Το πρωί της Πέμπτης 14 Ιουλίου τελέστηκε, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, η κηδεία του Δημήτρη Μαρωνίτη. Συγγενείς και φίλοι συγκεντρώθηκαν για το τελευταίο αντίο στον κορυφαίο φιλόλογο, μεταφραστή αρχαίων συγγραφέων και δοκιμιογράφο, που πέθανε τη Δευτέρα 11 Ιουλίου σε ηλικία 87 ετών.
Στην κηδεία έδωσαν το «παρών», μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ξυδάκης, ο γνωστός στιχουργός Μάνος Ελευθερίου, ο βουλευτής της ΝΔ Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών κ. Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Επίσης, το τελευταίο «αντίο» στον Δημήτρη Μαρωνίτη είπαν ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλής Μήτκας, ο Βασίλης Κάλφας, καθηγητής φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, ο αναπληρωτής καθηγητής στον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Δημήτρης Κουτσογιάννης και πλήθος άλλων πανεπιστημιακών.
Ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Δημάρχου Αθηναίων
«Προσπαθώ να μιλήσω για σένα, Μίμη, και διαρκώς σε σκέφτομαι μέσα από δυαδικά σχήματα:
λ.χ. Αθήνα και Θεσσαλονίκη, Ιλιάδα και Οδύσσεια, Ομιλία και Γραφή, παιδί του κατηχητικού αλλά και άνδρας ελευθεριάζων, μοναχικός διανοούμενος αλλά και άνθρωπος της δράσης. Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι για πολλή ώρα. Σε σκέφτομαι λοιπόν Μίμη ξεκινώντας από δίπολα, αμέσως όμως συνειδητοποιώ ότι ουδέποτε εγκλωβίστηκες σε κάποιο από αυτά. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να σε παρακολουθήσει κανείς. Δεν μας προσφέρεις βεβαιότητες, δεν υπάρχει στα γραπτά σου, αλλά ούτε και στη ζωή σου νομίζω, καμία μονοσήμαντη αλήθεια. Η αλήθεια ή μάλλον η πραγματικότητα ήταν πάντοτε για σένα τουλάχιστον αμφίσημη. Και ασφαλώς κάποια υπόγεια σχέση συνδέει τη διαλεκτική αγωνία στη σκέψη σου με την αέναη κινητικότητα της ζωής σου. Η μετακόμιση από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείπεις τη γενέθλια πόλη, το διαρκές μπρος – πίσω από την αρχαία ελληνική γραμματεία στην νεοελληνική λογοτεχνία, η μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο αλλά και η απωθημένη λατρεία για το θέατρο. Η σχεδόν αρχέγονη λατρεία σου για τη μάνα, αλλά και η όψιμη ανακάλυψη της σιωπηρής αγάπης για τον πατέρα.
Δύσκολο πράγμα να ισορροπείς διαρκώς, χωρίς ποτέ να συμβιβάζεσαι, να ανακαλύπτεις, χωρίς να εκπλήσσεσαι. Εννοώ τέλος πάντων συνέχεια να αναβαπτίζεις τη σχέση σου με τη ζωή, κρατώντας ωστόσο επίμονα την επαφή με μια βαθιά ριζωμένη ουσία της ύπαρξής σου. Οι δύσκολες καταστάσεις πλάθουν δύσκολους ανθρώπους. Και ο Μαρωνίτης αναμφίβολα δεν ήταν ένας εύκολος τύπος ανθρώπου. Στον δημόσιο βίο του πάντως, που κυρίως μας αφορά σήμερα, θα τον χαρακτήριζα δύσκολο, όπως λέμε «δύσκολος» καθηγητής, δηλαδή απαιτητικός. Οποιος τύχαινε να συζητήσει μαζί του, σε αμφιθέατρο, σε σπίτι ή σε ταβέρνα, αμέσως το διαπίστωνε. Ο Μαρωνίτης δεν χαριζόταν, το είχε κατακτήσει όμως άξια αυτό το δικαίωμα, γιατί δεν χαρίστηκε πρώτα από όλους στον εαυτό του.
Αυτό αποδεικνύει και η στάση του κατά την απριλιανή δικτατορία. Ο πολλά υποσχόμενος υφηγητής έπαιξε το μέλλον του, τη ζωή του, κορώνα-γράμματα. Εδώ δεν υπήρξε καμία αμφιβολία, κανένας δισταγμός. Κι όμως ο άνθρωπος αυτός που βασανίστηκε όσο λίγοι τότε, όταν αργότερα περιγράφει την εμπειρία του, ομολογεί ότι σε ανθρώπινο επίπεδο κατανοεί τους δεσμώτες και βασανιστές του. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του μιλά για την αμφισημία στη σχέση θύτη/θύματος. ‘Οπως λέει και αλλού, “το καλό και το κακό, ως θεμελιώδης διάκριση, υπάρχει στη ζωή μας, μοιράζεται όμως μέσα μας κι ανάλογα καθορίζει τη δημόσια στάση καθενός. Αυτό που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει είναι καλοί και κακοί άνθρωποι, αυτό είναι μια φαντασίωση”. Χρειάζεται γενναίο απόθεμα ψυχικής δύναμης και σοφίας για να μιλάς και να φέρεσαι έτσι. Πιστεύω ότι στο πρόσωπο του Δημήτρη Μαρωνίτη συνοψίζονται ιδανικά τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του διανοούμενου της λεγόμενης ανανεωτικής Αριστεράς, έτσι τουλάχιστον όπως τον έζησε η γενιά μου στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Μαχητικός, συχνά μάλιστα άτεγκτος στη δημόσια αντιπαράθεση, αλλά βαθιά ανθρώπινος απέναντι σ’ εχθρούς και αντιπάλους. Με την αριστερά ο ίδιος είχε από νωρίς βιωματική σχέση. Διατήρησε, όπως πρόσφατα ομολόγησε, ανεξίτηλη μέσα του την αίσθηση που δοκίμασε όταν παιδάκι τον πήρε ο καπνεργάτης πατέρας του σε ένα συλλαλητήριο καπνεργατών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Μαρωνίτης δεν περιορίστηκε βεβαίως στο βίωμα. Το επεξεργάστηκε με τον δικό του, βασανιστικό και βασανισμένο τρόπο μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν. Οταν όμως τον ρωτά ο δημοσιογράφος αν έχει απομείνει σήμερα κάποια αριστερά ως ελπίδα, αποφεύγει να απαντήσει. Ο τόσο τολμηρός αυτός άνθρωπος σχεδόν δραπετεύει, καταφεύγοντας στον οικείο χώρο του, στον λόγο. “Υπάρχουν λέξεις”, απαντά, “που δεν τις διαγράφεις, όπως η λέξη αγάπη και η λέξη αριστερά”.
Παρεμβαίνοντας εδώ, σχεδόν αυθαίρετα, κάποιοι φίλοι του θα προσθέταμε και την τρίτη μεγάλη λέξη της ζωής του που αρχίζει από Α, ένα όνομα: Ανθή.
Μίμη, σήμερα δεν υπάρχει στη χώρα Αριστερά. Υπάρχουν όμως αριστεροί. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται εδώ σήμερα για να σε αποχαιρετήσουν. Ηρθαν για το μεγάλο αντίο στον μεγάλο Δάσκαλο που έκανε μαθητές, ακόμη κι αυτούς που δεν έκατσαν ποτέ στα έδρανα των αμφιθεάτρων όπου δίδαξε.
Δημήτρη Μαρωνίτη, εκ μέρους όλων αυτών, σε ευχαριστώ».
«Σε αποχαιρετούμε ως έναν εκ των Αρίστων»
Εκ μέρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο πρύτανης, κ. Περικλής Μήτκας, εκφώνησε τον αποχαιρετισμό στον Δάσκαλο:
«”Φιλότης” και “φιλέταιρος”, λέξεις ομηρικές με σημασίες και έννοιες παραδειγματικές για τη σπάνια, και δυσεύρετη πια, στόφα του δασκάλου Δημήτρη/Μίμη Μαρωνίτη. “Το μέγεθος και ο όγκος της πνευματικής και πολιτικής του παρουσίας δεν είναι διαπραγματεύσιμα”, όπως δεν θα είναι και η απουσία του. Στάση της ζωής του, με τίμημα οδυνηρό την απομάκρυνσή του από το δασκαλίκι: το “ιερό και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του καθενός να σκέπτεται, να μιλά και να γράφει ελεύθερα”.
Προπέμπουμε σήμερα μια εμβληματική μορφή της ελληνικής γλώσσας, των γραμμάτων, του πολιτισμού, τον από Θεσσαλονίκης, δικό μας, Ομότιμο Καθηγητή, Δημήτρη Μαρωνίτη. Γεννήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που γίνεται φέτος 90 χρονών. Μαθητής στο Πειραματικό Σχολειό, φοιτητής και Καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή, ύφανε τη ζωή του στα θρανία και τα έδρανα του Πανεπιστημίου, πλάστηκε και έπλασε στρατιές μαγεμένων ακολούθων.
Ακατάβλητος εραστής της ελληνικής γραμματείας και πρωτοπόρος της γλωσσικής ευαισθησίας και ακρίβειας, άνοιξε νέους ορίζοντες στην έρευνα της ελληνικής γλώσσας, της λογοτεχνίας και της φιλολογίας, αλλά και στην εκπαίδευση του τόπου μας, σπάζοντας τα ψευδεπίγραφα τείχη μεταξύ αρχαίας και νέας ελληνικής, καθαρεύουσας και δημοτικής.
Υπηρέτησε με σθένος, αξιοπρέπεια και καρτερική πειθαρχία την ακαδημαϊκή ελευθερία. Δίδασκε ασταμάτητα, μέχρι την τελευταία στιγμή, ήθος απαράμιλλο αρετής και ανθρωπιάς αριστοκρατικής. Τίμησε όσο ελάχιστοι την επιστήμη του και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο διεθνώς.
Το διδακτικό του έργο έφερε τον Μαρωνίτη σε όλες τις άκρες της ελληνικής γης, ιδίως: στην αγαπημένη του Ιθάκη, όπου, ατέλειωτα καλοκαίρια, συνομιλώντας με μεγάλα, δικά μας και ξένα, φιλολογικά ονόματα και καθοδηγώντας τους νέους Έλληνες και ξένους επιστήμονες από ποικίλα πανεπιστήμια, συνέβαλε στη διεθνή άνθηση των οδυσσειακών σπουδών.
Με το ερευνητικό του έργο για τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και τη νέα ελληνική λογοτεχνία αλλά και με τις μεταφραστικές του δοκιμές σφράγισε με τον δικό του, μοναδικό, “μαρωνίτειο” τρόπο την ελληνική γλώσσα και τη φιλολογική ερμηνεία.
Και βέβαια, υπήρξε οξύς αναλυτής της πολιτισμικής και πολιτικής καθημερινότητας, όπως τον γνώρισαν και τον αγάπησαν μυριάδες τακτικοί του αναγνώστες.
Ως Πρύτανης οφείλω να εξάρω την προσφορά του Δημήτρη Μαρωνίτη στο Τμήμα Φιλολογίας, στη Φιλοσοφική μας Σχολή, στο Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αλλά και στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, που επιστημονικά, αποτελεί σάρκα εκ της σαρκός της ίδιας Φιλοσοφικής Σχολής. Το ξεχωριστό οργανωτικό του ταλέντο αποκαλύφθηκε ευεργετικά σε όσα πανεπιστημιακά αξιώματα αναδείχτηκε με τις ακαδημαϊκές δημοκρατικές διαδικασίες, στις οποίες μετά πάθους επέμενε.
Χρημάτισε Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας, Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής και Μέλος της Συγκλήτου, όπου άφησαν εποχή οι σοφές και ώριμες προτάσεις και παρεμβάσεις του, για τη δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού ιδρύματος.
Ως Πρύτανης, οφείλω να υπενθυμίσω ότι απολύθηκε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας γιατί δεν εδίστασε να αντιδράσει καίρια, όταν χρειάστηκε, υπερασπιζόμενος τις πολιτικές ελευθερίες και την ακαδημαϊκή τάξη.
Ως Πρύτανης, αναρωτιέμαι αν το ελληνικό Πανεπιστήμιο μπορεί πια να αντικαθιστά τους αποχωρούντες αρίστους, προσελκύοντας ή συγκρατώντας τους νέους επιστήμονες, μεσούσης της μεγάλης φυγής.
Δημήτρη Μαρωνίτη, σε αποχαιρετούμε ως έναν εκ των Αρίστων, με την πεποίθηση πως φεύγεις ικανοποιημένος από το ταξίδι σου στην Ιθάκη.
Ευτύχησες να δεις νεότερες γενιές που ακολούθησαν δημιουργικά την παραδειγματική σου στάση ζωής στη διδασκαλία και την έρευνα.
Ευτύχησες να ακούσεις από μαθητές λόγια ευγνωμοσύνης για το γοητευτικό και ανεπανάληπτο μάθημα ζωής που τους πρόσφερες.
Ευτύχησες να καμαρώσεις και να νιώσεις περήφανος για την πρόοδο και την προκοπή χιλιάδων μαθητών και μαθητριών σου.
Οι οποίες και οι οποίοι, βέβαια, στο άγγελμα της αναχώρησής σου, ξεχύθηκαν στα ηλεκτρονικά και έντυπα φόρα και κάνουν αυτό που τους έμαθες τόσο καλά: χρησιμοποιούν σωστά, μα απρόσμενα, σχεδόν ποιητικά, τις λέξεις, κλείνουν τις αξέχαστες φράσεις σε εισαγωγικά και μεταφράζουν τη γλυκύτητα της νοσταλγίας και την ένταση της ευγνωμοσύνης σε κείμενα υμνητήρια, το ένα καλύτερο από τ’ άλλο.\
Μέσα από τους μαθητές σου και τις μαθήτριές σου, τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές σου, η μνήμη σου, Δημήτρη Μαρωνίτη, θα είναι αιώνια.
Και σε μεν γλυκύς ύπνος επήλυθε κεκμηώτα.
Το δε Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, ευγνωμονούν, κλίνει το γόνυ και σε γλυκοφιλεί».
Ο Μίμης, όπως τον αποκαλούσαν όσοι τον γνώρισαν, παρέμεινε ενεργός επαγγελματικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ είχε μεταφράσει την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» του Ομήρου, όπως επίσης Ησίοδο, Σοφοκλή, Ηρόδοτο και Σαπφώ.
Γνωρίστε τους βασικούς σταθμούς της ζωής και της σκέψης του.