Συγκλονίζει η ιστορία της τελευταίας από τους 58 εγκαυματίες της φωτιάς στο Μάτι, που νοσηλεύθηκαν μετά την πυρκαγιά. Η Πηνελόπη Κωνσταντάκη επέστρεψε σπίτι της, το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου, μετά από 16 μήνες νοσηλείας.
Οπως αναφέρει η Lifo, η 66χρονη γυναίκα πήρε εξιτήριο την περασμένη εβδομάδα από το κέντρο αποκατάστασης «Θησέας».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Ελίζας Τριανταφύλλου, στο Παρατηρητήριο για το Μάτι, η κυρία Κωνσταντάκη ήταν η πιο βαριά περίπτωση εγκαυματία από τους επιζήσαντες.
Την Κυριακή, στο καφέ «Αρτιον» στο Μάτι, την περίμενε μια έκπληξη καθώς περίπου 30 άτομα την υποδέχτηκαν: φίλοι, γείτονες αλλά και άνθρωποι που δεν την γνώριζαν αλλά είχαν ακούσει για την ιστορία της.
Ανάμεσά τους και ο Αλέξης Ανδρονόπουλος και η Μαρίνα Καρύδα, μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής Κατοίκων στο Μάτι Αττικής (ΣΕΚΜΑ), που ανέλαβαν από τις πρώτες κιόλας μέρες της καταστροφής τον συντονισμό της αποκατάστασης των εγκαυματιών, διεκδικώντας την οικονομική υποστήριξη και την εξειδικευμένη ιατροφαρμακευτική τους κάλυψη.
«Τους αισθανόμαστε σαν συγγενείς», λένε ο αδερφός της Πηνελόπης, Γιώργος και η σύζυγός του Ελένη, που όλους αυτούς του μήνες, δεν έφυγαν από το πλευρό της 66χρονης.
Εξαιτίας της φαρμακευτικής αγωγής και των επιπλοκών, η γυναίκα πάσχει πλέον από νεφρική ανεπάρκεια και μειωμένη ακοή.
Κάποιοι από την παρέα πλησίασαν και της προσέφεραν ένα μικρό συμβολικό δώρο. Στη συνέχεια, η κυρία Κωνσταντάκη πήρε τον λόγο και καθήλωσε τους παριστάμενους με την αφήγησή της.
Τι έγινε εκείνο το απόγευμα, στις 23 Ιουλίου 2018
«Μένω στο Κόκκινο Λιμανάκι. Η φωτιά ήρθε εκεί απροσδόκητα. Το κατάλαβα από τον θόρυβο, άκουγα μαρσαρίσματα και μεγάλη κινητικότητα. Βγαίνω έξω και βλέπω μια μεγάλη φλόγα που σε λίγα δευτερόλεπτα ήρθε πίσω από το σπίτι, άρχισα λοιπόν να καταβρέχω. Οταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, σκέφτηκα ότι πρέπει να φύγω. Πήρα τα απαραίτητα, τα χαρτιά μου και κάτι χρήματα. Από τη βιασύνη μου άφησα τα κλειδιά στην πόρτα. Η φωτιά δυνάμωνε, το αυτοκίνητο ήταν αδύνατον να το πάρω, η περιοχή είχε σκοτεινιάσει από τους καπνούς, είδα την πόρτα ενός φιλικού σπιτιού ανοικτή και μπήκα. Oμως στην αυλή δεν υπήρχε σκέπαστρο και είχε πολλά πεύκα.
»Τα κουκουνάρια έπεφταν αναμμένα στους ώμους μου, στα πόδια μου, γιατί φορούσα βερμούδα και ήμουν ακάλυπτη και όπου ήταν ακάλυπτο το σώμα μου κάηκε. Και κάηκα πολύ. Είχαν 40% βάθος τα εγκαύματα που έπαθα, αλλά από την υπερένταση δεν είχα καταλάβει τίποτα. Τα έδιωχνα από πάνω μου με γυμνά χέρια. Οταν καταλάγιασε η φωτιά βγήκα έξω στο δρόμο όπου ήταν η πυροσβεστική και μου είπε “δεν πρέπει να κυκλοφορείτε μόνη σας αλλά πρέπει να βρείτε κάποιον να σας πάει στη Ραφήνα”. Μπροστά από το πυροσβεστικό ήταν ένας νεκρός, μπρούμυτα. Μου λένε οι πυροσβέστες, “μην κοιτάτε γύρω σας καλύτερα”. Για καλή μου τύχη πέρασε ένας γείτονας και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητό του μαζί με άλλο ένα ζευγάρι και πήγαμε στη Ραφήνα. Με άφησε σε μια καφετέρια. Εκεί, όσο περνούσε η ώρα αισθανόμουν άσχημα. Κόντευα να λιποθυμήσω. Οι άνθρωποι με περιποιήθηκαν πάρα πολύ, στο τέλος έφεραν ασθενοφόρο. Την ώρα που έμπαινα μέσα, έφτασε ο αδερφός μου».
Ο αδερφός της θυμάται την αγωνία που βίωσε, όταν η γυναίκα δεν απάντησε στις κλήσεις του: «Την άκουσα στο τηλέφωνο και την καθησύχασα στην αρχή, λέω “περίπου στη Μαραθώνος είναι” (η φωτιά) και μετά από πέντε λεπτά ξαναπήρα και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Είχε φύγει», θυμάται ο Γιώργος που πήρε την απόφαση να πάει οδικώς στο Μάτι. Εξαιτίας της κίνησης, χρειάστηκαν δύο ώρες για να φτάσουν από το Μαρούσι στην Αθήνα -μία διαδρομή για την οποία υπό κανονικές συνθήκες δεν χρειάζονται περισσότερα από 35 με 40 λεπτά.
«Την πετύχαμε τη στιγμή που έμπαινε στο ασθενοφόρο. Τη συνόδευσε η Ελένη. Από εκεί και πέρα επειδή ήταν σε θάλαμο γυναικών, η σύζυγος ήταν η πρώτη γραμμή, εγώ ήμουν η δεύτερη (…) Αν μέναμε κι εμείς εδώ δεν θα καιγόταν. Αλλο να είσαι μόνη σου και άλλο να έχεις κόσμο μαζί», εκτιμά ο αδερφός της.
«Επρεπε να πάρω αποφάσεις μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και προτίμησα να κλείσω το σπίτι, να πάρω τα απαραίτητα και να φύγω», θυμάται η κυρία Κωνσταντάκη. «Το σπίτι δεν κάηκε. Σώθηκε. Ο κήπος κάηκε. Τα δέντρα. Τα παράθυρα και τα παντζούρια ήταν αλουμινίου με διπλά τζάμια και δεν πέρασε μέσα στο σπίτι η φωτιά. Παρόλα αυτά το βορινό τζάμι έλιωσε, έσπασε».
Τι πέρασε στα νοσοκομεία
«Αρχικά με πήγαν στον Ευαγγελισμό και μετά έγινε ένας διαχωρισμός. Εγώ πήγα στο Λάτσειο (Κέντρο Εγκαυμάτων). Το καλό που είχα ήταν ότι δεν ανέπνευσα καπνό. Πήγα στο νοσοκομείο και είχα 98% οξυγόνο, που ήταν πολύ καλό. Μετά από 10 μέρες έγινε η πρώτη επέμβαση, έκανα επτά πλαστικές επεμβάσεις, άρχισαν οι πόνοι οι φοβεροί, οι αλλαγές (των επιθεμάτων) που ήταν σαν να σου βγάζουν το δέρμα, όλα. Επαθα πολλά σηψαιμικά σοκ και από εκεί με πήγαν δίπλα, στο Θριάσιο στην εντατική», θυμάται.
Το πρώτο σηψαιμικό σοκ ήρθε στα τέλη Σεπτεμβρίου.
«Την έβαλαν στην εντατική για 15 ημέρες με 41 πυρετό και με την αντιβίωση έπεφτε στο 39, στο 39,5», δήλωσε ο αδελφός της, δίνοντας τον λόγο στην ίδια.
«Δεν μπορούσαν να βρουν μία αντιβίωση που να με πιάνει. Εκαναν μία ομπρέλα αντιβίωσης. Κάποια στιγμή σταμάτησαν να λειτουργούν τα νεφρά μου και είχα διόγκωση ήπατος. Βρήκαν ένα παλιό αντιβιοτικό που το είχαν σε αχρηστία και αυτό λειτούργησε σε μένα. Το συκώτι επανήλθε, αλλά τα νεφρά όχι και έγινα νεφροπαθής. Από την πολλή αντιβίωση επηρεάστηκε και η ακοή. Εχω πάθει ωτοσκλήρυνση και δεν ακούω από εδώ και πίσω», εξήγησε.
«Τα περσινά Χριστούγεννα ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ηταν το δεύτερο σηψαιμικό σοκ», λέει ο αδερφός της κυρίας Κωνσταντάκη. «Δόθηκε μεγάλη μάχη από τους γιατρούς στο Λάτσειο και στο Θριάσιο για να την κρατήσουν στη ζωή, γιατί τα σηψαιμικά σοκ ήταν αλλεπάλληλα. Η αντιβίωση και η μορφίνη που δέχθηκε ήταν με τους κουβάδες όχι με τις σύριγγες».
«Από τη μορφίνη και τα φάρμακα είχα και παραισθήσεις. Δημιουργούσα ιστορίες διάφορες που δεν είμαι σίγουρη έως τώρα τι ήταν πραγματικό και τι όχι γιατί τα ζούσα σαν αληθινά. Έλεγα ιστορίες ότι με έχουν απαγάγει, ότι κάνουν πειράματα αντοχής πάνω μου, ότι έγινε ένας φόνος στο δωμάτιό μου», αφηγείται η ίδια.
Τα πρώτα βήματα
Μετά τους πρώτους οκτώ μήνες στο Θριάσιο, μεταφέρθηκε στο κέντρο αποκατάστασης «Θησέας» όπου νοσηλεύθηκε άλλους οκτώ μήνες. «Πήγαμε εκεί στις 19 Μαρτίου και άρχισα φυσιοθεραπείες. Ηταν πολύ δύσκολα τα πράγματα για είχα μείνει πολύ καιρό στο κρεβάτι. Ηταν δύσκολο να σηκωθώ. Τελικά με προσπάθεια μεγάλη τα κατάφερα και περπάτησα αρχικά με rollator και μετά με το πι. Μου έλεγαν “θα περπατήσεις”, αλλά δεν ήξεραν σε τι σημείο θα φτάσω, αλλά κατάφερα να περπατάω χωρίς κανένα βοήθημα και αυτή ήταν μεγάλη δουλειά. Αφού κι αυτοί έμειναν έκπληκτοι».
«Είχα βάλει στόχο ότι θα περπατήσω»
«Δεν είχα άγχος. Δεν μου έλειπε τίποτα. Είχα βάλει στόχο ότι θα περπατήσω και ότι θα περπατήσω καλά. Είχα πολλή μεγάλη θέληση. Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν ξαφνικά είχα μία θεαματική βελτίωση. Αρχικά είχα απογοητευθεί λίγο γιατί έκανα πολλές φυσιοθεραπείες και δεν σηκωνόμουν. Αλλά κρατούσα την πίστη μου και έλεγα κάποια στιγμή θα γίνει, όπως κι έγινε σε μία στιγμή που δεν το περίμενα. Σηκώθηκα σαν να με είχαν κουρδίσει και περπατούσα μόνη μου μέσα στο δωμάτιο. Είχα πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στο μυαλό μου. Αυτό ήταν το πρώτο που με έσωσε (..) Εχω και τώρα δυσκολίες και προβλήματα, αλλά το παλεύω και μένω στα καλά. Δεν μιζεριάζω. Βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο, όχι μισοάδειο. Δεν έπεσε η ψυχολογία μου ποτέ κι έδινα εγώ τελικά θάρρος στους άλλους και πορεύομαι έτσι.
»Η ψυχολόγος και οι φυσιοθεραπευτές μου έλεγαν: Μας εμπνέετε, εσείς μας δίνετε πράγματα για τη ζωή, για το σθένος. Γιατί δεν είναι πολλά άτομα ψυχικά σθεναρά (…) Εχθές που έφευγα, ήρθαν ένας προς ένας στο δωμάτιο να με αποχαιρετήσουν και κλαίγαμε. Ολοι, το νοσηλευτικό προσωπικό, ο γιατρός, οι φυσιοθεραπευτές, οι τραπεζοκόμες, οι μεταφορείς, οι καθαρίστριες».
Η επιστροφή στο Μάτι
Η κυρία Κωνσταντάκη αντίκρισε ξανά το Μάτι που δεν είχε δει από τις 23 Ιουλίου του 2018. Θα ζήσει ξανά εδώ. «Εχω μία λέσχη ανάγνωσης που θα πηγαίνω τις Πέμπτες, διαβάζουμε Πλάτωνα και έχω σκοπό να μάθω και μπριτζ που μ’ αρέσει πολύ (…) έχω μια φίλη που είναι χρόνια παίκτρια και μου λέει “εγώ θα σε πηγαίνω” (…) Εχω σχέδια για τον κήπο μου, για το σπίτι. Εχω σχέδια τι να φυτέψουμε, γιατί κάηκαν τα πιο πολλά. Και ένα παράξενο πράγμα, δεν κάηκαν οι τριανταφυλλιές και κάηκαν τα δέντρα. Τέτοια παράδοξα έγιναν».