Απαντήσεις στα όσα ακούστηκαν περί εγκατάλειψης του Τατοΐου έδωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη την Τρίτη, με την ίδια να δίνει ένα χρονικό των εργασιών που γίνονταν και γίνονται στον χώρο, πέραν όσων επισπεύθηκαν λόγω της ταφής του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Παράλληλα, η κυρία Μενδώνη δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι δύσκολες αλλά όχι αδύνατες, δίχως να παραλείψει να τονίσει για ακόμα μία φορά ότι η Αθήνα δεν υπαναχωρεί από τις «κόκκινες γραμμές» της στο ζήτημα.
«Το Τατόι ήταν εγκαταλελειμμένο για πάρα πολλά χρόνια. Ξεκίνησαν κάποια στιγμή κάποιας μικρής κλίμακας εργασίες από το υπουργείο Πολιτισμού τα προηγούμενα χρόνια, αλλά από το τέλος του 2019, καθώς το Τατόι περιλαμβάνεται στα εμβληματικά έργα της κυβέρνησης και ο Πρωθυπουργός το είχε αναφέρει στις προγραμματικές δηλώσεις, τα πράγματα έχουν μπει σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Αυτή τη στιγμή στο Τατόι εκτελούνται από το υπουργείο Πολιτισμού έργα και μελέτες σε πολλά από τα κτίρια, και ήδη έχουμε δώσει ένα χρονοδιάγραμμα, καθώς κάποια από τα έργα είναι ήδη ενταγμένα στο τρέχον ΕΣΠΑ, άρα πρέπει να ολοκληρωθούν το 2023, και κάποια είναι ενταγμένα στο Ταμείο Ανάκαμψης και θα ολοκληρωθούν το 2025», ανέφερε αρχικά η κυρία Μενδώνη, μιλώντας στον Real FM.
«Επομένως, το Τατόι δεν ήταν εγκαταλελειμμένο. Το Τατόι, όμως, κάηκε. Κάηκε το βουνό», υπογράμμισε. «Οπως είπαμε και το 2021, η περιβαλλοντική καταστροφή ήταν πολύ μεγάλη. Ευτυχώς, το πολιτιστικό απόθεμα, δηλαδή τα κτίρια και όλα τα κινητά αντικείμενα, μνημεία και μη, που υπάρχουν στον χώρο, συστηματικά συντηρούνται, προκειμένου κάποια από αυτά να φιλοξενηθούν στα μουσεία που θα έχουν γίνει μέχρι το τέλος του 2025».
Απαντώντας στο σχόλιο της δημοσιογράφου του ραδιοφωνικού σταθμού Κάτιας Μακρή ότι η εικόνα που προβλήθηκε τις τελευταίες ημέρες από τα τηλεοπτικά κανάλια «δεν ήταν τιμητική για κανέναν», η κυρία Μενδώνη επέμεινε:
«Το βουνό, όπως είπαμε, κάηκε το 2021. Το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει την αρμοδιότητα, την έχει ο Γιώργος Αμυράς, ο οποίος πάρα πολλές ώρες ήταν και εκείνος παρών κατά το τριήμερο αυτό (σ.σ.: των έκτακτων εργασιών λόγω της επικείμενης ταφής του έκπτωτου μονάρχη). Το Τατόι δεν θα έλεγα ότι μεταμορφώθηκε, αλλά έγιναν οι απαραίτητες εργασίες ώστε να μπορέσει να γίνει η ταφή με αξιοπρεπή τρόπο. Το υπουργείο Περιβάλλοντος ασχολείται συστηματικά με το καμένο δάσος, δηλαδή με την αφαίρεση των κορμών, των κλαδιών. Είναι μια δουλειά η οποία κρατά μεγάλο διάστημα και πρέπει να λάβουμε υπόψη και τους περιορισμούς που υφίστανται από τα δασαρχεία, και σωστά υφίστανται, για τη φυσική αναδάσωση. Επομένως, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα καμένο βουνό, τα πράγματα είναι αρκετά σύνθετα. Υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι λένε ότι επί δύο χρόνια θα πρέπει να μείνουν τα μικρά δεντράκια να αναπτυχθούν. Αν πάει κανείς σήμερα στο Τατόι πράγματι βλέπει ότι η φυσική αναδάσωση προχωρά».
Ακολούθως, η αρμόδια υπουργός αρίθμησε τα εν εξελίξει μακράς πνοής έργα στο Τατόι. «Στα μεν κτίρια, τα οποία είναι κηρυγμένα μνημεία, και σε όλα τα κινητά μνημεία, υπάρχει προγραμματισμός, υπάρχει χρονοδιάγραμμα, οι εργασίες εκτελούνται», διαβεβαίωσε και έδωσε το παράδειγμα των Ανακτόρων όπου τα έργα της αποκατάστασης ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. «Το συγκρότημα των μαγειρείων», πάλι, «το οποίο είναι δίπλα στο Ανάκτορο, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί».
Περαιτέρω, «είναι υπό δημοπράτηση άλλα κτίρια, όπως ο Στάβλος του Γεωργίου Α’ για παράδειγμα, που θα φιλοξενήσει το Μουσείο των Αμαξών, ενώ είναι σε πλήρη εξέλιξη οι εργασίες καταγραφής και συντήρησης των αντικειμένων, τα οποία είναι πάνω από 100.000 και κάποια από αυτά θα εκτεθούν στους μουσειακούς χώρους».
«Είμαστε σε πάρα πολύ καλό στάδιο στις συμπληρωματικές μελέτες που χρειάζονται, καθώς έπρεπε να εξαιρεθούν συγκεκριμένοι χώροι από την αναδάσωση. Οι κήποι, για παράδειγμα, μετά τη φωτιά έπρεπε να εξαιρεθούν από τις αναδασωτέες εκτάσεις. Ολα αυτά είναι σε πλήρη εξέλιξη, καθώς και ένα έργο περίπου 20 εκατομμυρίων για τις υποδομές του Τατοΐου, εάν ληφθεί υπόψη ότι δεν υπάρχει φως, νερό, οπτική ίνα», τόνισε η υπουργός και επανέλαβε εμφατικά: «Ολα αυτά είναι σε εξέλιξη».
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν το 2025 θα είναι εφικτή η πρόσβαση των πολιτών στα παλιά ανάκτορα, η κυρία Μενδώνη διευκρίνισε: «Η πρόσβαση των πολιτών θα γίνει μέχρι το 2025. Δεν θα έχει γίνει η πλήρης αποκατάσταση του κτήματος, όμως αυτά τα προγράμματα, όπως η μετατροπή του Ανακτόρου σε Μουσείο, θα έχουν γίνει. Η μετατροπή του Στάβλου του Γεωργίου Α’ σε Μουσείο θα έχει γίνει. Οι υποδομές όλες θα έχουν γίνει. Οι διακηρύξεις για να αναληφθούν από ιδιώτες πλέον, οι αποκαταστάσεις κάποιων κτιρίων που θα φιλοξενήσουν είτε εστίαση είτε φιλοξενία, θα βγουν εντός του 2023. Επομένως, το πρόγραμμα που έχει αναλάβει το υπουργείο Πολιτισμού είναι συνεπές στο χρονοδιάγραμμα και σύμφωνα με τη Μελέτη Βιωσιμότητας, η οποία παρουσιάστηκε το 2021».
Για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Η κυρία Μενδώνη ρωτήθηκε, όπως ήταν φυσικό, και για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, με αφορμή τόσο τη σχετική δήλωση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» –ότι τυχόν επιστροφή τους δεν αναμένεται πριν τις εκλογές–, όσο και τη δήλωση της βρετανίδας ομολόγου της, η οποία ισχυρίστηκε ότι τα Γλυπτά ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Ο Πρωθυπουργός έθεσε τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Είναι μια διαπραγμάτευση που είναι πολύ δύσκολη, χωρίς να είναι αδύνατη», δήλωσε αρχικά η Λίνα Μενδώνη, συμπληρώνοντας ότι δεν μπορεί να επεκταθεί επί του θέματος –όπως δεν επεκτάθηκε και ο κ. Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε– διότι «όταν μια στρατηγική διαπραγμάτευσης ανακοινώνεται, παύει να ισχύει».
Για τη δήλωση της βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού επεσήμανε ότι η Μισέλ Ντόνελαν «επαναλαμβάνει κάποιες θέσεις γνωστές», αλλά και ότι η Ελλάδα «θα συνεχίσει να πιέζει για το δίκαιο του αιτήματός της, ένα δίκαιο το οποίο έχει αναγνωριστεί και σε νομικό και σε ηθικό επίπεδο και από την Unesco μετά την απόφαση του Σεπτεμβρίου του 2021, και θα συνεχίσει να πιέζει για την επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης».
Απαντώντας σε ερώτηση ως προς το αν μπορεί να υπάρξει «λύση» του ζητήματος της επανένωσης των Γλυπτών που να μην αναγνωρίζει νομή και κυριότητα των μνημείων στους Βρετανούς, η υπουργός υπογράμμισε εκ νέου πως «οτιδήποτε ανακοινώνεται στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης ακυρώνει την ίδια την διαπραγμάτευση». Ωστόσο, «η Ελλάδα έχει τις κόκκινες γραμμές της, τις οποίες ακολουθεί με ιδιαίτερη συνέπεια», ξεκαθάρισε.