Η εικόνα του Λούκα Μόντριτς με τη «Χρυσή Μπάλα» αγκαλιά δεν ήταν απ’ αυτές που το μάτι συνηθίζει εύκολα. Εδώ και δέκα χρόνια, αυτή η τυπική φωτογραφία του Δεκεμβρίου είχε άλλα κεφάλια: του Κριστιάνο Ρονάλντο ή του Λιονέλ Μέσι. Εάν δεν ήταν ο ένας, θα ήταν ο άλλος. Αυτή η εναλλαγή στο θρόνο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου φαινόταν πως θα διαρκούσε όσο και η καριέρα των δυο σύγχρονων θρύλων των γηπέδων. Και, πάντως, όσοι στοιχημάτιζαν ότι, κάποτε, κάποιος τρίτος θα τους άρπαζε τα σκήπτρα, δεν είχαν ποντάρει στον κροάτη χαφ της Ρεάλ Μαδρίτης.
Οι «πρίγκηπες» ήταν άλλοι: ο Μπέιλ, ο Νεϊμάρ, ο Γκριεζμάν, ο Αζάρ, ο Εμπαπέ… Ο Μόντριτς, από πού κι ως πού; Ολη του την ποδοσφαιρική ζωή (τον Σεπτέμβριο έκλεισε τα 33) την πέρασε ως ένας αντι-στάρ εργάτης, στην υπηρεσία του συνόλου. Ποτέ, καμία ομάδα του δεν προσάρμοσε το παιχνίδι της πάνω του, όπως συνέβη στη Βαρκελώνη με τον Μέσι. Ποτέ ο προπονητής του δεν υποχρέωσε τους συμπαίκτες του να τρέξουν (και) για ‘κείνον, όπως συνέβη στη Μαδρίτη και στην εθνική ομάδα της Πορτογαλίας με τον Κριστιάνο. Αντιθέτως, ο Μόντριτς ίδρωνε τη φανέλα για τους άλλους. Εκοβε, πάσαρε, άνοιγε διαδρόμους, έδινε μάχες για τη μπάλα μέχρι την τελευταία του ανάσα.
Κανένας από τους «πρίγκηπες» δεν κατάφερε να εκτοπίσει τα δυο «ιερά τέρατα». Μόνον ο Ινιέστα και ο Τσάβι πλησίασαν αυτό το κατόρθωμα, το 2010. Στην ψηφοφορία του France Football ήρθαν, αντιστοίχως, δεύτερος και τρίτος. Αφησαν τον Κριστιάνο εκτός «τριάδας». Αλλά, την πρώτη θέση (και τη «Χρυσή Μπάλα») την πήρε ο ένας από τους δυο συνήθεις θριαμβευτές: ο Μέσι.
Ισως για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, το ποδόσφαιρο διάλεξε για ήρωά του κάποιον που στο γήπεδο δεν κάνει «ντόρο». Λόγω του στιλ του παιχνιδιού του, αλλά και από χαρακτήρα. Ο Μόντριτς είναι ένας από τους πιο προικισμένους μέσους του καιρού μας. Ενας πλέι-μέικερ ικανός να αλλάξει τον ρου του αγώνα με μια του πάσα. Γρήγορος, στα πόδια και στο μυαλό, εξαιρετικός σουτέρ. Ενας «χορευτής» -έτσι τον έχει χαρακτηρίσει ο Κακά- που εντυπωσιάζει ακόμη κι όταν κινείται χωρίς τη μπάλα. Αλλά, είναι από τους παίκτες που η δουλειά του δεν πολυ-φαίνεται. Ενας αθέατος, συνήθως, πρωταγωνιστής.
Τον αδικεί και το «σουλούπι» του. Είναι κοντούλης, αδυνατούλης, ασχημούλης, ντροπαλός. Με δυο λόγια, ένας… αντιτουριστικός τύπος που δεν γεμίζει το μάτι. Αυτό ήταν το πρόβλημά του από την πρώτη μέρα του ταξιδιού του στο ποδόσφαιρο. Από τότε που ο πατέρας του, με τα τελευταία χρήματα της οικογένειας, «λάδωσε» έναν μάνατζερ για να γίνει ο επτάχρονος (τότε) Λούκα δεκτός στην Ακαδημία της Ζαντάρ. Οι προπονητές του και τ’ άλλα παιδιά τον κοιτούσαν με λύπηση και τον φώναζαν… «αόρατο».
Κανείς δεν έφτασε στην κορυφή χωρίς θυσίες και πόνο. Τουλάχιστον, όχι στο ποδόσφαιρο. Ο Μόντριτς, όμως, δεν είχε να παλέψει μόνο για την καριέρα του, αλλά και για τη ζωή του. Τα ανέμελα παιδικά του χρόνια τελείωσαν όταν ήταν έξι ετών. Τότε (1991) ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Ο πατέρας του κατετάγη στον στρατό της Κροατίας, και ο Λούκα με τη μητέρα του βρήκαν κατάλυμα σε ένα ξενοδοχείο στο Ζαντάρ, 45 χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό του στο μικρό χωριό Μόντριτσι. Το σπίτι κάηκε και ο παππούς του δολοφονήθηκε από σέρβους εθνικιστές. Αυτές οι φρικτές εικόνες είναι οι πρώτες του αναμνήσεις από τη ζωή.
Στο ξενοδοχείο, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, μια μπάλα ήταν η μόνη του παρηγοριά. Επαιζε όλη μέρα, ενώ δίπλα του έπεφταν βόμβες και σφαίρες. Ηταν πολύ καλός. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον γράψει σε κάποιες ερασιτεχνικές ομάδες της περιοχής, όμως κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά ένα καχεκτικό παιδάκι που ο δυνατός άνεμος μπορούσε να το ρίξει κάτω. Τελικώς, ο μπαμπάς βρήκε τον τρόπο να τον δεχτούν στην Ακαδημία -ο Θεός να την κάνει- της Ζαντάρ. Και, επειδή οι μεγαλύτεροι είχαν τρελάνει τον μικρό Λούκα στην κλωτσιά, του έφτιαξε και ένα ζευγάρι αυτοσχέδιες επικαλαμίδες, από ξύλο. Ο Μόντριτς δεν γνώρισε ποτέ τις ανέσεις της «Μασία», δεν είχε τα μέσα και τους δασκάλους του Κριστιάνο, του Νεϊμάρ, ή του Εμπαπέ, όμως δεν έπαψε ούτε λεπτό να πιστεύει στο όνειρό του: να γίνει ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του Κόσμου.
Δοκιμάστηκε στη Χάιντουκ και στην Ιταλία. Πουθενά δεν τον ήθελαν. Μόνον ο Ζντράβκο Μάμιτς, ο διαβόητος πρόεδρος της Ντινάμο Ζάγκρεμπ, εκτίμησε τα προσόντα του και του προσέφερε το πρώτο του συμβόλαιο, στα 15. Επιτέλους, αυτό το βασανισμένο παιδί είχε βρει το δρόμο του. Πήγε δύο φορές δανεικός, σε συλλόγους της Βοσνίας, όμως στα 20 του καθιερώθηκε στην Ντινάμο. Τρία χρόνια μετά πωλήθηκε στην Τότεναμ έναντι 21 εκατ. ευρώ. Ο «κροάτης Κρόιφ», όπως τον αποκαλούσαν στην πατρίδα του, «έλαμψε» στο «Ουάιτ Χαρτ Λέιν» επί τέσσερα χρόνια. Το 2012 η Ρεάλ Μαδρίτης πλήρωσε στους «Πετεινούς» σχεδόν τα διπλά για να τον αποκτήσει.
Ο Ζοσέ Μουρίνιο τον στήριξε πολύ. Το ίδιο και ο Κάρλο Αντσελότι, ο Ράφα Μπενίτεθ, ο Ζινεντίν Ζιντάν. Ηταν το αγαπημένο παιδί, ο πιστός στρατιώτης, όλων των προπονητών του. Ο Χάρι Ρέντναπ, στην Τότεναμ, είχε πει για ‘κείνον: «Είναι θαρραλέος σαν λιοντάρι. Είναι ένας εξαιρετικός παίκτης, το όνειρο κάθε προπονητή. Προπονείται σαν τρελός, δεν διαμαρτύρεται ποτέ, δεν τον νοιάζει πόσο θα παίξει, είναι πολύ καλός με ή χωρίς την μπάλα και μπορεί να νικήσει όλους τους αμυντικούς. Οποιον και αν έχει απέναντί του».
Στο τέλος, τα κατάφερε. Είναι ο νέος «βασιλιάς» του ποδοσφαίρου. Το κλάμα του στην αγκαλιά του προπονητή της Κροατίας, Ζλάτκο Ντάλιτς, μετά τον (νικηφόρο) ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου κόντρα στην Αγγλία, ήταν το ξέσπασμά του. Για όλα όσα πέρασε ώσπου να δικαιωθεί. Ναι, εκείνο το απόγευμα της 15ης Ιουλίου έφυγε ηττημένος από το «Λουζνίκι» της Μόσχας. Γι’ αυτό, λένε κάποιοι, τη «Χρυσή Μπάλα» την άξιζε κάποιος από τους νικητές. Οπως ο Γκριζμάν. Σεβαστή η ένσταση. Μόνο που, παραγνωρίζει ότι η Γαλλία ήταν, ήδη, μια παγκόσμια ποδοσφαιρική υπερδύναμη. Ενώ η Κροατία των τεσσάρων εκατομμυρίων ψυχών ήταν η πρώτη χώρα από τα Βαλκάνια που έφτασε σε τελικό Μουντιάλ. Ο Μόντριτς είχε να διανύσει πολύ μεγαλύτερο δρόμο από ό,τι ο Γκριζμάν.