Στα 40 δισ. ευρώ ή ποσοστό 20% του ΑΕΠ προσδιορίζει το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα η διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης της Eurobank.
Σε έκθεσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη με τίτλο «Εκτιμήσεις του μεγέθους της παραοικονομίας στην Ελλάδα και προτάσεις πολιτικής» παρουσιάζει εκτιμήσεις για το μέγεθος της παραοικονομίας και συνοψίζει τις επιπτώσεις που έχει η έκτασή της για τα δημόσια οικονομικά αλλά και στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Οι συγγραφείς της μελέτης, Τάσος Αναστασάτος, Μιχαήλ Βασιλειάδης, Στυλιανός Γώγος, Θεόδωρος Ράπανος και Θεόδωρος Σταματίου, στην προσέγγιση τους επισημαίνουν μεταξύ άλλων τα εξής:
- Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τους διεθνείς οργανισμούς, το μέγεθος της παραοικονομίας ή της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες κινείται μεταξύ 20%-30% του ΑΕΠ.
- Η ακριβής μέτρηση της έκτασής της είναι εκ φύσεως δύσκολη έως αδύνατη, γι΄αυτό επιχειρείται μια έμμεση εκτίμηση, παρατηρώντας την αντανάκλαση της φοροδιαφυγής σε άλλα οικονομικά μεγέθη.
- Οπως αναφέρθηκε και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το συνολικό εισόδημα που δηλώνουν τα νοικοκυριά στις φορολογικές τους δηλώσεις υπολείπεται σημαντικά της κατανάλωσής τους βάσει των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ.
Η απόκλιση για το 2021 προσεγγίζει τα 50 δισ. ευρώ, ποσό που πιθανώς να είναι υψηλότερο το 2022. Από αυτά τα μεγέθη πρέπει να αφαιρεθούν τα τεκμαρτά ενοίκια, τα οποία η ΕΛΣΤΑΤ συνυπολογίζει στην κατανάλωση, και η δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, η οποία επίσης τονώνει την κατανάλωση, ενώ είναι καταγεγραμμένη φορολογική υποχρέωση.
Κατόπιν αυτών, μια αδρή εκτίμηση για το μέγεθος της παραοικονομίας κινείται περί τα 40 δισ. ευρώ ετησίως.
Ο τουρισμός και τα μετρητά
Κατά το παρελθόν έχουν προσφερθεί κάποιες ερμηνείες για να εξηγηθεί αυτή η διαφορά μεταξύ κατανάλωσης και δηλούμενων εισοδημάτων, οι οποίες όμως δεν ισχύουν. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι εικασίες ότι η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη λόγω τουριστών, ενώ η κατανάλωση των τουριστών καταγράφεται στις εξαγωγές, καθώς και ότι η κατανάλωση τροφοδοτείται από μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ τα μετρητά σε κυκλοφορία είναι σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια.
Μια άλλη ένδειξη για το μέγεθος της παραοικονομίας παρέχεται από τα στοιχεία της αγοράς εργασίας, καθώς προκύπτει σημαντική διαφορά, της τάξης του 17%, μεταξύ του ύψους της απασχόλησης όπως αποτυπώνεται στην έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και της απασχόλησης που θα ήταν συνεπής με τα στοιχεία για το ΑΕΠ. Επιπλέον, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει μεγάλη συσχέτιση των δηλωθέντων εισοδημάτων με τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας.
Για παράδειγμα, το 2020, έτος μεγάλης ύφεσης λόγω της πανδημίας, δηλώθηκαν 1,3δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με το 2019!
Το μέγεθος, συνεπώς, των δηλουμένων εισοδημάτων φαίνεται να αντανακλά απλώς τα περιθώρια που αφήνει το νομικό καθεστώς για την ελαχιστοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης, και όχι το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας.
Μπορεί και χειρότερα
Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η συνολική παραοικονομία είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τους παραπάνω υπολογισμούς.
Πρώτον, σε αυτούς τους υπολογισμούς δεν περιλαμβάνεται η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των νομικών προσώπων. Ενδείξεις για αυτά τα μεγέθη παρέχονται και από την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη που δηλώνουν.
Δεύτερον, το μέγεθος του αποκαλούμενου «κενού ΦΠΑ», το οποίο, παρά την αισθητή υποχώρησή του την περασμένη δεκαετία, παραμένει αναλογικά το τρίτο υψηλότερο στην ευρωζώνη και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ27. Αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος των αποθεμάτων, καθιστά πιθανή μια συστηματική υποεκτίμηση της δαπάνης λόγω ατελούς συμπερίληψης της φοροδιαφυγής.
Τρίτον, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ, οι οποίες, αν και τυπικά δεν αποτελούν τμήμα της σκιώδους οικονομίας, επιδεινώνουν τις συνέπειές της.
Η άμεση συνέπεια της εκτεταμένης φοροδιαφυγής είναι η απώλεια εσόδων για το κράτος. Αν και οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ξεπερνούν τον μέσο όρο της ΕΕ27, τα φορολογικά έσοδα από άμεσους φόρους υστερούν σημαντικά. Εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της φορολογικής δικαιοσύνης, δηλαδή ότι για τη συγκράτηση αυτού του κενού το κράτος βασίζεται στην άντληση εσόδων από ομάδες με ανελαστικές φορολογικές επιλογές -κυρίως μισθωτούς και συνταξιούχους: Από τα 84 δισ. ευρώ εισοδημάτων που δήλωσαν για το φορολογικό έτος 2021 τα φυσικά πρόσωπα, τα 66 δισ. (78%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις και μόλις τα 4,3 δισ. (5%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7%, αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα).
Το 80% των νοικοκυριών που έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα μικρότερα από 10.000 ευρώ. Αυτή η στρέβλωση δημιουργεί με τη σειρά της μια νέα: τη μετατόπιση της οικονομίας σε ένα μοντέλο βασισμένο υπέρμετρα στην αυτοαπασχόληση (η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στον ΟΟΣΑ και στην ΕΕ27 στη σχετική λίστα) και σε έναν μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων, εις βάρος της μισθωτής εργασίας και των επιχειρήσεων μεγαλύτερου μεγέθους αντίστοιχα.