«Οι διαπραγματεύσεις για τόσο ευαίσθητα πράγματα απαιτούν χρόνο, επιμονή και υπομονή, και εμείς διαθέτουμε. Η Ελλάδα συνεχίζει να μιλάει με το Βρετανικό Μουσείο, όπως και με όλη την επιστημονική κοινότητα» δήλωσε την Τετάρτη η υπουργού Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στον ΣΚΑΙ 100.3 και τους δημοσιογράφους Νότη Παπαδόπουλο και Βασίλη Χιώτη.
Εν μέσω της συνεχιζόμενης διπλωματικής διαμάχης Ελλάδας – Βρετανίας για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, η κυρία Μενδώνη ξεκαθάρισε ότι «τα γλυπτά είναι προϊόντα κλοπής. Βρίσκονται, σήμερα, στο Βρετανικό Μουσείο ως προϊόντα κλοπής. Από κει και πέρα, η Ελλάδα κρατά την εθνική της στάση και συνεχίζει με επιμονή και υπομονή να διεκδικεί. Και είναι γνωστή η ελληνική θέση, ότι εφόσον τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, το κενό στο Βρετανικό Μουσείο η Ελλάδα μπορεί να το καλύψει διοργανώνοντας περιοδικές εκθέσεις με σημαντικές αρχαιότητες».
Με αυτό τον τρόπο, η υπουργός Πολιτισμού κατέστησε σαφείς τις θέσεις της ελληνικής πλευράς μετά την ακύρωση από τον βρετανό πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ, της συνάντησής του με τον έλληνα ομόλογό του, Κυριάκο Μητσοτάκη. Ενώ παράλληλα σημείωσε ότι «το πολιτικό μομέντουμ είναι αυτό που μπορεί να δώσει διέξοδο. Αλλωστε σε λίγους μήνες η Βρετανία έχει εκλογές».
Η Λίνα Μενδώνη είπε ακόμη ότι η δημοσιότητα βοηθάει σίγουρα την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Φειδία και ότι η απρεπής κίνηση Σούνακ συνέβαλε σε αυτή. «Η Ελλάδα», είπε, «εντείνει τη διεκδίκησή της, εστιάζοντας στη βαρβαρότητα που έχουν υποστεί τα γλυπτά, όχι μόνο από τον Ελγιν αλλά και κατά τη διάρκεια της έκθεσή τους: Οταν τη δεκαετία του 1930 καταστράφηκε η πατίνα στη διάρκεια καθαρισμού με βούρτσες. Οταν τη δεκαετία του 1960 υπέστησαν φθορές, καθώς καλύφθηκαν με αραιωμένο κερί γλυκόλης πολυαιθυλενίου. Οταν τις δεκαετίες του 1970 μαθητές έπεσαν πάνω στα γλυπτά και αποσπάστηκε τμήμα της θραυσμένης οπλής αλόγου».
Η υπουργός Πολιτισμού αναφέρθηκε και στις παρεμβάσεις που έγιναν στις μελέτες που ετοιμάζονται για να βελτιωθεί η προσβασιμότητα στην Ακρόπολη. Στόχος του υπουργείου Πολιτισμού είναι να αποκαταστήσει τη μορφή που είχε η νότια πρόσβαση κατά την αρχαιότητα, κάτι που θα δώσει τη δυνατότητα να ελεγχθεί η κοσμοσυρροή στα Προπύλαια. Το χρονοδιάγραμμα προβλέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι μελέτες και οι αδειοδοτήσεις το φθινόπωρο του 2024 για να αρχίσει το έργο.
Η Λίνα Μενδώνη στάθηκε επίσης στις σχεδιαζόμενες αναγκαίες παρεμβάσεις συντήρησης και αναστήλωσης του Ηρωδείου. Οι μελέτες προγραμματίζονται να τελειώσουν ως το τέλος του 2025, και θα χρειαστεί, για τον σκοπό αυτό, για ένα διάστημα, να διακοπούν οι παραστάσεις.
Τέλος, η υπουργός Πολιτισμού, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία, αναφέρθηκε στις παρεμβάσεις που έγιναν και στις μελέτες που ετοιμάζονται για να βελτιωθεί η προσβασιμότητα σε όλες τις δομές, τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία στην Ελλάδα, ώστε τα άτομα με αναπηρία να μην αντιμετωπίζουν περιορισμένη πρόσβαση. «Κάποια έργα ακόμα βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη», είπε η υπουργός, «και σύντομα θα έχουμε πετύχει την καθολική προσβασιμότητα».
Το χρονικό της κλοπής και των καταστροφών
Η υπουργός Πολιτισμού, που έχει διαπραγματευθεί την επιστροφή θραυσμάτων του Παρθενώνα από τα Μουσεία του Βατικανού και την Περιφέρεια της Σικελίας, είχε τεκμηριώσει νωρίτερα τη φετινή χρονιά με άρθρο της στα «Νέα» όσα έχουν συμβεί με τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Μιλώντας για τις μεθόδους του Ελγιν, 200 χρόνια πριν, είχε υποστηρίξει ότι «επρόκειτο για κλοπή, που συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς βανδαλισμούς», παραθέτοντας σειρά στοιχείων:
♦ Η καταγεγραμμένη μαρτυρία του ιρλανδού ζωγράφου και συγγραφέα βιβλίων αρχαιολογίας, Εντουαρντ Ντόντγουελ, που έζησε τη βαρβαρότητα του Ελγιν, ανέφερε: «Είδα κάποιες μετόπες, στο άκρο της νότιας πλευράς του ναού, να σέρνονται κάτω. Ηταν σφηνωμένες ανάμεσα στα τρίγλυφα, σε εσοχή. Για να τις σηκώσουν, έριξαν στο έδαφος το θαυμάσιο γείσο, το οποίο τις έστεφε. Η ανατολική πλευρά του αετώματος μοιράστηκε την ίδια τύχη».
♦ Η μαρτυρία του διάσημου βρετανού αρχιτέκτονα Ρόμπερτ Σμιρκ που παρακολουθούσε τους ανθρώπους του λόρδου Ελγιν να ξηλώνουν τους θησαυρούς, σημείωνε: «Ταράχτηκα πολύ, όταν είδα την καταστροφή που γινόταν με το γκρέμισμα των ανάγλυφων της ζωφόρου. Κάθε πέτρα έσειε το έδαφος με το ασήκωτο βάρος της. Και ο βαθύς υπόκωφος ήχος του έμοιαζε σαν βογγητό αγωνιώδες του τραυματισμένου πνεύματος του ναού. Αυτά για τη βαρβαρότητα».
♦ Το πλοίο «Μέντωρ», ένα από τα σκάφη με τα οποία ο λόρδος Ελγιν μετέφερε 17 κιβώτια με κλεμμένα Γλυπτά του βανδαλισμένου Παρθενώνα «βυθίστηκε έξω από τα Κύθηρα, τον Σεπτέμβριο 1802. Η ανέλκυσή τους ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα. Αλλά σε κάποια, ήδη, η ζημία από τη διάβρωση ήταν μη αναστρέψιμη. Οταν τα Γλυπτά έφθασαν στην Αγγλία, ο Ελγιν τα αποθήκευσε σε υγρούς και ακατάλληλους χώρους».
♦ Οι καταστροφές στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Ελγιν –λειτουργώντας ως αρχαιοκάπηλος– πώλησε τα Γλυπτά, διά της βρετανικής κυβέρνησης, στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο, εν γνώσει του, αποδέχθηκε τα προϊόντα της κλοπής. Το Βρετανικό Μουσείο αγνόησε το τεράστιο σκάνδαλο που ξέσπασε στη βρετανική και διεθνή κοινή γνώμη, τις ευθείες καταγγελίες και τις έντονες διαμαρτυρίες εξεχουσών προσωπικοτήτων της εποχής, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
♦ Από το 1816 και για έναν περίπου αιώνα, τα Γλυπτά παρέμειναν στο Βρετανικό Μουσείο σε μια αίθουσα, στην οποία έκαιγαν κάρβουνο σε θερμάστρες, χωρίς καμινάδα. Δύο φορές τα Γλυπτά «πλύθηκαν», με απολύτως ανορθόδοξο τρόπο, μετά την εκμάγευσή τους, το 1817 και το 1837. Πολλές φορές ακόμη, μέχρι το 1930.
♦ Οπως τεκμηρίωσε ο βρετανός ακαδημαϊκός Γουίλιαμ Σεντ Κλερ, ο Λόρδος Ντουβίν χρησιμοποίησε συρμάτινες βούρτσες και χημικά για να απομακρύνει την αρχαία πατίνα. Πιο συγκεκριμένα, η Λίνα Μενδώνη θύμισε ότι «”ορισμένες από τις μετόπες συνιστούν ακραία παραδείγματα αυτής της επέμβασης, όπου η απομειωμένη, από τη λείανση, επιφάνεια, είτε της πλάκας του ανάγλυφου, είτε των μορφών, είναι όχι μόνο μακροσκοπικά ορατή αλλά ενίοτε και μετρήσιμη”, σύμφωνα με το πόρισμα των ελλήνων επιστημόνων, οι οποίοι το 1999, ύστερα από διαπραγμάτευση του ΥΠΠΟ με το Βρετανικό Μουσείο, εξέτασαν τα Γλυπτά».
♦ Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, το Τμήμα Συντήρησης του Βρετανικού Μουσείου επιχείρησε εκτεταμένους καθαρισμούς για να αφαιρέσει ρύπους και επικαθίσεις. Η επιφάνεια των Γλυπτών καλύφθηκε με αραιωμένο κερί γλυκόλης πολυαιθυλενίου, προκειμένου να διευκολυνθούν μελλοντικοί καθαρισμοί. Εξαιτίας αυτού, δεν είναι πλέον διακριτά πολλά από τα ευαίσθητα χαρακτηριστικά τους.
♦ Το 1961, ένας μαθητής, χειροδικώντας σε συμμαθητή του, στην αίθουσα των Γλυπτών, έπεσε πάνω στα αγάλματα και αποκόλλησε το πόδι ενός κενταύρου. Οι συντηρητές του Μουσείου ποτέ δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν εντελώς τη ζημία.
♦ Το 1966 και το 1970 βάνδαλοι χάραξαν γραμμές και γράμματα, σε μορφές του αετώματος.
♦ Το 1974, κλέφτες προκάλεσαν ζημίες στην οπλή ενός κενταύρου, καθώς προσπάθησαν να αφαιρέσουν το μόλυβδο, που είχε χρησιμοποιηθεί για τη σύνδεση των λίθων, στην αρχαιότητα.
♦ Τον Ιούνιο του 1981, εργάτης της Υπηρεσίας Συντήρησης Δημόσιας Περιουσίας, ενώ βρισκόταν επί της οροφής της Duveen Gallery, έχασε την ισορροπία του και παρέσυρε τμήμα της γυάλινης οροφής, που έπεσε πάνω σε μορφή του δυτικού αετώματος. Το ατύχημα προκάλεσε «ελαφρά ραγίσματα και εκδορές» στο γλυπτό.
♦ Σε όλα αυτά, προστέθηκε το 2023 «η πρωτοφανής υπόθεση της κλοπής εκατοντάδων πολύτιμων αντικειμένων του Βρετανικού Μουσείου, με δράστες τους εντεταλμένους για την προστασία των συλλογών του».