Εχουν περάσει δύο μήνες και κάτι από την τραγωδία στο Μάτι, κι όμως οι ανθρώπινες ιστορίες εξακολουθούν να μιλούν στην ψυχή όλων και να συγκλονίζουν. Και έτσι πρέπει να συμβαίνει, ώστε να μην ξεχάσουμε τα όσα τραγικά συνέβησαν, με την ευχή να μην επαναληφθούν ποτέ ξανά, από πράξεις ή παραλείψεις.
Η βραδινή εκπομπή της Ελεωνόρας Μελέτη στον Alpha έκανε πρεμιέρα εχθές Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018. Με τίτλο «Μετά τα μεσάνυχτα», η παρουσιάστρια είχε απέναντί της τον πυροσβέστη Ανδρέα Δημητρίου, ο οποίος έχασε τη σύζυγο και το ηλικίας 6 μηνών αγόρι του στη φονική πυρκαγιά στις 23 Ιούλιου στο Μάτι. Η συγκεκριμένη ιστορία, ήταν μία από τις πιο συγκινητικές και σίγουρα μία από αυτές που έγιναν σύμβολο της τραγωδίας που συγκλόνισε τη χώρα.
Ο πυροσβέστης αποφάσισε να μιλήσει στην ελληνική τηλεόραση για την εμπειρία του, η οποία θα σημαδέψει για πάντα τη ζωή του. Με ψύχραιμη και σταθερή φωνή που φανέρωνε συνειδητοποιημένο και πολύ βαθύ πένθος, άρχισε να εξιστορεί με συγκλονιστικές λεπτομέρειες την προσπάθειά του να σώσει τους δύο πιο αγαπημένους του ανθρώπους στον κόσμο.
Οπως είπε λοιπόν, το τηλέφωνό του εκείνη την αποφράδα ημέρα χτύπησε, η φωτιά είχε ήδη ξεσπάσει και ο ίδιος κλήθηκε να πάει στην υπηρεσία του για να συντονίσει την πυρόσβεση. «Ηταν 5:30 περίπου το απόγευμα όταν ενημερώθηκα από κάποιον συνάδελφο ότι η φωτιά πλησιάζει τον οικισμό όπου βρισκόταν το σπίτι μου. Αμέσως ενημέρωσα τη Μαργαρίτα για τη φωτιά γιατί η γυναίκα μου ήταν στο κρεβάτι με τον μπέμπη εκείνη την ώρα κι εγώ την ενημέρωσα ότι κινδυνεύει. Της είπα: «Μαργαρίτα πάρε τον μικρό και φύγε αμέσως από το σπίτι! Προσπάθησε να πάρει κάποια πράγματα και έφυγε» ξεκίνησε να αφηγείται ο πυροσβέστης.
Και συνεχίζοντας: «Οταν προσπαθούσα να τους ξανακαλέσω και δεν μπορούσα να τους βρω, υποψιάστηκα ότι κάτι κακό συμβαίνει. Ολα τα οχήματα της υπηρεσίας μου ήταν στο μέτωπο της φωτιάς κι έτσι πήρα το δικό μου όχημα για να πάω να τη βρω. Πάνω στον πανικό μου και την αγωνία μου να φτάσω κοντά στη Μαργαρίτα και το παιδί, οδηγούσα ριψοκίνδυνα.Θα μπορούσα κι εγώ να είχα εγκλωβιστεί μέσα στη φωτιά. Εν τω μεταξύ είχε έρθει κι ένας συνάδελφος μαζί μου, ο οποίος δεν ήταν υποχρεωμένος να έρθει, αλλά ήταν πραγματικός φίλος. Στη δεύτερη επικοινωνία μας, κατάλαβα ότι είναι κοντά στην παραλία και ο θόρυβος ήταν πάρα πολύ έντονος από τον αέρα. Το γνώριζε πολύ καλά η Μαργαρίτα το Μάτι και ήξερε πολύ καλά και τους δρόμους της περιοχής. Στην πρώτη προσπάθεια να φτάσω κοντά στη γυναίκα μου, πήγα από τον παραλιακό δρόμο της λεωφόρου Ποσειδώνος και έφτασα μέχρι ένα ξενοδοχείο. Από κει και πέρα δεν μπορούσα να πλησιάσω λόγω του θερμικού φορτίου, του καπνού και των αυτοκινήτων που είχαν κλείσει τον δρόμο. Η κατάσταση ήταν τραγική».
Περιέγραψε την απόγνωσή του, καθώς βρισκόταν τόσο κοντά, και ταυτόχρονα τόσο μακριά από τη γυναίκα του και το παιδί του: «Δεν μπορούσα να φτάσω κοντά στη γυναίκα μου και τον γιο μου ούτε με το αυτοκίνητο ούτε πεζός. Επειδή ένιωθα ότι μας κλείνει η φωτιά, δεν μπορούσα να ρισκάρω και τη ζωή του συναδέλφου μου και γυρίσαμε πίσω. Ταυτόχρονα ενημερώναμε τον κόσμο για την κατάσταση της φωτιάς. Μέχρι να φτάσουμε στην υπηρεσία, προσπαθούσαμε να δώσουμε το στίγμα της επικινδυνότητας που υπήρχε στην περιοχή. Επικοινωνούσα και με τον πεθερό μου, γιατί κι αυτός έψαχνε τη Μαργαρίτα με το μωρό. Δεν μπορώ να ξέρω αν η Μαργαρίτα πήρε κάποιο αυτοκίνητο ή αν πήγε με τα πόδια στην Αργυρά Ακτή. Ηλπιζα κάπου μέσα μου οτι η Μαργαρίτα και το μωρό θα ήταν ζωντανοί. Ο πεθερός μου, έφτασε πρώτος στο σημείο που ήταν η Μαργαρίτα και μου είπε: “Είμαι εδώ μαζί με τη Μαργαρίτα αλλά θέλω να είσαι ψύχραιμος όταν θα φτάσεις”».
Εκεί κατάλαβε ότι κάτι κακό είχε συμβεί: «Ο πεθερός μου βρήκε τη Μαργαρίτα μέσα στη θάλασσα μαζί με το μωρό και εκείνος ήταν που την έβγαλε έξω. Εγώ τη βρήκα στην παραλία να κάθεται και ο μπέμπης ήταν στα χέρια δύο ανθρώπων που προσπαθούσαν να του δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Εγώ πήρα στην αγκαλιά μου τη Μαργαρίτα, προσπάθησα να ακολουθήσω το δρομολόγιο που είχα κάνει λίγες ώρες νωρίτερα και πραγματικά δεν περίμενα να βρω κάποιο ασθενοφόρο. Η Μαργαρίτα ήταν σε κατάσταση σοκ αλλά παρόλα αυτά είχε τις αισθήσεις της. Της είπα: “Μαργαρίτα, εγώ φταίω” κι εκείνη μου είπε: “Μην το ξαναπείς αυτό. Ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας βοηθήσει”. Της είπα ότι φταίω γιατί εκείνη την ημέρα πριν φύγω για να πάω στην υπηρεσία, θα πηγαίναμε να δούμε τα ρούχα που θα φορούσε ο μικρός στη βάπτιση, είχαμε προγραμματίσει να τον βαπτίσουμε τον Σεπτέμβριο. Και τότε θυμάμαι που μου είχε πει η γυναίκα μου: “Ανδρέα, πάμε πρώτα να δούμε τα ρούχα του παιδιού και μετά πήγαινε στην υπηρεσία”. Εγώ τότε της αρνήθηκα. Αν όμως την είχα ακούσει, ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα».
Τελικά, λίγη ώρα μετά, βρέθηκε ασθενοφόρο και η σύζυγός του μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό. Το μωρό μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Παίδων. Εκεί το επισκέφθηκε αμέσως ο πατέρας του, ο οποίος κατάλαβε πως ήταν νεκρό: «Οταν αποχαιρέτησα τον γιο μας προσπάθησα να κρατηθώ όρθιος για τη Μαργαρίτα. Βλέποντας την εικόνα της Μαργαρίτας στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας κατάλαβα ότι αυτή η γυναίκα έδωσε μάχη για να προστατεύσει το παιδί μας. Οταν την πρωτοείδα στο Μάτι, πάνω στον πανικό, δεν είχα καταλάβει πόσο σοβαρά ήταν τα εγκαύματά της. Το συνειδητοποίησα αργότερα στο νοσοκομείο, όταν είδα ότι από τα εγκαύματα και τις πληγές δεν μπορούσε καν να ανοίξει τα μάτια της».
Δυστυχώς η Μαργαρίτα πέθανε δώδεκα ημέρες μετά τον θάνατο του μωρού τους: «Εχασα τα πάντα μέσα σε μια στιγμή. Ημασταν μαζί δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια και την έχασα πολύ γρήγορα. Κάθε βράδυ ψάχνω τα “αν”, αλλά δεν καταλήγω πουθενά. Εξακολουθώ να μένω στο σπίτι που έζησα με τη Μαργαρίτα και το μωρό μας».
Ανατριχιαστικό ήταν το σημείο κατά το οποίο ο Ανδρέας Δημητρίου αποκάλυψε τι έκανε η σύζυγός του όταν βρέθηκε στο ασθενοφόρο. Εγραψε ένα γράμμα προς εκείνον και τους γονείς της, όμως σε αυτό δεν υπάρχει καμία αναφορά για το μωρό τους: «Μέρες μετά, όταν πήγα στο νοσοκομείο, αφού είχε φύγει η Μαργαρίτα, μαζί με τα άλλα τα χαρτιά που μου έδωσαν που ήταν απαραίτητα για να γίνει η ταφή της, μου έδωσαν κι ένα γράμμα που είχε αφήσει χωρίς να το ξέρω. Μου έδωσαν ένα γράμμα, το οποίο το είχε υπαγορεύσει στον διασώστη. Και το οποίο ήταν ένα γράμμα αποχαιρετισμού με κάποιο τρόπο. Μέσα αναφέρει εμένα και τους γονείς της, δεν αναφέρει πουθενά τον μπέμπη. Δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι αυτό, δεν ξέρω αν μπορεί να ερμηνευτεί κάπως αυτό. Το υπαγόρευσε όσο ήταν στο ασθενοφόρο, γιατί μετά την διασωλήνωσαν και ήταν σε καταστολή. Το γράμμα ήταν τα τελευταία της λόγια προς εμένα».
Και καταλήγοντας: «Η δύναμη της Μαργαρίτας και η στάση της ζωής της είναι αυτή από την οποία παίρνω δύναμη και μπορώ να συνεχίσω να ζω τώρα».
Στην εκπομπή μίλησε και ο δικηγόρος του Ανδρέα Δημητρίου, Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος, ο οποίος αποκάλυψε πως θα προχωρήσουν σε νομικές ενέργειες κατά του ελληνικού κράτους.
«Δυστυχώς, η Μαργαρίτα είχε χάσει τον αδελφό της σε τροχαίο πριν από χρόνια στην ίδια περιοχή, στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Οι γονείς της Μαργαρίτας έχασαν λοιπόν και τα δυο παιδιά τους και το εγγονάκι τους. Σε λίγο καιρό θα καταθέσουμε μήνυση και αγωγή κατά του κράτους. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του μπέμπη γράφει 22:36. Στο νοσοκομείο το μωρό είχε φτάσει από τις 21:00 ή και νωρίτερα. Αν το βρέφος είχε μεταφερθεί εγκαίρως από ένα σκάφος, πλοίο του Λιμενικού στη Ραφήνα, τότε το μωρό σύμφωνα με τη δική μου γνώμη, θα είχε σωθεί. Προφανώς το μωρό πέθανε από αναπνευστικά προβλήματα. Γι’ αυτό και οι δυο άνθρωποι που βρήκαν τον μπέμπη προσπάθησαν να του δώσουν πνοή και τον κράτησαν στη ζωή, όπως τον κράτησε στη ζωή μέχρι τις 22:36 και το γάλα που του έδινε η Μαργαρίτα γιατί τον θήλαζε μέσα στη θάλασσα. Επομένως είμαι βέβαιος ότι ο μικρός θα ζούσε. Εμείς περιμένουμε να πάρουμε τις ιατροδικαστικές εκθέσεις για να συνδέσουμε τον θάνατο με τις συγκεκριμένες αμέλειες συγκεκριμένων ανθρώπων» τόνισε κατηγορηματικά ο δικηγόρος.