«Όποιος γνωρίζει από Πολιτισμό δεν μπορεί να αφήσει απ’ έξω την Αθήνα και την Ελλάδα». Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, η Ανγκελα Μέρκελ στις κοινές δηλώσεις της με τον Κυριάκο Μητσοτάκη σημειώνοντας, ωστόσο, ότι δεν θα είναι η τελευταία επίσκεψή της στην Ελλάδα. Απλώς δεν θα είναι πια καγκελάριος της Γερμανίας.
«Οι σχέσεις Γερμανίας- Ελλάδας ήταν αρκετά “ζωντανές” θα έλεγα. Οι δυσκολίες ήταν δεδομένες όταν επρόκειτο για τη σταθερότητα του ευρώ και εγώ προσωπικά είχα απόλυτη επίγνωση για την υπερβολική επιβάρυνση που σήμαινε αυτό και την πρόκληση που σήμαινε αυτό για τους ανθρώπους στην Ελλάδα. Καταφέραμε στο τέλος να βρούμε μια κοινή πορεία, έναν κοινό βηματισμό για να μείνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωπαϊκή Ενωση» είπε 67ετής πολιτικός που αποχωρεί ύστερα από 16 χρόνια από την καγκελαρία –και αποχωρεί με μια μισή αυτοκριτική: ναι μεν ζήτησε πολλά, αλλά μας έσωσε καθώς το διακύβευμα ήταν η παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ.
«Μόλις ολοκληρώθηκε, ουσιαστικά έκλεισε αυτή η φάση, είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια τεράστια άλλη πρόκληση που ήταν το Μεταναστευτικό που ξεκίνησε το 2015. Αποδείξαμε ότι μπορούμε να μοιραζόμαστε ευθύνες και νομίζω ότι και το Σύμφωνο ΕΕ-Τουρκίας είναι παράδειγμα που μας δείχνει ότι μπορούμε να συνεργαστούμε και σε αυτή την περίπτωση να συνεργαστούμε και με την Τουρκία. Γνωρίζω τον μεγάλο αριθμό των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όταν πρόκειται για τη συνεργασία με την Τουρκία. Συζητήσαμε και χθες και σήμερα εντατικά ότι θα πρέπει να ισχύουν τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο και πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό αλλά δύσκολο να βρίσκομαι απαντήσεις και λύσεις μέσω του διαλόγου» πρόσθεσε.
Για τις σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας η Ανγκελα Μέρκελ είπε «στην πανδημία και σε διμερές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείξαμε ότι μπορούμε να δουλέψουμε πολύ στενά. Ημουν απόλυτα πεπεισμένη γι’ αυτό και γι’ αυτό στήριξα ολόψυχα το Ταμείο Ανάκαμψης. Γιατί ήταν πολύ σημαντικό για την ανάκαμψη από την πανδημία και κυρίως για εκείνες τις χώρες που ήταν υποχρεωμένες να προβούν σε μεγάλο αριθμό μεταρρυθμίσεων και επλήγησαν στη συνέχεια από την πανδημία, να μπορέσουν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, να προβούν σε μακρόπνοες επενδύσεις, για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε προβλήματα το μέλλοντος, όπως κλιματική αλλαγή, βιωσιμότητα, βιοποικιλότητα».
«Θα ήθελα να ευχαριστήσω για τη συνεργασία με την Ελλάδα διότι λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, της γειτνίασης της με την Τουρκία, οι προκλήσεις στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης είναι τεράστιες. Μπορεί πολλά να μάθει κανείς και να διδαχθεί από την Ελλάδα και ο ένας από τον άλλο και πολλές συζητήσεις οδήγησαν σε πολύ καλές λύσεις» πρόσθεσε.
«Ήμασταν όλοι εξαιρετικά σοκαρισμένοι για το πόσο ευάλωτο ήταν το ευρώ απέναντι στις εξωτερικές πιέσεις. Και αυτό έπληξε σημαντικά τις χώρες που είχαν υψηλότερο χρέος και δεν είχαν εφαρμόσει σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων όλα όσα έπρεπε να είχαν εφαρμόσει. Εγώ πάντα ήμουν υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και είπα ότι η αποτελεσματικότητα του οικονομικού μας συστήματος θα πρέπει να είναι συγκρίσιμη αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ζωντανό το κοινό νόμισμα. Ξέρω ότι απαίτησα πολλά από τους Έλληνες, από την άλλη υπήρξαν και διαφορετικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα που θεώρησαν πολλές μεταρρυθμίσεις ως δυνατές» ανέφερε η Ανγκελα Μέρκελ απαντώντας σε ερώτηση για τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα κατά την οικονομική κρίση.
Μέρκελ στο Ινστιτούτο Γκαίτε: Πίεσα την ελληνική κοινωνία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξάλλουν είχαν και τα όσα ειπώθηκαν από την Ανγκελα Μέρκελ κατά την επίσκεψή της στο Ινστιτούτο Γκαίτε, όπου μιλώντας στους σπουδαστές παραδέχθηκε ότι ζήτησε πολλά από τη χώρα μας: «Ευχαριστώ όλους όσοι είστε διατεθειμένοι να συζητήσετε μαζί μου, είστε ένα κομμάτι του διαλόγου. Συναντώ νέους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών. Είστε η γενιά που πέρασε δύσκολη 10ετία, κατά την οποία πολλά άλλαξαν. Εγώ, ως ομοσπονδιακή καγκελάριος ήμουν αυτή που πίεσε πολύ την ελληνική κοινωνία γιατί απαίτησα πολλά».
Τα ελληνοτουρκικά
Κατά τα άλλα, στις κοινές της δηλώσεις με τον κ. Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, η γερμανίδα καγκελάριος αναφέρθηκε και στα ελληνοτουρκικά. «Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι τα περισσότερα προβλήματα Ελλάδας – Τουρκίας είναι προβλήματα μεταξύ ΕΕ – Τουρκίας. Και στο πλαίσιο της ΕΕ υπάρχει ενότητα. Παρά τα πολλά για τα οποία μπορώ να κριτικάρω την Τουρκία, φιλοξενεί 3,5 εκατ. πρόσφυγες. Δηλαδή η Τουρκία δέχεται ότι οι άνθρωποι αυτοί θα είναι καλύτερα αν βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τις χώρες τους και πάνω σε αυτό βασίζεται η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Δεσμεύτηκα στο να οδηγηθούμε σε κάτι που βοηθάει και εμάς αλλά βοηθάει και την Τουρκία. Γιατί θα πρέπει να υποστηριχθεί και η Τουρκία και αυτό ισχύει και στην περίπτωση των Αφγανών προσφύγων. Συμμεριζόμαστε αυτές τις ανησυχίες διότι δεν θέλουμε διακινητές να φέρνουν ανθρώπους και να τους εργαλειοποιούν. Πιστεύω ότι έχουμε απόλυτα ενιαία στάση στην ΕΕ και δεν φοβάμαι ότι δεν θα βρίσκουμε ενιαία στάση», είπε η καγκελάριος για τις αιτιάσεις που κάνουν λόγο για ίσες αποστάσεις της Γερμανίας απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία.
«Η Ελλάδα πέτυχε εξαιρετικά αποτελέσματα όταν ασκήθηκε πίεση στα εξωτερικά σύνορα» και «ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους για να πετύχει πολιτικούς στόχους» επισήμανε η καγκελάριος Μέρκελ αναφερόμενη στον τρόπο αντιμετώπισης του μεταναστευτικού από τις χώρες τις ΕΕ. Συγκεκριμένα ανέφερε:
«Δεν πρέπει να κάνουμε διαχωρισμό, η ΕΕ έχει ευθύνη για χρήματα του κόσμου που δεν ανήκουν στην ΕΕ. Η ευθύνη δεν μπορεί να δημιουργηθεί και να καταλήξουμε να στηρίζουμε λαθρεμπόρους και διακινητές και να φτάνουν σε εμάς άνθρωποι με οικονομική δυνατότητα και όχι πρόσφυγες. Το πρόβλημα που έχουμε σήμερα είναι ότι είναι τόσοι οι παράνομοι μετανάστες που δεν είμαστε σε θέση, δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τα άτομα που χρειάζονται τη βοήθειά μας. Η φύλαξη των εξωτερικών μας συνόρων είναι υπόθεση κάποιων χωρών, γι΄αυτό υπάρχει και η Frontex για υποστήριξη, και η Ελλάδα πέτυχε εξαιρετικά αποτελέσματα όταν ασκήθηκε πίεση στα εξωτερικά σύνορα και είπα ότι ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους για να πετύχει πολιτικούς στόχους. Το ίδιο κάνει και ο Λουκασένκο. Χρησιμοποιεί τους ανθρώπους ως μοχλό πίεσης. Ως ΕΕ δεν μπορούμε να κάνουμε σαν να μην υπάρχει το πρόβλημα. Όλοι πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε αυτό το σημείο».