Από τις εργασίες καθαρισμού στο Μάτι μέρες μετά την τραγωδία | SOOC
Επικαιρότητα

Μάτι: «Μου παρέδωσαν τη μητέρα μου, καμένη, μέσα σε σακούλα σούπερ μάρκετ»

«Μας κορόιδευαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί. Στις 19.30 υπήρχε άνθρωπος που είχε δει 30 καμένους», κατέθεσε μάρτυρας, αναδεικνύοντας ξανά το μέγεθος της υποκρισίας των τότε κυβερνητικών υπευθύνων με την «περιβόητη» σύσκεψη στο Συντονιστικό. «Στη Μαραθώνος, βρέθηκε αστυνομικός που ήθελε να με στείλει στο Μάτι. Τον αγνόησα βρίζοντας και έφυγα»
Protagon Team

Σύγχυση, άγνοια, ανικανότητα, ανοργανωσιά, υποκρισία. Στις λέξεις αυτές συμπυκνώνονται οι νέες φρικιαστικές περιγραφές των μαρτύρων στη δίκη για την εθνική τραγωδία στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, με την οργή για το «θέατρο» που στήθηκε το βράδυ εκείνο της 23ης Ιουλίου στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής, να ξεχειλίζει.

Ηταν τόσο μεγάλη η άγνοια που είχαν οι κάτοικοι για την πύρινη λαίλαπα που έζωνε την περιοχή, που όπως κατέθεσε μάρτυρας, τον πρώτο εγκαυματία που πήγε στο Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης, τον ρώτησαν οι γιατροί αν κάηκε από βραστό νερό!

«Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτό που νόμιζα καμένη κουρτίνα μπάνιου, ήταν η μητέρα μου», είπε ο Νίκος Γιαννόπουλος, μεταφέροντας στο δικαστήριο όλα όσα ένιωσε όταν παρέλαβε την καμένη σορό της μέσα «σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.

Κατά δήλωσή του,  δήμαρχος της περιοχής καθησύχαζε τον κόσμο στο Μάτι λέγοντας πως η φωτιά θα πάει βόρεια προς τον Διόνυσο.

«Γύρω στις πέντε παρά δέκα με πήρε η σύζυγός μου πανικόβλητη. “Ελα σπίτι γρήγορα, νομίζω θα έχουμε πρόβλημα με τη φωτιά”», περιέγραψε. «Φτάνοντας στις 17.20 στα φανάρια της Αττικής Οδού, ακούω τον κ. Μπουρνούς να λέει κατά λέξη ότι υπάρχει φωτιά στο Νταού και εκκενώνεται το Λύρειο Ιδρυμα και ότι αν ξεφύγει θα πάει βόρεια προς Διόνυσο. Πήρα τη γυναίκα μου και της το είπα και πήρα και τη μητέρα μου και ήταν μια χαρά. Ο δρόμος άδειος και ο κόσμος ήρεμος…φτάνω στο σπίτι και βλέπω μια σύζυγο να ουρλιάζει: “Νίκο φεύγουμε!”.

»Της λέω “ηρέμησε πάει άλλου η φωτιά”. Στις 6 κόβεται το ρεύμα. Επρεπε να βγάλω το αμάξι από το γκαράζ. Πήραμε δυο αυτοκίνητα και πηγαίναμε προς Αγία Μαρίνα. Βγαίνω στη Μαραθώνος, βρέθηκε αστυνομικός που ήθελε να με στείλει στο Μάτι. Τον αγνόησα βρίζοντας και έφυγα», ανέφερε, σε μία ακόμη μαρτυρία-κόλαφο για την εγκληματική ανυπαρξία της ΕΛ.ΑΣ εκείνες τις κρίσιμες ώρες που ουσιαστικά έστειλε σε «παγίδα-θανάτου» δεκάδες αυτοκίνητα από τη Λ. Μαραθώνος.

«Πήρα τη μητέρα μου “έρχομαι να σε πάρω μην ανησυχείς”. Ήταν η τελευταία συνομιλία με τη μητέρα μου… Γύρω στις 20.30 που είχε πέσει ο αέρας πήγα προς το Μάτι. Αφησα το αμάξι λίγο πριν τα ξενοδοχεία. Δεν ξέρω πώς είναι η κόλαση, αλλά αυτό που αντίκρισα ήταν 10 φορές χειρότερο…», δήλωσε χαρακτηριστικά  ο κ. Γιαννόπουλος.

Λίγο αργότερα, αντίκριζε το σπίτι της μητέρας του στο Μάτι καμένο, χωρίς να γνωρίζει ότι μέσα στις στάχτες ήταν και η ίδια.

«Λέω στη γυναίκα με αυτά που είδα στο Μάτι, υπάρχουν νεκροί έχει γίνει χαμός. Μου λέει “τι λες;” Και μου δείχνει το βίντεο με τον πρωθυπουργό και την περιφερειάρχη. Μας κορόιδευαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί. Στις 19.30 υπήρχε άνθρωπος που είχε δει 30 καμένους», πρόσθεσε με οργή ο μάρτυρας για την «παράσταση» στο Συντονιστικό.

Η Μαρίνα Λαμπρίδου, που έχασε στις φλόγες τον πατέρα της, κατέθεσε ότι άκουγαν για τη φωτιά στην Κινέττα και εν συνεχεία για την φωτιά στο Νταού, αλλά ήταν ήσυχοι πως δεν κινδυνεύουν.

«Δεν θεωρήσαμε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε εμάς. Φοβηθήκαμε όταν κόπηκε το ρεύμα. Ημουν μέσα στο σπίτι με την μητέρα μου και έπαθα κρίση πανικού. Ο πατέρας μου ήταν έξω. Όταν κάποια στιγμή μπήκε στο σπίτι φώναζε “καίγομαι, πονάω”. Την ώρα που φεύγαμε η φωτιά είχε μπει στο οικόπεδο… Βγαίνοντας από το σπίτι είχε καύτρες παντού. Μέχρι την πρώτη είσοδο του Βουτζά δεν ακούσαμε τίποτα. Βρήκαμε μετά ένα περιπολικό και ο πατέρας μου φώναζε “καίγομαι, πονάω”. Φτάσαμε στη Νέα Μάκρη στο Κέντρο Υγείας. Δεν είχαν ιδέα για φωτιά. Μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό! Μετά άρχισε να φτάνει κόσμος. Ο μπαμπάς μου κατέληξε στις 26 Ιουλίου στο ΚΑΤ».

Η αδελφή της μάρτυρος, Βασιλική Λαμπρίδου, περιέγραψε πώς κατάφερε να σωθεί, αν και μαζί με τον σύζυγο και το παιδί τους εγκλωβίστηκαν στο Μάτι στο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων.

«Ο σύζυγός μου στις 17.45, μου λέει “πάμε να φύγουμε από το σπίτι γιατί θα καούμε ζωντανοί”. Από το παράθυρο του σαλονιού έβλεπα το σπίτι των γονιών μου. Δεν έβλεπα σπίτι πλέον, μόνο μαύρους πυκνούς καπνούς. Πήραμε το παιδί και βγήκαμε έξω. Έπεφταν καύτρες. Είχε πέσει το ρεύμα. Προσπάθησα να καλέσω τους γονείς μου αλλά τίποτα. Μπήκα με το παιδί στο αμάξι, ο σύζυγός μου στο δικό του. Οδηγούσα σαν μια τρελή με ένα 8 μηνών παιδί και δεν ήξερα που πηγαίνω. Φτάσαμε στο Μάτι, ξεκίνησε το μποτιλιάρισμα αλλά ήμασταν από τους τυχερούς», ανέφερε στην περιγραφή της.

Οσο για τον πατέρα της, είπε  ο΄τι «τον παρέλαβαν στο ΚΑΤ και τον έριξαν σε κώμα για να μη νιώθει τον πόνο. Ήταν μέσα κι έξω καμένος περίπου στο 67%. Εμείς μάθαμε τον θάνατο του πατέρα μας από τις ειδήσεις. Δεν μας ενημέρωσαν έγκαιρα από το νοσοκομείο. Τον είχε κάψει το θερμικό κύμα και θεώρησε ότι έπρεπε να μπει στην πισίνα για να ηρεμήσει, οι γιατροί μας είπαν ότι ήταν λάθος αυτό βέβαια».

Το δικαστήριο με ανάλογη εισαγγελική πρόταση απέρριψε αίτημα για αυτοπρόσωπη παρουσία κατηγορουμένων που υπέβαλε συνήγορος υπεράσπισης. Ο συνήγορος υποστήριξε οτι οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να βρίσκονται στο δικαστήριο χαρακτηρίζοντας  «θεσμική απρέπεια» την απουσία τους από την αίθουσα.