Τρία αδέλφια σκοτωμένα σε «καιρό ειρήνης» δείχνουν μόνο ένα πράγμα: ότι ο πόλεμος μεταφέρθηκε από τα παραδοσιακά πεδία των στρατιωτικών μαχών στους δρόμους των πόλεων – ορθότερα: μέσα στα σπίτια του κόσμου, του φτωχόκοσμου.
Τέτοια κατάσταση μπορεί να ερμηνευθεί ως εξέλιξη του πολιτισμού μας;
Αν ρωτήσεις τη μάνα και τον πατέρα του Ντέιβιντ, του Τζόζεφ και του Τρέβορ, τριών νεαρών Βρετανών νιγηριανής καταγωγής που τους σκότωσαν οι συμμορίες του Λονδίνου, θα λάβεις την πρέπουσα απάντηση: «Οχι, αυτή δεν είναι ζωή».
Η Λίντα Μπαρκ-Μόνερβιλ έχει γίνει το σύμβολο όλων των θυμάτων της βίας των συμμοριών που λυμαίνονται τη βρετανική πρωτεύουσα. Μαζί με τον άνδρα της, τον Τζον, βιώνουν την οικογενειακή τραγωδία τους ως εφιάλτη διαρκείας, αφού έχουν άλλα τέσσερα παιδιά και τρέμει το φυλλοκάρδι τους.
Το θέμα ανέδειξε στην πρώτη σελίδα της η αγγλική εφημερίδα Guardian.
Οι συμμορίτες πρώτον σκότωσαν τον Τρέβορ, το 1994, σε ηλικία 26 ετών. Τον μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου. Το 2013 σκοτώθηκε ο Τζόζεφ από πυρά αντιπάλων συμμοριών – είχε βρεθεί τη λάθος ώρα στον λάθος τόπο. Τρίτος στη σειρά ήταν ο Ντέιβιντ, 38 ετών, ο οποίος μαχαιρώθηκε μπροστά από το σπίτι του, εφέτος τον Ιούνιο, από κάποιον που ξεκίνησε για ληστής και κατέληξε φονιάς.
«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την πολλαπλότητα του πένθους μας» οδύρεται η χαροκαμένη μάνα που όταν είδε σκοτωμένο και τον τρίτο γιο της ούρλιαξε: «Οχι ξανά, δεν μπορώ να θάψω και άλλον!»
Οι γονείς των τριών σκοτωμένων αδελφών μιλούν για «ένα φοβερό όνειρο»: «Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την τραγωδία, ήταν όλα τους αθώες ψυχές, κανένας τους δεν είχε σχέση με συμμορίες. Η οικογένειά μας δεν είχε ποτέ προβλήματα με την αστυνομία. Δεν καταλαβαίνω γιατί συνεχίζει να μας συμβαίνει αυτό. Γιατί δεν μπορούν τα παιδιά μας να μεγαλώσουν όπως και οι άλλοι άνθρωποι;»
Η Νέα Υόρκη της Ευρώπης
Οι στατιστικές για τον σύγχρονο υπόκοσμο του Λονδίνου προβάλλουν τη βρετανική πρωτεύουσα ως μεγαλούπολη πιο βίαιη και από τη Νέα Υόρκη ακόμη. Οι φόνοι έχουν πολλαπλασιαστεί και κατά κύριο λόγο σχετίζονται με τον πόλεμο μεταξύ εγκληματικών ομάδων.
Στο φόντο, εννοείται, είναι πάντα τα ναρκωτικά: το χονδρεμπόριο, η λιανική διακίνηση και οπωσδήποτε η χρήση. Αλλά και η ταξικότητα: οι υποβαθμισμένες λαϊκές περιοχές, οι κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενες «δύσκολες», όπου ζουν κυρίως μαύροι, όπου οι περιθωριακοί αλληλοεξοντώνονται, καμιά φορά παίρνοντας στον λαιμό τους και άλλους ανθρώπους, αθώους αλλά πάντα μαύρους. (Οποιος τυχαίνει να είναι λευκός και να διαμένει σε καλύτερη γειτονιά, διατρέχει πολύ μικρότερο κίνδυνο να σκοτωθεί.)