| Shutterstock / CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Μας κάνει η ακραία ζέστη πιο βίαιους; – Ενα πείραμα και μερικά συμπεράσματα

Οι συμμετέχοντες στο πείραμα μπήκαν ανά έξι σε δύο δωμάτια. Στο πρώτο, η θερμοκρασία ήταν στους 20 βαθμούς Κελσίου. Στο δεύτερο, ήταν στους 30 βαθμούς Κελσίου. Πώς μετρήθηκαν οι αλλαγές στη συμπεριφορά τους; Και πόση τελικά σχέση έχει η ζέστη με τη βία;
Protagon Team

Ξέρουμε ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα προκαλέσει πολλά δεινά, αυτό που δεν ξέρουμε όμως -αλλά το υποπτευόμαστε- είναι ότι θα κάνει κι εμάς τους ανθρώπους πολύ πιο επιθετικούς μεταξύ μας. Ενα πείραμα, που ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια, ανέλαβε με έναν μάλλον ανορθόδοξο τρόπο, να μας το αποδείξει.

Οι συμμετέχοντες στο πείραμα, ανάμεσά τους και φοιτητές από το Ναϊρόμπι της Κένυας, μπήκαν ανά έξι σε δύο δωμάτια. Στο πρώτο, η θερμοκρασία ήταν στους 20 βαθμούς Κελσίου. Στο δεύτερο, ήταν στους 30 βαθμούς Κελσίου, την υψηλότερη θερμοκρασία στην οποία θα μπορούσαν να εκτεθούν χωρίς να τεθεί η υγεία τους σε κίνδυνο.

Ο Εντουαρντ Μιγκέλ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϊ και συνδιοργανωτής του πειράματος, είπε στο NPR ότι το πείραμα δεν ήταν εύκολο να στηθεί: «Τοποθετήσαμε παντού μετρητές θερμοκρασίας ώστε να είμαστε σίγουροι ότι αυτή έμενε σταθερή και κρύψαμε καλά τους θερμαντήρες ώστε οι συμμετέχοντες να μην ξέρουν ότι εμείς ζεσταίναμε το δωμάτιο».

Οι ηθικοί κανονισμοί του πειράματος δεν τους επέτρεπαν, φυσικά, να υποχρεώσουν τους ανθρώπους να μείνουν στο δωμάτιο, όταν αισθάνονταν άβολα. «Σε μια από τις συνεδρίες που επέβλεπα, ένας είπε αμέσως “φεύγω τώρα”», λέει ο Μιγκέλ. Η πλειονότητα έμεινε, όμως. Και πέρασαν μια ώρα παίζοντας μεταξύ τους κάποια παιχνίδια σε υπολογιστές. Ενα από αυτά λεγόταν «Η Χαρά της Καταστροφής». Η συμπεριφορά τους σε αυτό το παιχνίδι είναι μονάδα μέτρησης της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, λέει ο Μιγκέλ.

Στο παιχνίδι αυτό, βλέπεις διαρκώς στην οθόνη σου πόσους πόντους έχουν συγκεντρώσει οι άλλοι παίκτες και έχεις την επιλογή να τους διαγράψεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι διαγράφοντας τους πόντους του άλλου, δεν κερδίζεις τίποτε εσύ. Απλώς καταστρέφεις εκείνον. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι πόντοι είναι ανταλλάξιμοι με μονάδες κινητής τηλεφωνίας, που σημαίνει ότι αφαιρώντας τους από τον άλλον παίκτη, του στερείς το δικαίωμα να κερδίσει ένα πολύ απτό βραβείο.

Η κατσίκα του γείτονα

Ο Μιγκέλ λέει ότι το να καταστρέψεις τα κέρδη του άλλου, χωρίς να κερδίσεις εσύ κάτι, είναι μια «πολύ αντικοινωνική συμπεριφορά» και δίνει μια πολύ καλή εικόνα για τις συμπεριφορές των ανθρώπων στον έξω κόσμο. Είναι, σαν την «κατσίκα του γείτονα», με λίγα λίγια: Δεν μας νοιάζει να ζήσει η δική μας, αλλά να πεθάνει αυτή.

«Δεν θέλαμε φυσικά να γίνουν οι άνθρωποι βίαιοι ο ένας με τον άλλον στο εργαστήριό μας», εξηγεί ο Μιγκέλ στο NPR. «Το παιχνίδι αυτό ήταν το κοντινότερο σε πραγματική βία που μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε. Κάνεις κακό σε κάποιον χωρίς να επωφεληθείς εσύ. Μόνο για την ευχαρίστηση να δεις τους άλλους ανθρώπους να τα πηγαίνουν χειρότερα».

Ποια είναι όμως η σχέση της θερμότητας με αυτήν τη συμπεριφορά; Και για να το προχωρήσουμε περισσότερο, ποια είναι η σχέση της φτώχειας με τη βία; Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι κοινωνικοί επιστήμονες άρχισαν να συγκεντρώνουν στοιχεία που έδειχναν ότι όσο πιο φτωχή ήταν μια χώρα, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να γίνει ένα βίαιο περιβάλλον.

Σήμερα αυτό είναι ένα αποδεδειγμένο γεγονός. Η σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας και φαινόμενα όπως η κοινωνική βία, είναι άρρηκτη. Υπάρχει περισσότερο έγκλημα, περισσότεροι πόλεμοι και περισσότερες εμφύλιες συρράξεις στις φτωχές χώρες. Προκειμένου να διορθωθεί αυτό, είναι πολύ σημαντικό να καταλήξουμε στο τι το προκαλεί. Εδώ, όμως, οι επιστήμονες διχάζονται.

Αρχικά πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες αναζητούσαν ιστορικές και πολιτικές εξηγήσεις, όπως τους αδύναμους κυβερνητικούς θεσμούς σε πολλές φτωχές χώρες, συνέπειες ετών αποικιοκρατίας και του εσωτερικού διχασμού που δημιούργησε.

Τη δεκαετία του 2000, όμως, οικονομολόγοι όπως ο Μιγκέλ, πρότειναν μια άλλη θεωρία: Οτι στις φτωχές χώρες, μεγάλο μέρος του πληθυσμού κάνει εργασίες που τον αφήνουν εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. Για τους φτωχούς γεωργούς, ένα ξέσπασμα κακοκαιρίας, μπορεί να τους αφήσει χωρίς εισόδημα και να επιφέρει τόση απελπισία που μόνο η βία προβάλλει σαν λογική διέξοδος. Το 2004 μια έρευνα έδειξε ότι στις χρονιές ξηρασίας, στην Αφρική υπάρχει πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος εμφυλίου πολέμου.

Η ίδια έρευνα πρότεινε ότι με την κλιματική αλλαγή ο κόσμος δεν θα γίνει μόνο πιο ζεστός· θα γίνει και πιο βίαιος. Η συγκεκριμένη έρευνα οδήγησε σε καταιγισμό μελετών που αναζητούν τη σχέση ανάμεσα σε ακραία κλιματικά φαινόμενα και την κοινωνική και πολιτική βία στις φτωχές χώρες.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ακραία ζέστη έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στον πληθυσμό από την ξηρασία. Ιδιαίτερα, όταν έχει οικονομικές συνέπειες. Στην υποσαχάρια Αφρική, οι ακραίες ζέστες δεν επηρεάζουν τόσο τον πληθυσμό αν συμβούν σε εποχές που δεν βλάπτουν τις καλλιέργειες. Εάν τις βλάψουν, όμως, η βία αυξάνεται έως και κατά 8%. Με λίγα λόγια, αν η ζέστη καταστρέψει τα σπαρτά μου, θα ξεσπάσω όπου βρω. Ή, θα παρατήσω τα χωράφια μου και θα πάω να πολεμήσω κάπου, με κάποιον, να πάρω χρήματα για να ζήσω.

Γίνεται και πιο περίπλοκο

Μήπως, όμως, υπήρχε και κάτι ακόμη; Ο Μιγκέλ, που συνυπέγραψε την έρευνα του 2004, λέει ότι άλλες κοινωνικές έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και στον ανεπτυγμένο κόσμο και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η ζέστη συνδέεται με μορφές βίας που δεν έχουν οικονομικό υπόβαθρο. Πιο πολλή γκρίνια και περισσότεροι καυγάδες στα social media, κόρνες αυτοκινήτων που τσιρίζουν, τσακωμοί στα γήπεδα και περισσότεροι φόνοι.

Ο Μιγκέλ αναρωτήθηκε σε τι βαθμό όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής πίεσης από τη ζέστη. Κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το πείραμα με τα δωμάτια. Τα αποτελέσματα του πειράματος δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 2019, από το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών.

Στο πιο δροσερό δωμάτιο στην Κένυα, μόλις ο ένας στους επτά φοιτητές επέλεξε να καταστρέψει τα κέρδη των άλλων παικτών. Κι αυτός είναι ο μέσος όρος όπου στον κόσμο κι αν έγινε το πείραμα.

Στο θερμό δωμάτιο στην κένια, όμως, ο ένας στους 5 φοιτητές επέλεξε να κάνει το ίδιο. Κι αυτό ήταν μέσα στον παγκόσιο μέσο όρο, αλλά στα ακραία υψηλά του. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ήταν 50% περισσότερο από το δροσερό δωμάτιο, μια πολύ απότομη άνοδος της αντικοινωνικής συμπεριφοράς.

Οι ερευνητές αποφάσισαν να «σκάψουν» βαθύτερα. Και πράγματι βρήκαν κάτι πολύ ενδιαφέρον: Δεν είχαν όλοι οι κενυάτες φοιτητές προδιάθεση να αντιδράσουν με αυτόν τον τρόπο.

Το πείραμα έγινε το φθινόπωρο του 2017, στο μέσον μιας πολύ ταραχώδους προεκλογικής περιόδου στη χώρα, η οποία τη δίχασε με εθνικά κριτήρια κυρίως. Η αντιπολίτευση θεώρησε ότι η εξουσία κλάπηκε από τα χέρια της και μποϊκοτάρισε τις εκλογές.

Οι φοιτητές στο ζεστό δωμάτιο που επέδειξαν αντικοινωνική συμπεριφορά ανήκαν κατά πλειονότητα στην εθνική ομάδα που είχε περιθωριοποιηθεί. Στο δροσερό δωμάτιο δεν υπήρξε διαφορά, αλλά στο ζεστό, περισσότεροι από ένας στους 4 επέλεξαν να καταστρέψουν τον άλλον παίκτη. Την ίδια στιγμή, οι φοιτητές που ανήκαν στην κυβερνώσα εθνική ομάδα δεν επέδειξαν καμία διαφορετική συμπεριφορά είτε ήταν στο δροσερό, είτε στο ζεστό δωμάτιο.

Βέβαια, το πείραμα δεν είχε σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν εθνικές και άλλες τέτοιες διαφορές, συνεπώς, λέει ο Μιγκέλ, τα ευρήματα μπορεί να είναι συμπτωματικά. «Είναι πολύ ενδιαφέροντα από στατιστικής απόψεως, όμως», συμπληρώνει.

Η ζέστη ως «επιταχυντής»

«Για τους ανθρώπους που είναι ήδη δυσαρεστημένοι, η ζέστη μπορεί να δράσει ως το “κερασάκι στην τούρτα”», λέει ο Μιγκέλ· ένα επιπλέον ψυχολογικό στρες που τους σπρώχνει τελικά στη βία.

Ο Τζέιμς Χαμπιαριμάνα, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τζορτζτάουν, με καταγωγή από την Ουγκάντα, εν πολλοίς συμφωνεί και λέει ότι το συγκεκριμένο πείραμα πρέπει να αποτελέσει έναυσμα για περεταίρω έρευνα πάνω στο θέμα.

Για παράδειγμα, βρίσκει παράξενο το γεγονός ότι οι άνθρωποι στο θερμό δωμάτιο δεν έδειξαν να επηρεάζονται σε τομείς της συμπεριφοράς τους όπως η αποφυγή κινδύνου και η προθυμία τους να εμπιστευτούν τους άλλους παίκτες. Προσθέτει ότι το αντίστοιχο πείραμα στις ΗΠΑ δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν του τις πολιτικές πεποιθήσεις των συμμετεχόντων, αφήνοντας έτσι «ένα σημαντικό κενό».

Ο ίδιος επισημαίνει στο NPR, ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε ακραίες καιρικές συνθήκες και «θα ήταν χρήσιμο να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσουμε ως είδος σε αυτές».

«Διαφορετικά, δεν βλέπω πώς μπορούμε να επιβιώσουμε», καταλήγει.