Ο Μάριο Ντράγκι άνοιξε τα κιτάπια του, διάβασε τις σημειώσεις του και πλέον ήταν σίγουρος πως το σχέδιο που μελετούσε εδώ και καιρό με τους συμβούλους του στα γραφεία της ΕΚΤ, θα μπορούσε να ανακοινωθεί. Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Πρώτον διότι έχει πάψει προ πολλού να υπάρξει αιθρία στην οικονομία της Ευρώπης και δεύτερον διότι αρκετοί έμπειροι αναλυτές προέβλεπαν ότι κάποια στιγμή ο Ντράγκι θα θυμηθεί το προσωνύμιό του «Σούπερ Μάριο» και θα προσπαθήσει να το επιβεβαιώσει.
Τέσσερις κινήσεις συνθέτουν το νέο οικονομικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – διόλου όμως αμελητέες.
Μείωσε ακόμη περισσότερο, στο -0,4% από -0,3%, το επιτόκιο για τις καταθέσεις τραπεζών στην ίδια την Κεντρική Τράπεζα, ενώ μείωσε στο 0% από 0,05% το βασικό επιτόκιο των καταθέσεων. Επιπλέον, με στόχο να ενισχύσει τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, αλλά και να διαφυλάξει την αξιοπιστία της, ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει από τον Απρίλιο το ύψος των μηνιαίων αγορών ομολόγων από τα 60 δισ.ευρώ στα 80 δισ.ευρώ. Παράλληλα, η Τράπεζα θα αγοράζει ιδιωτικά ομόλογα που εμπίπτουν στην επενδυτική βαθμίδα. Τέλος, στην προσπάθειά της να ενισχύσει την ρευστότητα και κυρίως τον τραπεζικό δανεισμό προς την πραγματική οικονομία, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ακόμη ότι από τον Ιούνιο θα αρχίσει να εφαρμόζει τέσσερα νέα προγράμματα μακροχρόνιου δανεισμού (TLTRO), καθένα εκ των οποίων θα έχει διάρκεια τεσσάρων ετών.
Από χθες κιόλας έχει ξεκινήσει η γνωστή «κερδοσκοπική» συζήτηση για το αν αυτές οι κινήσεις είναι επ’ ωφελεία της Ευρωζώνης και αν ο Μάριο Ντράγκι είναι σε θέση να αναβιώσει τη νομισματική ένωση που τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί ουκ ολίγα χτυπήματα.
Η βρετανική εφημερίδα Guardian, θέτει τα ερωτήματα και προσπαθεί να βρει τις απαντήσεις πίσω από τα συμφραζόμενα.
Γιατί είναι σημαντικές οι κινήσεις της ΕΚΤ;
Η Κεντρική Τράπεζα επιθυμεί να πέσουν χρήματα στο σύστημα, έτσι προσπαθεί να αποθαρρύνει τις τράπεζες να διακρατούν χρήματα μέσω καταθέσεων, ενώ θα πρέπει να τα δίνουν, φτηνά, σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Από τον Ιούνιο του 2014, οι τράπεζες έχουν αρνητικά επιτόκια καταθέσεων. Ωστόσο, αυτή είναι η πρώτη φορά που μηδενίζεται το επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ προς τις τράπεζες. Από το καλοκαίρι του 2014 η ΕΚΤ δείχνει με κάθε τρόπο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ότι υπάρχει λογική να στηρίζονται στις καταθέσεις. Επιπλέον, με την επέκταση του προγράμματος QE, ο Ντράγκι δείχνει αποφασισμένος να ρίξει κι άλλο χρήμα γύρω από την Ευρωζώνη.
Γιατί συνέβη τώρα;
Η Φρανκφούρτη είναι πρόθυμη να τονώσει την Ευρωζώνη, με φόντο τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής αναταραχής. Τα δεδομένα του Φεβρουαρίου έδειξαν ότι η Ελλάδα επέστρεψε στην ύφεση, η Ιταλία κινείται σε στάσιμους ρυθμούς, η γερμανική οικονομία αυξήθηκε μόλις κατά 0,3%, ενώ λόγω της ασθενούς ανάπτυξης, ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός – κάτι που αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές να δαπανήσουν χρήματα.
Υπάρχουν άλλες χώρες που έχουν αρνητικά επιτόκια;
Η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας έγινε η πρώτη που ξεκίνησε να δανείζει με αρνητικά επιτόκια, τον Φεβρουάριο του 2015, ενώ υπάρχουν και άλλες χώρες όπως η Ιαπωνία, Ελβετία και η Δανία που έχουν αρνητικά επιτόκια καταθέσεων.
Θα λειτουργήσει;
Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δημιουργούν δυσκολίες στις εμπορικές τράπεζες. Και τούτο διότι καθιστά δύσκολο να δανείζουν επικερδώς. Η ΕΚΤ, όμως, προσπαθεί να μετριάσει τον αντίκτυπο επιτρέποντας στις τράπεζες να δανείζουν μακροπρόθεσμα με επίσης αρνητικά επιτόκια.
Οι αναλυτές της Capital Economics, δήλωναν: «Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι το τελευταίο ‘’μπαζούκα’’ θα είναι αποτελεσματικό για τη διασφάλιση μιας ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης ή για την εξάλειψη της απειλής του αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Επίσης, δεν εγγυάται ότι οι χώρες της περιφέρειας θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα χρέους που αντιμετωπίζουν. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει θαύματα, ίσως γιατί καθυστέρησε αρκετά».
Από την μεριά του, ο Μάικλ Μάρτινς, οικονομολόγος στον επιχειρηματικό όμιλο Institute of Directors, προσθέτει: «Η νομισματική πολιτική δεν είναι αρκετή για να ξυπνήσει η Ευρώπη από τον λήθαργό της. Η ΕΚΤ αισθάνθηκε υποχρεωμένη να ενεργήσει λόγω του αποπληθωρισμού που καταδιώκει την ήπειρο. Ωστόσο, δίχως την ενίσχυση σε μεμονωμένες κυβερνήσεις και την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι επιπτώσεις μιας περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής θα είναι περιορισμένες».