Στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ που έγινε εξ αποστάσεως την περασμένη εβδομάδα ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πρότεινε να δοθεί κεντρικά από την Κομισιόν περαιτέρω δημοσιονομική ώθηση με σκοπό την τελική υπέρβαση των προβλημάτων που δημιουργεί η πανδημία στα κράτη-μέλη της Ενωσης.
Η πρόταση του Μακρόν αφορά επέκταση του Ταμείου Ανάκαμψης με κεφάλαια 750 δισ. ευρώ και δεν έγινε τυχαία αυτή τη χρονική στιγμή, αφού και τα υγειονομικά δεδομένα είναι παντού δυσάρεστα και το πρότζεκτ εμβολιασμού των Ευρωπαίων σέρνεται και τα lockdown πλήττουν βαριά τις εθνικές οικονομίες.
Η πρώτη απάντησή μας στην πανδημία δόθηκε πέρσι, μετά το ξέσπασμα του πρώτου κύματος, είπε ο γάλλος πρόεδρος σε συνέντευξη Τύπου μετά τη σύνοδο κορυφής.
Και συμπλήρωσε ότι έπειτα από το δεύτερο και από το τωρινό τρίτο κύμα, ε, «μάλλον πρέπει κάτι να προσθέσουμε σε εκείνη την πρώτη απάντησή μας».
Ενέπλεξε και τις ΗΠΑ στις δηλώσεις του ο Μακρόν, αφού μνημόνευσε το πακέτο τού 1,9 τρισ. δολαρίων που έριξε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στην αμερικανική οικονομία ως επιχείρημα υπέρ των δικών του απόψεων. Ο γάλλος πρόεδρος είπε ότι το χάσμα μεταξύ των δύο πρότζεκτ ανάκαμψης, του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού, είναι ανησυχητικό και υποδηλώνει την ανάγκη για ευρωπαϊκή αντίδραση.
Οπωσδήποτε το αμερικανικό προηγούμενο πιέζει την ευρωπαϊκή ηγεσία, την Κομισιόν και τις κυβερνήσεις στο Βερολίνο και στο Παρίσι, αφού αντικειμενικώς οι ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει την Ευρώπη όχι μόνο όσον αφορά την ταχύτητα διάθεσης των αντικορονοϊκών εμβολίων, αλλά και ως προς το μέγεθος των δημοσιονομικών ανακλαστικών τους στα οικονομικά ερεθίσματα της κρίσης.
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος θα έλεγε κανείς, ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι, ο οικονομολόγος που διετέλεσε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συμμερίστηκε την άποψη του Μακρόν ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θέλει ενίσχυση. Και έβαλε τη δική του πινελιά λέγοντας ότι πρέπει παράλληλα να τρέξουν τα εθνικά σχέδια τόνωσης «σε συντονισμό».
Ανατριχίλες στον Βορρά
Η πρόταση Μακρόν και η υποδαύλισή της από τον Ντράγκι ασφαλώς προξένησαν ανατριχίλες στον «γερμανικό» ευρωπαϊκό Βορρά, αφού και πέρσι το πακέτο τού 1,8 δισ. ευρώ, σε διάστημα επταετίας μάλιστα, αντιμετωπίστηκε από τους «τσιγκούνηδες» Βορείους με ενόχληση και σκεπτικισμό, πόσο μάλλον τώρα.
Προς το παρόν οι προτεραιότητες των υπουργείων Οικονομικών σε κάθε χώρα της ΕΕ είναι η απορρόφηση των αναλογούντων κονδυλίων στο υπάρχον πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο των Βρυξελλών (μεταρρυθμίσεις, «πράσινη οικονομία», κ.λπ.). Ο γάλλος πρόεδρος και ο υπουργός του των Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ βρίσκουν το ευρωπαϊκό σύστημα εκταμιεύσεων βαρύ και γραφειοκρατικό, τροχοπέδη που συντελεί στην καθυστέρηση. Αλλά αυτά είναι ζητήματα που αφορούν τα έκτακτα μέτρα. Διότι υπάρχουν και τα μόνιμα αγκάθια.
Μετά το πέρας των εφετινών γερμανικών εκλογών και την οριστική αποχώρηση της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ από το πολιτικό προσκήνιο, η Ευρωζώνη οφείλει να αντιμετωπίσει το καθαυτό πολιτικό ζήτημά της, αυτό της μεταρρύθμισης των πολύ «σφιχτών» δημοσιονομικών κανόνων της – του Συμφώνου Σταθερότητας δηλαδή, του αποκαλουμένου και «γερμανικού κορσέ».
Υπό το βάρος των υγειονομικών συνθηκών της διετίας 2020 και 2021, με το φοβερό και σε βάθος χρόνου εκτεινόμενο αποτύπωμά τους στις εθνικές οικονομίες, τα πάντα πρέπει να επανακαθοριστούν λαμβάνοντας υπ’ όψιν την προοπτική που διαγράφεται για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα.
Η ιταλική Repubblica δίνει την πρόσθετη πληροφορία ότι οι Μακρόν και Ντράγκι έχουν συμπήξει «μέτωπο» υπέρ της έξτρα ενίσχυσης και αναζητούν συμμάχους, αν και δεν έχουν πει τίποτε ακόμη σε κανέναν. Τα 27 μέλη της Ενωσης θα έχουν ολοκληρώσει τις διαδικασίες με την Κομισιόν όσον αφορά τα εθνικά τους σχέδια περί το τέλος Απριλίου ή τις πρώτες ημέρες του Μαΐου. Τότε το γαλλοϊταλικό δίδυμο θα κάνει τις πρώτες κρούσεις του. «Νωρίτερα, θα ήταν αντιπαραγωγικό» λέει ο Ντράγκι.
Ο ιταλός πρωθυπουργός έχει τη θεωρία του και για τα ευρωομόλογα: θέλει να τα καταστήσει μόνιμα μετά τη λήξη της περιόδου ανάκαμψης από τα κορονοϊκά απόνερα, προκειμένου να υπάρξει κάποτε ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών, δηλαδή ένας φορέας ικανός να χρηματοδοτεί τις εθνικές πολιτικές και, παράλληλα, να συμβάλλει στην καθιέρωση του ευρώ παγκοσμίως. Απέχουμε πολύ από αυτό, ομολογεί ο ίδιος.