Σχετικά πρόσφατα (τον περασμένο Μάρτιο, με κείμενό του στο Atlantic) προειδοποίησε τους Δυτικούς, πολίτες και πολιτικούς, ότι η Δύση έχει πλέον εισέλθει σε περίοδο φθοράς και παρακμής. Ιδιαιτέρως, δε, τους Αμερικανούς, ότι πρέπει να εγκαταλείψουν την ιδέα της πλανητικής κυριαρχίας, αφού ο κόσμος αλλάζει. Πρέπει να αρκεστούν στο δεδομένο της ισχύος του κράτους τους, η οποία θα διατηρηθεί και στο μέλλον.
Ομως με την εκλογή Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του ότι η μεταπολεμική σχέση που οικοδομήθηκε από Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους θα αναζωογονηθεί σε επίπεδα που αφορούν και την άμυνα απέναντι στη Ρωσία (το ΝΑΤΟ) αλλά και την οικονομία (την από κοινού αντιμετώπιση της Κίνας). Το πιο πρόσφατο άρθρο του Τσαρλς Κούπτσαν, αμερικανού διεθνολόγου και πανεπιστημιακού, δημοσιεύτηκε στη Repubblica και φέρει τον τίτλο «Η αποστολή της Δύσης».
«Μπορούμε όλοι να αναπνεύσουμε με βαθιά ανακούφιση. Ο εφιάλτης της εποχής του Τραμπ πρόκειται να τελειώσει» λέει ο αρθρογράφος, που στον Τζο Μπάιντεν και στη Κάμαλα Χάρις αποδίδει «ακεραιότητα και κοινή λογική», χαρίσματα ικανά να διασφαλίσουν τη χάραξη νέας πορείας στην αμερικανική πολιτική.
«Από τις 20 Ιανουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποτελέσουν και πάλι τον ακρογωνιαίο λίθο των φιλελεύθερων και πλουραλιστικών αξιών, των δημοκρατικών θεσμών και της διεθνούς συνεργασίας». Ο Μπάιντεν θα αποκηρύξει τη «διαβρωτική εξωτερική πολιτική του Τραμπ» και θα επαναφέρει τη ρότα «του συστήματος διακυβέρνησης που καθιερώθηκε μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο». Ετσι οι Ευρωπαίοι θα αντιληφθούν ότι στον Λευκό Οίκο θα έχουν πάλι «πιστούς και αξιόπιστους φίλους».
Στο εσωτερικό μέτωπο ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει τον διχασμό που προκλήθηκε από έναν «εθνικιστικό λαϊκισμό που δεν νικήθηκε, αντιθέτως πήρε περί τα επτά εκατομμύρια περισσότερες ψήφους». Επίσης, την πανδημία και την εξ αυτής οικονομική ζημία. Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων «το πνεύμα και οι θεσμοί της Δύσης είναι έτοιμοι να επιστρέψουν στη σκηνή», με τις ΗΠΑ να πρωτοστατούν. «Ο Μπάιντεν θα επιβεβαιώσει την ιερότητα της συλλογικής άμυνας και θα επενδύσει στη συμμαχία». Και σε πλήρη αντίθεση με τον Τραμπ, «θα βλέπει την Ευρώπη ως πραγματικό εταίρο».
Οι εταίροι όμως μοιράζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ετσι ο Κούπτσαν ιεραρχεί τα ζητήματα, θέτοντας ως μείζον την αντιμετώπιση του υποβάθρου που σχετίζεται με «τη γοητεία του λαϊκιστικού εξτρεμισμού». Και εξηγεί ότι το εύφορο έδαφος στο οποίο αυτός φύεται και αναπτύσσεται δεν είναι άλλο από την «οικονομική αβεβαιότητα» για το παρόν αλλά και για το συνυφασμένο με την τεχνολογία και με το νέο μοντέλο απασχόλησης μέλλον.
Φυσικά, προτεραιότητα πρέπει να είναι για όλους τους Δυτικούς και η επιτυχημένη έξοδος των κοινωνιών τους από την περιπέτεια της πανδημίας. «Είναι απαραίτητη η διατλαντική συζήτηση για την καταπολέμηση του κορονοϊού, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και για τον έλεγχο της μετανάστευσης» γράφει ο Κούπτσαν. Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την αναθέρμανση των σχέσεων ΗΠΑ – Ευρώπης συγκαταλέγονται κατά τον αρθρογράφο και οι δεσμεύσεις που θα αναλάβουν οι Ευρωπαίοι, με «μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες και μεγαλύτερη ευθύνη για την περιοχή τους». Δηλαδή, η ενίσχυση του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, ο Μπάιντεν θα συνεχίσει τη στρατηγική αποδέσμευσης του Τραμπ από περιοχές εύφλεκτες, γράφει ο Κούπτσαν, αφού «Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί συμφωνούν ότι είναι καιρός να τερματιστούν οι αιώνιοι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή». Ετσι, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα κληθεί να λάβει «συγκεκριμένα μέτρα για να αυξήσει τη σταθερότητα στη Λιβύη, στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Συρία και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ». Αυτό θα αποβεί ένα κρίσιμο σημείο για την εξέλιξη των διατλαντικών σχέσεων, καθώς «όσο πιο ικανή και δραστήρια αποδεικνύεται η Ευρώπη, τόσο περισσότερο θα είναι ένας πολύτιμος εταίρος για τις ΗΠΑ».
Τέλος, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του ο Μπάιντεν, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα πρέπει να προωθήσουν έναν «διαρκή διάλογο σχετικά με την κοινή προσέγγιση που πρέπει να ακολουθήσουν έναντι της Ρωσίας και της Κίνας». Η διατήρηση της διατλαντικής σύγκλισης στις σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο είναι κορυφαία προτεραιότητα, «αλλά δεν θα είναι εύκολο, ειδικά εάν οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας συνεχίσουν να κλιμακώνονται», διότι τότε «η Ευρώπη μπορεί να μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει τη δική της πορεία».
Σε επίπεδο παγκοσμίων συνεργασιών, οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν την πλανητική αντιμετώπιση των κορυφαίων προβλημάτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι υγειονομικές κρίσεις, η ασυδοσία στον κυβερνοχώρο, ο βίαιος εξτρεμισμός, τα πυρηνικά οπλοστάσια. «Ο Μπάιντεν κατανοεί πλήρως ότι αυτές οι προκλήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο μέσω πολυμερούς συνεργασίας. Η Ουάσιγκτον θα επιστρέψει στη δημιουργία συνασπισμών αντί να τις κατεδαφίζει», όπως έκαναν οι ΗΠΑ κατά τη διακυβέρνηση Τραμπ.
«Η προεδρία Μπάιντεν αντιπροσωπεύει όχι μόνο την ευκαιρία να ανοικοδομηθεί η φιλελεύθερη τάξη που έχτισαν μαζί οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και να βελτιωθεί περαιτέρω» καταλήγει ο Κούπτσαν.