Στους δρόμους του Λίβερπουλ, στο αγαπημένο του εστιατόριο, ή στο κατάστημα (ειδών νέας τεχνολογίας) στο οποίο του αρέσει να ξοδεύει τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του, περνά σχεδόν απαρατήρητος. Δεν τον αναγνωρίζουν ούτε οι οπαδοί των «Reds». Αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, τις συνεντεύξεις, τις τηλεοπτικές κάμερες και τους φακούς των φωτορεπόρτερ. Επειδή είναι ντροπαλός, αλλά και γιατί του αρέσει να κινείται στο παρασκήνιο, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Δεν τον ενοχλεί καθόλου, που τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην αναγέννηση της Λίβερπουλ τον γνωρίζουν ελάχιστοι.
Εδώ και έξι χρόνια ο Μάικλ Εντουαρντς είναι, ίσως, ο πιο πολύτιμος συνεργάτης του Γίργκεν Κλοπ. Οταν ο γερμανός προπονητής δεν βρίσκεται στο γραφείο του, το καμαράκι του 42χρονου αθλητικού διευθυντή του συλλόγου είναι το πρώτο μέρος στο οποίο θα τον αναζητήσουν. Θα τον βρουν με τα πόδια πάνω στο τραπέζι του Εντουαρντς, να κουβεντιάζει μαζί του για τις επιδόσεις των παικτών στον προηγούμενο αγώνα της ομάδας, για τα «μυστικά» του επόμενου αντιπάλου της, ή για κάποιον μεταγραφικό της στόχο. Ο «Κλόπο» τον συμβουλεύεται για τα πάντα. Ακόμη και για ζητήματα που δεν έχουν να κάνουν με το ποδόσφαιρο.
Ενας… κομπιουτεράκιας
Οταν αφίχθη στο «Μέλγουντ», τον Οκτώβριο του 2015, ο Γερμανός βρήκε τον Εντουαρντς παροπλισμένο. Ο τότε προπονητής, Μπρένταν Ρότζερς, δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί την εξουσία του με έναν «κομπιουτεράκια», παρότι είχε, ήδη, προαχθεί από επικεφαλής αναλυτής σε τεχνικό διευθυντή. Η αμερικανική διοίκηση της Λίβερπουλ, που είχε τα analytics περί πολλού (τα μελετούσαν στους Μπόστον Ρεντ Σοξ, την ομάδα μπέιζμπολ που άνηκε στον όμιλο της Fenway Sports), προσπάθησε να βρει μια συμβιβαστική λύση. Συνέστησε, λοιπόν, μια επιτροπή μεταγραφών, και αποκτούσε (εναλλάξ) έναν παίκτη – επιλογή του προπονητή, και έναν που είχε εισηγηθεί η επιτροπή. Αλλά ο Κλοπ δεν άργησε να εκτιμήσει το «μάτι» του Εντουαρντς, ο οποίος είχε, ήδη, δημιουργήσει μια βάση δεδομένων για 100.000 ποδοσφαιριστές.
Επίσης, του έκανε εντύπωση που πολλοί παίκτες επισκέπτονταν τον Εντουαρντς στο σκοτεινό του γραφείο, το οποίο φώτιζαν αμυδρά οι οθόνες δύο υπολογιστών, για να συζητήσουν μαζί του της επιδόσεις τους. Οπως έγραψε η Daily Mail, είχαν αντιληφθεί ότι δεν ήταν μόνον «άνθρωπος των αριθμών», αλλά και «άνθρωπος του ποδοσφαίρου». Ενα χρόνο αργότερα, ο Κλοπ ζήτησε να τον προβιβάσουν σε αθλητικό διευθυντή, και να του δώσουν ένα γραφείο ακριβώς απέναντι από το δικό του. Αλλωστε, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, που δεν τα πολυκαταλάβαιναν, ο Γερμανός είχε αξιοποιήσει τα αθλητικά data και στην Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Σαλάχ ή Μπραντ;
Ο Κλοπ εμπιστευόταν την κρίση του συνεργάτη του σε τέτοιο βαθμό, ώστε συχνά υποχωρούσε, όταν οι δύο άνδρες διαφωνούσαν για παίκτες που έπρεπε να αποκτηθούν, ή να αποχωρήσουν. Δεν το μετάνιωσε, ιδίως στην περίπτωση του Μοχάμεντ Σαλάχ. Ο Εντουαρντς ήταν αυτός που πρότεινε τη μεταγραφή του από τη Ρόμα, ενώ ο προπονητής είχε επιλέξει τον Γιούλιαν Μπραντ, της Λεβερκούζεν. «Μπορεί να μη συμφωνούμε πάντα από την αρχή, όμως οι συζητήσεις μας τελειώνουν με τον έναν να έχει πείσει τον άλλον», είχε πει ο ακομπλεξάριστος Γερμανός, περιγράφοντας την αγαστή συνεργασία του με τον αθλητικό διευθυντή.
Η νέα, μεγάλη Λίβερπουλ, που επέστρεψε στην κορυφή του αγγλικού πρωταθλήματος και της Ευρώπης, καταρρίπτοντας μια σειρά από εντυπωσιακά ρεκόρ, γεννήθηκε στο κεφάλι του Κλοπ και στο λάπτοπ του Εντουαρντς. Αρκετές από τις μεταγραφές χαμηλού κόστους, αλλά υψηλής αξίας, όπως του Ρόμπερτσον που αποκτήθηκε το 2017 από τη Χαλ για μόλις 10 εκατομμύρια ευρώ, ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς του «αόρατου» αθλητικού διευθυντή. Αν και η σπουδαιότερη συνεισφορά του στον σύλλογο δεν ήταν οι αγορές, αλλά οι πωλήσεις ποδοσφαιριστών.
Μεταξύ άλλων, εισέπραξε από την Μπαρτσελόνα 150 εκατ. ευρώ για τον Κουτίνιο, που πέντε χρόνια νωρίτερα είχε κοστίσει στη Λίβερπουλ 10 εκατομμύρια. Και «ξεφορτώθηκε» τον Ντομινίκ Σολάνκε, που είχε σκοράρει μόλις ένα γκολ σε 27 ματς, πείθοντας την Μπόρνμουθ να πληρώσει 21 εκατ. ευρώ. Τα «χρυσά» deal του, ουσιαστικά, χρηματοδότησαν τις μεταγραφές που κρίθηκαν απαραίτητες, ώστε η ομάδα να ξαναβρεί τη χαμένη της αίγλη.
Από τη μπάλα… στο πληκτρολόγιο
Ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Το 1995 υπέγραψε στην Πίτερμπρο Γιουνάιτεντ, σύλλογο Γ’ Κατηγορίας, αλλά μέχρι το 1997 δεν είχε αγωνιστεί ούτε μία φορά σε επίσημο ματς με την πρώτη ομάδα. Τα παράτησε και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Πληροφορική. Επειτα δίδαξε κομπιούτερς σε Γυμνάσιο. Με το ποδόσφαιρο ξανασυναντήθηκε τυχαία. Προσελήφθη από την ProZone την εποχή που η εταιρεία είχε αναλάβει την ανάλυση των επιδόσεων της Πόρτσμουθ και των πιθανών μεταγραφικών της στόχων. Το 2009 έκανε την ίδια δουλειά για την Τότεναμ. Και τον Νοέμβριο του 2011 μεταπήδησε στη Λίβερπουλ. Αρχικά ως Head of Analytics, ύστερα ως Head of Performance Analyst, και από το 2016 ως τεχνικός διευθυντής. Εγινε κάτι περισσότερο: το «δεξί χέρι» του αναμορφωτή της. Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια, μόνο δύο φορές έγινε «ντόρος» γύρω από το όνομά του.
Η πρώτη ήταν τον Σεπτέμβριο του 2019. Οι Times αποκάλυψαν ότι το 2013 η Λίβερπουλ είχε «χακάρει» το σύστημα σκάουτινγκ της Μάντσεστερ Σίτι. Ο Εντουαρντς και δύο «κυνηγοί» ταλέντων χρησιμοποίησαν τον κωδικό πρόσβασης συναδέλφου τους, που εργαζόταν τη Σίτι. Το σκάνδαλο «κουκουλώθηκε» με εξωδικαστικό συμβιβασμό, με τη Λίβερπουλ να καταβάλλει στο σύλλογο του Μάντσεστερ αποζημίωση ενός εκατομμυρίου λιρών.
Η άλλη, τώρα που ανακοινώθηκε ότι ο Εντουαρντς θα εγκαταλείψει το πόστο του στο τέλος της σεζόν. Ο Κλοπ έκανε τα πάντα για να του αλλάξει γνώμη, όμως ο 42χρονος Αγγλος θέλει να ζήσει μια νέα επαγγελματική περιπέτεια. Εχοντας εκτιμήσει τον κίνδυνο, ως καλός αναλυτής, να μην ξαναβρεί συνεργάτη σαν τον γερμανό προπονητή.