Η Τσέλσι Μάνινγκ υπηρέτησε στο στρατό των ΗΠΑ υπό το όνομα Μπράντλεϊ, κρύβοντας για χρόνια την διεμφυλική της ταυτότητα. Την τελευταία αποκάλυψε μία ημέρα μετά την ανακοίνωση της καταδίκης της. Eίχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 35 ετών για διαρροή διπλωματικών εγγράφων και στρατιωτικών φακέλων στα Wikileaks. Αφού εξέτισε επτά χρόνια ποινής βγήκε απο τη φυλακή, μετά την χάρη που της απένειμε ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό των New York Times αποκάλυψε ότι δεν σκόπευε να δημοσιεύσει κρατικά έγγραφα. Η Μάνινγκ άφησε την αμερικανική στρατιωτική βάση έχοντας κατεβάσει παρανόμως στρατιωτικές εκθέσεις αναφερόμενες στους δύο πολέμους με αμερικανική ανάμειξη (Ιράκ και Αφγανιστάν).
Μία όμως δύο εβδομάδων απουσία της από το πόστο που της είχε ανατεθεί σε αμερικανική στρατιωτική βάση έξω από την Βαγδάτη και η επαφή της με τον μέσο αμερικανό πολίτη αποτέλεσε την αιτία και την αφορμή για την πράξη της έκνομης κοινοποίησης εγγράφων. Ενιωσε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, την αδιαφορία και την άγνοια των ομοεθνών της. Οι Αμερικανοί δεν γνώριζαν και ίσως δεν ήθελαν να γνωρίζουν το τι συνέβαινε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Υπήρχαν δύο κόσμοι: «ο κόσμος της Αμερικής και ο κόσμος που βίωνα καθημερινά. Ήθελα οι άνθρωποι να δουν αυτό που εγώ έβλεπα».
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της υπήρξε κάποια αρχική προσέγγιση με δημοσιογράφους των New York Times αλλά και της Washington Post χωρίς όμως να λάβει κάποια απάντηση. Ως αποτέλεσμα αυτής της σιωπής αποφάσισε να δώσει τα στοιχεία στα Wikileaks. Ενημερώθηκε για την ύπαρξη των τελευταίων στα πλαίσια μίας άσκησης ασφάλειας το 2008, αρχίζοντας από το 2009 να συνομιλεί διαδικτυακά για αυτόν τον ιστότοπο.
Είχε διαχωρίσει πολλές φορές την θέση της από αυτή του ιδιοκτήτη των Wikileaks, ο οποίος ζητούσε πλήρη διαφάνεια σε όλα, τονίζοντας πως «υπάρχουν δεκάδες ζητήματα, τα οποία πρέπει να παραμείνουν επτασφράγιστα μυστικά». «Ας προστατεύσουμε», προτρέπει, «ευαίσθητές πηγές, κινήσεις στρατευμάτων, πυρηνικά δεδομένα. Μην αποκρύψουμε όμως λάθη και ατοπήματα, εσφαλμένες πολιτικές, την ίδια την πραγματική ιστορία, το ποιοι είμαστε και το τι πράττουμε».
Η Μάνινγκ συνελήφθη όταν το βίντεο, που η ίδια έδωσε στα Wikileaks και δείχνει επιθέσεις αμερικανικών στρατιωτικών αεροσκαφών στο Ιράκ να επιφέρουν θανάτους αμάχων, είδε το φως της δημοσιότητας.
H ίδια, δίνοντας την πρώτη της συνέντευξη στους New York Times, οκτώ ημέρες μετά την αποφυλάκιση της, υπογραμμίζει πως ένας λόγος για τον οποίο υπήρξε τόσο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομα της ήταν το γεγονός πως είναι διεμφυλική. Αποκάλυψε πως ήδη από την εξαιρετικά τρυφερή ηλικία των 5 χρόνων, αντιλαμβανόμενη την γυναικεία φύση της, χρησιμοποίησε το make up και τα ρούχα της αδερφής της. Στα σχολικά της χρόνια έπεσε, όντας gay, θύμα μπούλινγκ. Οι γονείς της χώρισαν, εκείνη μαζί με την μητέρα της μετακόμισαν στην Ουαλία το 2001. Ο τόπος αυτός της χάρισε την ελευθερία που χρειαζόταν συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις της LGBT κοινότητας.
Το 2005 κατετάγη στον αμερικανικό στρατό. Η ιδέα του πατριωτισμού αλλά και η έννοια της πειθαρχίας προσδιόριζαν την ζωή του πατέρα της. «Σκέφθηκα πως θα μπορούσα να κάνω την αλλαγή». Βασική εκπαίδευση και μαθήματα για την επικείμενη ένταξη της στις μυστικές υπηρεσίες υπήρξαν το πρώτο στάδιο. «Έβλεπα τοπία, περιοχές και μέρη από το Ιράκ για εννέα-δέκα μήνες. Ήξερα επομένως καλά αυτή τη χώρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όταν πρωτοπήγα εκεί οι περιοχές να μου φαίνονται οικείες. Έπαθα σοκ βλέποντας ανθρώπους να περπατούν τριγύρω, να οδηγούν, να συζητούν. Κάποια στιγμή, σταμάτησα να βλέπω μπροστά μου αρχεία και πρακτικά· άρχισα να βλέπω ανθρώπους».
H καθημερινή έκθεση στο θάνατο και τον ανείπωτο πόνο, καταλήγει, σε οδηγούν να αναμετρηθείς με την προσωπική φθορά.