Συγκλονισμένοι, μέσα στην αίθουσα όπου δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος, άκουσαν οι δικαστές και οι παράγοντες της δίκης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι την εξιστόρηση της Ιωάννας Πεταλά, για το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, οπότε έχασε τους γονείς της μέσα στη φωτιά, από την οποία η ίδια γλίτωσε με εκτεταμένα, σοβαρότατα εγκαύματα σε όλο το σώμα της.
«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ηταν γυμνή, χωρίς μαλλιά, και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντιλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της, ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα, πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι», κατέθεσε η κυρία Πεταλά, η οποία, όπως ανέφερε για το ΑΠΕ-ΜΠΕ η δημοσιογράφος Τζούλη Βινιεράτου, περιέγραψε σκηνές τόσο σοκαριστικές που πάγωσαν το ακροατήριο.
Η κυρία Πεταλά, η οποία νοσηλεύτηκε επί δύο μήνες με σοβαρές επιπλοκές που αντιμετωπίστηκαν σε ΜΕΘ, κατέθεσε στο δικαστήριο ότι έχοντας αρπάξει φωτιά, έφτασε στη θάλασσα και έπεσε μέσα για να σωθεί. Οι περιγραφές της για εκείνο το μαρτυρικό απόγευμα του Ιουλίου του 2018 έμοιαζαν κυριολεκτικά με κατάβαση στην κόλαση:
«Εκείνη την ημέρα, γύρω στις 17:30, άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. Δέκα λεπτά μετά, κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι, ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Αρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε… Την ώρα που φεύγαμε, μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά και κάτω. Η φωτιά μάς κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Ακινητοποιηθήκαμε και είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω “βγείτε έξω θα καούμε”. Έπεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός…».
Η μάρτυρας, πολύ έντονα φορτισμένη, αφηγήθηκε για τις στιγμές που πλέον η φωτιά τους πρόλαβε ενώ έτρεχαν να σωθούν: «Επεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γύρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Ακουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και πιο ’κεί μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό… Ακουσα κάποιον να μου λέει “κοπέλια, καίγεσαι”. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Εφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω αλλά ξαναμπήκα μέσα, γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, όπως ανέφερε η μάρτυρας, άκουγε πολλούς να προσπαθούν να αναζητήσουν βοήθεια, χωρίς ωστόσο να βρίσκουν ανταπόκριση. «Κάποιος μίλησε με έναν δικό του και του είπε “είμαστε όλοι στην παραλία. Ειδοποίησε κάποιον να έρθει να μας σώσει”. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω. Ακουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσάς μου. Της λέω “πού είναι η μάνα μου;”. Μου λέει “είναι καλά”. Προσπάθησα να τη βρω… Ηρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ, έμεινα 54 μέρες. Εχω καεί στα χέρια, στην πλάτη, στους γλουτούς και τα πόδια. Επαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα στη ΜΕΘ οκτώ ημέρες. Είχαν πει ότι δεν θα γλιτώσω. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε με τη ζέστη τα εγκαύματα. Δεν μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει», σημείωσε η κυρία Πεταλά.
Με σφιγμένα τα χαρακτηριστικά της, η μάρτυρας κατέθεσε στη συνέχεια όσα έμαθε πως συνέβησαν στους γονείς της, αφού χωρίστηκαν κυνηγημένοι από τις φλόγες, περιγράφοντας τις εικόνες που της μετέφεραν με τη μητέρα της καμένη να ουρλιάζει από τους πόνους επί ώρες και τον πατέρα της απανθρακωμένο κοντά στο αυτοκίνητο.
Οργισμένη, η μάρτυρας τόνισε: «Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο, χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος, έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα… Μία κατηφόρα ήταν… Οι δικοί μου θα ζούσαν».
Η αδελφή της μάρτυρα, Δήμητρα Πεταλά, περιέγραψε το χάος που αντιμετώπισε αναζητώντας τους δικούς της χωρίς να μπορεί να βρει κανέναν στον κρατικό μηχανισμό να τη βοηθήσει. Είναι ενδεικτική η περιγραφή της για το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα: «Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα, τηλέφωνο από την Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης. Εκεί, στην Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης, δήλωσα τους αγνοούμενους. Στην Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης».
Ακόμη και για να αναγνωρίσει τους γονείς της, η μάρτυρας, όπως είπε, δεν ειδοποιήθηκε από κανέναν. Μόνη της πήρε τηλέφωνο: «Δεν είχα καμία ενημέρωση. Πήρα τηλέφωνο και τους λέω “νομίζω πως σε αυτούς τους σάκους που έχετε, έχω δυο νεκρούς μέσα”».
Οπως κατέθεσε η μάρτυρας, δεν θα ξεχάσει ποτέ πως όταν πήγε να δει την αδελφή της στο νοσοκομείο, «ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ηταν άλλοι τρεις μαζί με την αδελφή μου».