμεύουν σε βάσεις στη Γερμανία.
Αλλά και σε διαπροσωπικό επίπεδο, η σχέση της Μέρκελ και του Τραμπ χαρακτηριζόταν πολύ δύσκολη. Αν χρειαζόταν κάποια απόδειξη, η καγκελάριος διαβεβαίωσε την περασμένη Πέμπτη πως υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια συνεννόησης ανάμεσα στη Γερμανία και τις ΗΠΑ αφότου ανέλαβε την εξουσία ο νέος πρόεδρος.
Την περασμένη Τετάρτη, μετά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, ο γερμανός ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ δεν έκρυψε πως στο Βερολίνο επικρατεί «μεγάλη ανακούφιση».
Ο Τζο Μπάιντεν είναι ο τέταρτος αμερικανός πρόεδρος που αναλαμβάνει την εξουσία επί των ημερών της Μέρκελ στην καγκελαρία.
Ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Ολαφ Σολτς χαιρέτισε εξάλλου την έγκριση από το αμερικανικό Κογκρέσο του διορισμού της Τζάνετ Γέλεν στο αξίωμα της υπουργού Οικονομικών, μιλώντας για «εξαίρετη επιλογή», μια «πολύ εντυπωσιακή» προσωπικότητα, κι εκφράζοντας την ελπίδα πως θα υπάρξει πρόοδος στα ζητήματα της ελάχιστης κλίμακας φορολόγησης των επιχειρήσεων σε διεθνή κλίμακα και της φορολόγησης των εταιρειών της ψηφιακής οικονομίας.
«Είμαι πεπεισμένος ότι μαζί είμαστε ισχυρότεροι. Μαζί μπορούμε να καταφέρουμε περισσότερα για τους πολίτες μας», εξήγησε ο Σολτς.