Ο Αρμστρονγκ με την τρομπέτα του και το χαρακτηριστικό περιπαικτικό γέλιο, που προκαλούσε τις αντιδράσεις πολλών ομόχρωμων συναδέλφων του | Bettmann/Getty Images
Επικαιρότητα

Λούις Αρμστρονγκ: Η αμφιλεγόμενη κληρονομιά ενός συμβόλου της τζαζ

Με την έκδοση μιας σειράς ηχογραφήσεών του στο BBC το 1968, ανάμεσά τους και πέντε ακυκλοφόρητες, τα ερωτήματα σχετικά με την περίπλοκη προσωπικότητα του «Σάτσμο» έρχονται ξανά στο προσκήνιο
Protagon Team

Περισσότερο από μισό αιώνα μετά τον θάνατο του εμβληματικού μουσικού της τζαζ Λούις Αρμστρονγκ, θαυμαστές και κριτικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για το όνομά του – τελικά προφέρεται «Λούις» ή «Λούι»; Σε συνέντευξή του το 1947, ο ίδιος είχε πει: «Η μητέρα μου πάντα με αποκαλούσε Λούις, όχι Λούι». Κι όμως, οι ηχογραφήσεις του δείχνουν ότι σχεδόν όλοι όσοι τον γνώριζαν –ανάμεσά τους και η σύζυγός του– τον αποκαλούσαν «Λούι».

Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η δυαδικότητα αντανακλά και τις ασάφειες αναφορικά με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του «Σάτσμο», όπως αναφέρει δημοσίευμα του BBC. Ο δημοσιογράφος Μάρεϊ Κέμπτον τον συνόψισε περίφημα ως έναν συνδυασμό «του αγνού και του ευτελούς, του κλόουν και του δημιουργού, του θεού και του παλιάτσου».

Αυτόν τον μήνα, με την κυκλοφορία ενός νέου άλμπουμ ζωντανών ηχογραφήσεών του, προστίθεται νέο ​​υλικό στις συνεχιζόμενες συζητήσεις για τις αντιφάσεις του γίγαντα της τζαζ. Με τον τίτλο «Louis in London», το άλμπουμ προβάλλει τόσο την τζαζ ιδιοφυΐα όσο και τις θεατρικές ανοησίες του Αρμστρονγκ. Παράλληλα αφήνει υπόνοιες σχετικά με την αμφιλεγόμενη πολυπλοκότητα της στάσης του απέναντι στον ρατσισμό της εποχής του.

Οι ηχογραφήσεις που κυκλοφόρησαν πρόσφατα έγιναν από το BBC στο Λονδίνο κατά την περιοδεία του Αρμστρονγκ στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1968. Είναι η περίοδος κορύφωσης της δημοτικότητας του, λίγες μόνο εβδομάδες αφότου η κλασική μπαλάντα του «What a Wonderful World» είχε ανεβεί στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ.

Σηματοδότησε όμως και το τέλος της καριέρας του. Μετά την ολοκλήρωση της βρετανικής τουρνέ του, ο «Σάτσμο» αντιμετώπισε προβλήματα υγείας στην καρδιά και στα νεφρά, τα οποία δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει πλήρως. Αποσύρθηκε στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη και άρχισε να συνθέτει τον κατάλογο των άπειρων ηχογραφήσεων που είχε πραγματοποιήσει στην καριέρα του.

Αγάπησε ιδιαίτερα τις ηχογραφήσεις του BBC, παίζοντας τες σε φίλους που τον επισκέπτονταν, δημιουργώντας αντίγραφα για τα μέλη της μπάντας του και επικολλώντας μια ετικέτα στο προσωπικό του αντίγραφο του δίσκου, χαρακτηριστικό των προθέσεών του – «για τους θαυμαστές».

Παρά την αγάπη του Αρμστρονγκ για αυτές τις ηχογραφήσεις, μετά την αρχική του ραδιοφωνική μετάδοση ο δίσκος κυκλοφόρησε με λίγα τραγούδια. Το άλμπουμ «Louis in London», που βγήκε σε κυκλοφορία αυτόν τον μήνα, είναι πολύ πληρέστερο, καθώς περιέχει πέντε επιπλέον ηχογραφήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική έκδοση το 1968.

Ο δίσκος περιλαμβάνει μια εναλλακτική εκδοχή του «Hello, Dolly!», από το ομότιτλο μιούζικαλ, η οποία είναι «διαφορετική, μεγαλύτερη σε διάρκεια και καλύτερη» από εκείνη της προηγούμενης έκδοσης, σύμφωνα με τον Ρίκι Ρικάρντι, διευθυντή ερευνητικών συλλογών του Louis Armstrong House Museum – του μουσείου που στεγάζεται στο σπίτι όπου έζησε ο Αρμστρονγκ στη Νέα Υόρκη.

Ο Ρικάρντι θεωρεί ότι ο λόγος που αυτές οι ηχογραφήσεις είχαν τόση σημασία για τον μουσικό ήταν η κατάσταση της υγείας του. «Μετά την περιοδεία του στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι ίσως δεν θα εμφανιζόταν ξανά στη σκηνή» λέει στο BBC, υπενθυμίζοντας τα προβλήματα με τα χείλη και τα δόντια του, που είχαν αρχίσει να επηρεάζουν το παίξιμο της τρομπέτας του – πριν εμφανισθούν τα σοβαρότερα, με την καρδιά του.

Οι ηχογραφήσεις του BBC συνοψίζουν και τις έξι δεκαετίες της μακράς καριέρας του Αρμστρονγκ. Την ίδια στιγμή, όμως, το άλμπουμ «Louis in London» αποτυπώνει την περίπλοκη ταυτότητά του ως ερμηνευτή –τις αντιφάσεις ανάμεσα στον πρωτοπόρο μουσικό της τζαζ και τον τραγουδιστή-διασκεδαστή που είναι επιρρεπής σε αστεϊσμούς– όπως αυτή καταγράφηκε στη διάρκεια της βρετανικής τουρνέ του.

Οι βρετανοί κριτικοί των συναυλιών του επισήμαναν την απογοήτευση του κοινού, που έβλεπε τον Αρμστρονγκ να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη θεατρικών διαστάσεων, σχεδόν κωμική πλευρά της ερμηνείας του, παρά στην αριστοτεχνική της τζαζ τρομπέτας του. Οι ηχογραφήσεις του BBC το αντικατοπτρίζουν αυτό, με τα εμπορικά τραγούδια του να επισκιάζουν τα πιο «ψαγμένα» ορχηστρικά.

Πολλοί ειδικοί διαχωρίζουν την καριέρα του «Σάτσμο» στην πιο «καλλιτεχνικά σοβαρή» των δεκαετιών του 1920 και 1930, και την πιο «διασκεδαστικά γελοία» των επόμενων δεκαετιών, όταν άρχισε να τραγουδά περισσότερο και να παίζει τρομπέτα λιγότερο. Ο Ρικάρντι διαφωνεί, θεωρώντας ότι ο Αρμστρονγκ είχε πάντα μια περιπαικτική, κωμική διάθεση στις ζωντανές εμφανίσεις του – είτε έπαιζε ποπ συνθέσεις είτε ορχηστρικά τζαζ μοτίβα.

Η θεωρία της δυαδικότητας, με τον σοβαρό τζαζ μουσικό από τη μία και τον παλιάτσο από την άλλη, καλλιεργήθηκε κυρίως από τους κριτικούς της τζαζ τη δεκαετία του 1950, οι οποίοι την αντιμετώπιζαν με μια λογική «υψηλής τέχνης». Αλλά η σκηνική περσόνα του «Σάτσμο» ήταν πάντα πολύ πιο περίπλοκη.

Ο καλλιτέχνης εμφανιζόταν στα σόου του υιοθετώντας χαρακτηριστικά από την αμερικανική παράδοση των παραστάσεων των πλανόδιων μουσικών στις αρχές του 20ού αιώνα – λευκών καλλιτεχνών με μαυρισμένα πρόσωπα, που προωθούσαν τα φυλετικά στερεότυπα των μαύρων και στα σόου τους περιλάμβαναν τραγούδι, χορό και κωμικά νούμερα. Αυτές οι εμφανίσεις θεωρούνται ρατσιστικές με τα σημερινά στάνταρ, αλλά ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων θα ερχόταν δεκαετίες αργότερα.

Η αμφιλεγόμενη πτυχή των ερμηνειών του Αρμστρονγκ αντανακλάται στα τραγούδια που επέλεξε για τις ηχογραφήσεις του BBC, στα οποία περιλαμβάνεται το «When It’s Sleepy Time Down South» – ένα πολύ δημοφιλές τραγούδι, που όμως προπαγανδίζει τη λευκή ανωτερότητα του αμερικανικού Νότου, με τη χρήση του ρατσιστικού επιθέτου «darkies» (σκούροι). Τη δεκαετία του 1950, διαδηλωτές του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων έκαιγαν δημοσίως αντίτυπα του συγκεκριμένου δίσκου.

Η επιμονή του «Σάτσμο» να ανοίγει τις συναυλίες του με αυτό το τραγούδι, σε συνδυασμό με την περιπαικτική σκηνική παρουσία του, επέφερε την μήνιν των συναδέλφων του. Ο επίσης τρομπετίστας Ντίζι Γκιλέσπι τον κατηγόρησε για «υποτέλεια τύπου Μπάρμπα-Θωμά» (αναφερόμενος στο φυλετικά αμφιλεγόμενο βιβλίο «Η Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά»), ενώ ο Μάιλς Ντέιβις πίστευε ότι η σκηνική του περσόνα αντανακλούσε «τις ιδέες των λευκών για την κουλτούρα των μαύρων: ότι γελούν και χοροπηδούν ασταμάτητα».

Από την άλλη, ο Αρμστρονγκ επιχειρεί κάποιες καλυμμένες πολιτικές αναφορές στην ηχογράφηση του BBC, αφιερώνοντας το τραγούδι «You’ll Never Walk Alone» –το οποίο συχνά ερμήνευε σε συναυλίες του για αποκλειστικά μαύρο κοινό στις ΗΠΑ, ως ένδειξη αλληλεγγύης– «στις μητέρες όσων υπηρετούν στο Βιετνάμ».

Αλλά ίσως η αυθεντικότερη έκφραση της προσωπικής φιλοσοφίας του είναι το «What a Wonderful World» – το προτελευταίο τραγούδι που ερμήνευε στις βρετανικές συναυλίες του. Κάποιοι κριτικοί απέρριψαν ως απλοϊκό το μήνυμά του εκείνη την εποχή και οι New York Times το χαρακτήρισαν «συναισθηματική ηλιθιότητα».

Αλλά ο Αρμστρονγκ εξήγησε τη φιλοσοφία του με μια προφορική εισαγωγή που προστέθηκε στο τραγούδι λίγα χρόνια αργότερα: «Μου φαίνεται ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός, όσο αυτά που κάνουμε εμείς σε αυτόν. Το μόνο που λέω είναι: δείτε τι υπέροχος κόσμος θα ήταν αν του δίναμε μια ευκαιρία». Η άποψη αυτή τελικά κέρδισε αρκετούς από τους επικριτές του.

«Τον εκτίμησα με λάθος τρόπο» παραδέχτηκε μετά τον θάνατο του Αρμστρονγκ ο Ντίζι Γκιλέσπι. «Αρχίζω να αναγνωρίζω ότι αυτό που θεωρούσα ως χαζοχαρούμενο χαμόγελο ήταν τελικά η απόλυτη άρνησή του να επιτρέψει σε οτιδήποτε –ακόμα και στον θυμό του απέναντι στον ρατσισμό– να κλέψει τη χαρά από τη ζωή του και να σβήσει το υπέροχο χαμόγελό του».

Αλλοι παρέμειναν αμφίθυμοι. Ακόμη και μετά τον θάνατο του Αρμστρονγκ, ο Μάιλς Ντέιβις επανέλαβε τις επικρίσεις του. «Μισούσα τον τρόπο που έπρεπε να χαμογελάει για κάποιους κουρασμένους λευκούς» έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Ωστόσο, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ο «Σάτσμο» «άνοιξε πολλές πόρτες για να διαβούν άνθρωποι σαν εμένα».

Το άλμπουμ «Louis in London», 56 χρόνια μετά τη ζωντανή ηχογράφησή του, παρουσιάζει και τις δύο πλευρές του εμβληματικού μουσικού. Σε κάποια τραγούδια εμφανίζεται ο θρυλικός τρομπετίστας της τζαζ, σε άλλα ο δημοφιλής διασκεδαστής. Τα κομμάτια του, που εκτείνονται σε 50 χρόνια της μουσικής ιστορίας των ΗΠΑ, αντανακλούν τόσο την καλλιτεχνική πρωτοπορία του όσο και την τάση του να υιοθετεί φυλετικά οπισθοδρομικές πρακτικές.