| CreativeProtagon/Reuters
Επικαιρότητα

Μαρτυρίες μέσα από το πολιορκημένο Azovstal

Για περισσότερους από δύο μήνες, εκατοντάδες κάτοικοι της Μαριούπολης είχαν βρει καταφύγιο στα υπόγεια του εργοστασίου με λιγοστές προμήθειες νερού και τροφίμων. Επιβίωσαν χάρη στη συντροφικότητα και τον αυτοσχεδιασμό
Protagon Team

Η πολιορκία και ο βομβαρδισμός της Μαριούπολης ήδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου στην Ουκρανία, οδήγησε την Άννα Ζάιτσεβα, μια νεαρή δασκάλα, να αναζητήσει προστασία από τις ρουκέτες και τα πυρά του πυροβολικού των ρωσικών δυνάμεων. Μετά από μια νύχτα στο στενό, χωρίς καθαρό αέρα υπόγειο της πολυκατοικίας στην οποία έμενε με την οικογένειά της, ο σύζυγός της, Κύριλλος, πρότεινε να μετακομίσουν μαζί με τον γιο τους και τους γονείς της στο σημείο που θεώρησε ότι αποτελεί το ύστατο καταφύγιο της πόλης: τις σήραγγες κάτω από το εργοστάσιο χάλυβα Azovstal όπου εργαζόταν ο ίδιος.

«Δεν ξέραμε αν υπήρχαν εφόδια ή πόσο καλά προστατεύεται», είπε η Ζάιτσεβα. «Όμως κάναμε ένα “άλμα πίστης” και πήγαμε».

Οι μαρτυρίες της εκπαιδευτικού, όπως και άλλων Μαριουπολιτών που είχαν την ευκαιρία να εκκενώσουν αργότερα το Azovstal, στην Wall Street Journal αποτυπώνουν τις δραματικές στιγμές για τη ζωή των αμάχων στα υπόγεια της αχανούς βιομηχανικής εγκατάστασης.

Καθώς ο ρωσικός στρατός μετέτρεπε την πόλη της νοτιοανατολικής Ουκρανίας σε ερείπια, αφήνοντας πίσω πολλούς κατοίκους νεκρούς και στερώντας φαγητό, νερό, ηλεκτρισμό και υπηρεσίες επικοινωνιών από χιλιάδες άλλους, η χαλυβουργία μετατράπηκε σε ένα πραγματικό οχυρό αλλά και σε ένα σύμβολο της αντίστασης απέναντι στη φαινομενικά ανυπέρβλητη ισχύ της Μόσχας.

Οι εγκαταστάσεις αυτές προσφέρονται, άλλωστε, για τη χρήση αυτή. Το Azovstal αποτελεί έναν πολύπλοκο λαβύρινθο ψυχροπολεμικής εποχής με αποθήκες, φούρνους, σήραγγες και σιδηροδρομικές γραμμές που εκτείνονται σε μια περιοχή τεσσάρων τετραγωνικών μιλίων στην ανατολική όχθη του ποταμού που χωρίζει τη Μαριούπολη στα δύο. Στην έκταση αυτή βρίσκονται τουλάχιστον 40 υπόγειες αποθήκες – καταφύγια, πέντε από τις οποίες ήταν εφοδιασμένες με βασικές προμήθειες και κουκέτες για να φιλοξενήσουν πολίτες, κατέθεσε στην αμερικανική εφημερίδα ένας πρώην εργαζόμενος στο εργοστάσιο, ο οποίος συγκαταλέγεται σε εκείνους που κατάφεραν να το εγκαταλείψουν για μία ασφαλέστερη τοποθεσία.

Άποψη του εργοστασίου Azovstal μέσω δορυφόρου / EPA/MAXAR TECHNOLOGIES
«Λιώναμε τον πάγο για να πιούμε νερό»

Οι πολίτες που μίλησαν στη WSJ για τα όσα έζησαν εκεί, έμεναν στο ίδιο καταφύγιο, το οποίο βρίσκεται δύο επίπεδα κάτω από τη γη προκειμένου να μπορεί να αντέξει ένα πυρηνικό χτύπημα, όπου χρειάστηκε να μείνουν περί τα 75 άτομα συνολικά.

Όσοι βρέθηκαν παγιδευμένοι στον ίδιο χώρο, μεταξύ των οποίων δεκάδες παιδιά, ανακαλούν στη μνήμη τους ότι γιόρταζαν γενέθλια ή και γιορτές, περιλαμβανομένης της Ημέρας της Γυναίκας στις 8 Μαρτίου, εκδηλώσεις από τις οποίες δεν έλειπε το τραγούδι, ότι ζητωκραύγαζαν για κάθε επόμενη ημέρα που τους έβρισκε όλους ζωντανούς, ότι έκλαιγαν από χαρά όταν οι στρατιώτες – που ζούσαν σε ξεχωριστό τμήμα του εργοστασίου – τους έφερναν προμήθειες.

Η σταδιακή ένταση της επίθεσης της Ρωσίας στο εργοστάσιο άφησε τους περισσότερους από όσους βρήκαν καταφύγιο στη βιομηχανική μονάδα χωρίς άλλη επιλογή παρά να παραμείνουν στα υπόγεια της.

Τον χειμώνα έλιωναν το χιόνι για να πιουν νερό ή συνέλλεγαν το νερό της βροχής, δήλωσαν άλλοι επιζήσαντες με τους οποίους συνομίλησε η εφημερίδα. Ενίοτε οι άνδρες έβγαιναν έξω με κίνδυνο της ζωής τους μόνο και μόνο για να μαζέψουν καυσόξυλα και καύσιμα, προσέθεσαν.

Η τραυματισμένη γυναίκα της φωτογραφίας έχει μόλις κατέβει από λεωφορείο που μετέφερε στη Ζαπορίζια αμάχους που είχαν βρει καταφύγιο Azovstal / EPA/ROMAN PILIPEY
Ταξίδι στη Ζαπορίζια

«Πιστεύαμε ότι θα τελείωνε (σ.σ. η πολιορκία) μετά από τρεις ή τέσσερις ημέρες», είπε ο πατέρας της Ζαΐτσεβα, Όλεγκ Γιούρκιν, από ένα ξενοδοχείο της Ζαπορίζια το οποίο παρείχε δωρεάν διαμονή σε μερικούς από τους 100 και πλέον ανθρώπους που εκκένωσαν το εργοστάσιο την Τρίτη (3/5) χάρη στη μεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών για τη δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων.

Έκτοτε, 400 ακόμη άνθρωποι μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν το διήμερο ταξίδι από τη Μαριούπολη στη Ζαπορίζια, έναν ενδιάμεσο σταθμό για πρόσφυγες από τα κατεχόμενα από τους Ρώσους εδάφη, έχοντας προηγουμένως περάσει από πολλά σημεία ελέγχου, ο οποίος περιελάμβανε έλεγχο των κινητών τηλεφώνων, σύμφωνα με το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας της Πέμπτης (5/5).

Οι Ουκρανοί στρατιώτες τους είχαν συστήσει να διαγράψουν όλες τις φωτογραφίες και τα βίντεο από το εργοστάσιο που μπορεί να είχαν στα τηλέφωνά τους, διηγούνται οι διασωθέντες.

Ο σύζυγος της Ζαΐτσεβα όπως και εκατοντάδες άλλοι πολίτες έμειναν πίσω, προκειμένου να υποστηρίξουν την άμυνα του Azovstal, το οποίο δεχόταν επίθεση τις περισσότερες ημέρες της ίδιας εβδομάδας.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, μέλη των οικογενειών των ανδρών αυτών οργάνωσαν μία συγκέντρωση στη Ζαπορίζια, απευθύνοντας έκκληση για βοήθεια στη διεθνή κοινότητα. Γυναίκες που μίλησαν στη WSJ ανέφεραν πως δε μπορούσαν πλέον να επικοινωνήσουν με τους συζύγους τους.

Ο ίδιος ο διοικητής του Τάγματος Αζόφ, το οποίο υπερασπίζεται τη Μαριούπολη, δήλωσε την Τετάρτη (4/5) ότι οι ρωσικές δυνάμεις κατάφεραν να εισέλθουν στο εργοστάσιο. «Εδώ και 70 ημέρες, έχουμε αντισταθεί στις συντριπτικά ισχυρότερες δυνάμεις του εχθρού», είπε ο Ντένις Προκοπένκο μέσω ενός μηνύματος του από το Azovstal, προσθέτοντας πως λαμβάνουν χώρα «αιματηρές μάχες» γύρω από τη χαλυβουργία – τις ώρες εκείνες το Κρεμλίνο, από την πλευρά του, διέψευδε ότι είχε διατάξει νέα επίθεση.

Τις επόμενες ημέρες η Ρωσία επανέλαβε την πρόθεσή της να επιτρέψει τη δημιουργία νεών ανθρωπιστικών διαδρόμων.

Γυναίκες κρατούν πλακάτ που απαιτούν να απομακρυνθούν οι ουκρανοί στρατιώτες από το εργοστάσιο χάλυβα Azovstal στη Ζαπορίζια (3/5) / EPA/ROMAN PILIPEY
Κλάματα αλλά και χοροί υπό τον «χορό» των βομβαρδισμών

Πριν δύο μήνες, πάντως, πολλοί από όσους βρίσκονταν στα υπόγεια του μεγάλου εργοστασίου δεν διανοούνταν ότι θα έβγαιναν ζωντανοί από αυτό. Οι γυναίκες περνούσαν τον χρόνο τους παίζοντας χαρτιά, προετοιμάζοντας γεύματα, διαβάζοντας βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Azovstal, συνέχισαν την αφήγησή τους οι Μαριουπολίτες που διέφυγαν τον κίνδυνο.

«Βγήκαμε από το καταφύγιο μόνο για να προμηθευτούμε νερό και καύσιμα», είπε ο Αλεξάντρ Ντίμπκο, ένας καθηγητής αγγλικών που έμεινε στη χαλυβουργία με τη σύζυγό του Μαρία και τον 7χρονο γιο τους Πετρ. Οι περίπου 20 άνδρες από το συγκεκριμένο καταφύγιο «ανέβαιναν» στην επιφάνεια της γης, κατά τα διαλλείματα των εναέριων και χερσαίων βομβαρδισμών, προκειμένου να βρουν καύσιμα για τη γεννήτρια που διέθεταν, τη μοναδική πηγή φωτός και θερμότητας για τους ίδιους, πρόσθεσε. «Εκμεταλλευτήκαμε κάθε (σ.σ. εγκαταλειμμένο) όχημα στις εγκαταστάσεις με το ντεπόζιτο γεμάτο».

Η Άννα Κρίλοβα, μια υπάλληλος του εργοστασίου που βρήκε καταφύγιο στις εγκαταστάσεις του μαζί με τη 14χρονη κόρη της Μάγια αφότου το διαμέρισμά τους καταστράφηκε, μόλις δύο ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, είπε από την πλευρά της ότι οι προμήθειες γάλακτος και ζυμαρικών από την καντίνα του προσωπικού διήρκεσαν περίπου δύο εβδομάδες.

Όσα τρόφιμα εστάλησαν στους αμάχους επίσης τελείωσαν σύντομα, οπότε και άρχισαν οι βεβιασμένες «επιδρομές» στα γραφεία της διεύθυνσης της μονάδας, στους επάνω ορόφους, για φακελάκια καφέ, τσαγιού και άλλα τρόφιμα.

Εξάλλου, η Κρίλοβα περιγράφει πως θυμάται «θολά» τις περισσότερες από τις ημέρες που πέρασε στο Azovstal, με βασικό χαρακτηριστικό τους, όμως, τον «τον συνεχή ήχο των βομβών, “μπουμ, μπουμ, μπουμ”, που έπεφταν από πάνω μας». «Γελάσαμε, κλάψαμε, οργανώσαμε συναυλίες και χορούς. Αν απλώς καθόμασταν εκεί θα είχαμε βυθιστεί σε κατάθλιψη».

Στον θόρυβο των εκρήξεων αναφέρθηκε και η  Ζάιτσεβα, της οποίας το μωρό έκλαιγε και είχε κακό ύπνο τον πρώτο καιρό της παραμονής τους στα υπόγεια της χαλυβουργίας, λόγω των βομβαρδισμών. Σύντομα ωστόσο το μικρότερο των τεσσάρων μηνών βρέφος συνήθισε τον ήχο, ο οποίος έγινε ένα είδος λευκού θορύβου για το παιδί, ηρεμώντας το «όπως η κούνια», είπε η νεαρή μητέρα.

Η Άννα και ο γιος της στο σημείο άφιξης των προσφύγων της Μαριούπολης, στη Ζαπορίζια (3/5) / EPA/ROMAN PILIPEY
«Δεν θα είχαμε επιβιώσει χωρίς τους ουκρανούς στρατιώτες»

Εξάλλου, η εκπαιδευτικός ανέφερε πως όταν σταμάτησε να θηλάζει τον γιο της ξεκίνησε να του δίνει βρεφική τροφή που της παρείχαν οι στρατιώτες που την επισκέπτονταν, σε ακανόνιστα διαστήματα, όποτε το επέτρεπαν τα διαλείμματα των μαχών.

Πολλοί από τους εκτοπισμένους που μίλησαν στη WSJ ισχυρίστηκαν ότι αυτοί οι στρατιώτες έσωσαν τη ζωή τους. Είναι οι ίδιοι στρατιώτες τους οποίους η ρωσική προπαγάνδα αποκαλεί «νεοναζί» και τους οποίους κατηγορεί ότι κρατούν σε ομηρία τους αμάχους.

«Δεν θα είχαμε επιβιώσει χωρίς αυτούς», είπε η Ναντίγια Τκάτσεβα, η οποία διένυε το πρώτο έτος της Σχολής Ουκρανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μαριούπολης όταν ξέσπασε ο πόλεμος. «Αλλά υπάρχουν πολλοί νεκροί και τραυματίες στρατιώτες εκεί (σ.σ. στο Azovstal) που πρέπει να βγουν έξω».

Για τους πολίτες που είχαν εγκλωβιστεί στο εργοστάσιο, η έλλειψη τηλεφωνικού σήματος σήμαινε ότι δεν υπήρχαν πληροφορίες για τον έξω κόσμο και πως, επομένως, δεν υπήρχε τρόπος να «μετρήσουν» τις πιθανότητές τους να βγουν ζωντανοί. Μερικές εβδομάδες πριν από την εκκένωση προς Ζαπορίζια, ο κ. Γιούρκιν είπε ότι βρήκε ένα παλιό ραδιόφωνο σε μια από τις αποθήκες, αλλά όταν το άνοιξε μέσα στο καταφύγιο διαπίστωσε ότι μπορούσε να πιάσει μόνο το ρωσικό κρατικό ραδιόφωνο Vesti FM.

«Είπαν ότι είμαστε όλοι συγγενείς του τάγματος νεοναζί Azov και ότι όλοι πρέπει να καταστραφούμε», είπε η Κρίλοβα. Η Wall Street Journal σημειώνει πως δεν μπόρεσε να επαληθεύσει τις αναφορές αυτές.

Στιγμιότυπο από τη βομβαρδισμένη Μαριούπολη. Διακρίνεται ο πρόχειρος τάφος θύματος των εχθροπραξιών στην πόλη / REUTERS/Alexander Ermochenko
«Το μέλλον μας κάηκε σε μια στιγμή»

Αφού έφτασαν στη Ζαπορίζια, οι πολίτες που εκκένωσαν το Azovstal ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν τον τελικό προορισμό τους. Πολλοί κατευθύνθηκαν προς το Κίεβο ή δυτικότερα, προς το Λβιβ. Αλλοι σχεδίαζαν να εγκατασταθούν προσωρινά στην Πολωνία, στην οποία έχουν φτάσει πάνω από 3 εκατομμύρια Ουκρανοί από την έναρξη της ρωσικής εισβολής.

Ο Ντίμπκο είπε ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει την απόλυτη καταστροφή της πόλης του παρά μόνο όταν την εγκατέλειψε με τα λεωφορεία που κατευθύνονταν προς τη Ζαπορίζια. Στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από την είσοδό του στο καταφύγιο, το μέρος που γεννήθηκε και αγάπησε είχε μετατραπεί σε έναν ερημωμένο κρανίου τόπο. Η πολυκατοικία στην οποία έμενε στεκόταν πλέον ως ένα απανθρακωμένο ερείπιο.

«Η πόλη μου ξαφνικά έμοιαζε με το Βερολίνο του 1945, όπως το είχα δει σε αρχειακό υλικό. Πιστεύαμε πως είχαμε ένα μέλλον για το οποίο εργαζόμασταν. Σε μια στιγμή χάθηκε στις φλόγες», κατέληξε.