Επεστράφησαν την Πέμπτη 19/12, σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Νομισματικό Μουσείο παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και του υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας Mehmet Nuri Ersoy, 1.055 αρχαία νομίσματα που το 2019 είχε επιχειρηθεί να εισαχθούν παράνομα στην Ελλάδα από την Τουρκία.
Πρόκειται για 61 αργυρούς στατήρες (δίδραχμα), κοπές πόλεων της Παμφυλίας, Κιλικίας, Ιωνίας, Κύπρου, αλλά και της Αίγινας και της Μήλου, και 994 αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα, μεταξύ των οποίων ένα υπόχαλκο, με χρονολογίες κοπής που κυμαίνονται από τις αρχές έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Η παράδοσή τους στην Τουρκία είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στη Διεθνή Σύμβαση της UNESCO, του 1970, αλλά και με το «Πρωτόκολλο για την παρεμπόδιση και πρόληψη της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής, διακίνησης και μεταβίβασης κυριότητας πολιτιστικών αγαθών», που υπέγραψαν οι δύο χώρες στις 4 Μαρτίου 2013 στην Κωνσταντινούπολη.
Οπως επισήμανε η Λίνα Μενδώνη, «για την Ελλάδα, ο επαναπατρισμός κάθε πολιτιστικού αγαθού που παρανόμως έχει εξαχθεί από το έδαφός μας αποτελεί αφορμή μεγάλης χαράς και ικανοποίησης. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες-θύματα κλοπών, λεηλασίας και παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών θησαυρών τους. Γι’ αυτό οι Ελληνες έχουμε ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα επαναπατρισμών. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι όλες οι παρανόμως εξαχθείσες αρχαιότητες, από οποιαδήποτε χώρα, πρέπει να επιστρέφουν στον τόπο προέλευσής τους και στους λαούς στους οποίους ανήκουν, ως μέρος της συλλογικής τους ταυτότητας. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα βρίσκεται στη διεθνή πρωτοπορία της πάταξης της αρχαιοκαπηλίας, του οργανωμένου εγκλήματος εις βάρος της ιστορικής μνήμης κάθε λαού».
Η Λίνα Μενδώνη ευχαρίστησε τον υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας «για τη στήριξη που η χώρα σας παρέχει σταθερά στην πατρίδα μου σχετικά με το εθνικό μας αίτημα, της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Η τοποθέτηση της Zeynep Bos, βάσει των οδηγιών σας, στην τελευταία Διακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO, ήταν καταλυτική. Είναι ευτύχημα που η διεθνής κοινότητα συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο ότι η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών δεν είναι απλώς μια μορφή εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά μια σύνθετη και καλά δικτυωμένη επιχείρηση του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος, με πολλαπλές συνέπειες και προεκτάσεις, που ακόμη κατορθώνει να αντιστέκεται στις συντονισμένες διεθνείς προσπάθειες καταπολέμησής της.
»Θα συνεχίσουμε άοκνα να εργαζόμαστε και να συνεργαζόμαστε, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας και της παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών αγαθών. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια και την αλληλοκατανόηση μεταξύ των λαών και των κρατών. Ο σεβασμός και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστούν εθνική ευθύνη και παγκόσμια ηθική δέσμευση. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για τη διάσωση του πολιτισμού μας και της ιστορικής μας μνήμης».
Τα νομίσματα είχαν εντοπιστεί και κατασχεθεί από τελωνειακούς υπαλλήλους του Τελωνείου Κήπων Εβρου τον Ιούλιο του 2019, στα χέρια τούρκου υπηκόου, όταν επιχείρησε να τα εισάγει παράνομα στην Ελλάδα, κρυμμένα με επιμέλεια στις αποσκευές του. Μετά την κατάσχεση σχηματίστηκε δικογραφία και η υπόθεση παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη.
Παραδόθηκαν για φύλαξη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Εβρου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Νομισματικό Μουσείο για εκτίμηση της αρχαιολογικής και οικονομικής τους αξίας. Σύμφωνα με το πόρισμα της Μόνιμης Τριμελούς Εκτιμητικής Επιτροπής για τον καθορισμό της χρηματικής αξίας αρχαίων νομισμάτων, το σύνολο των νομισμάτων αποτελεί μέρος νομισματικού «θησαυρού» που είχε αποκρυφθεί στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία.
Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών απέστειλε φωτογραφικό υλικό των νομισμάτων στην τουρκική πλευρά μέσω του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ αρχαιολόγοι του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας έστειλαν έκθεση αναφορικά με την τεκμηρίωση της προέλευσης των νομισμάτων.
Η έκθεση των Τούρκων εμπειρογνωμόνων συμφωνεί απολύτως με την τεκμηρίωση της Τριμελούς Εκτιμητικής Επιτροπής και του Νομισματικού Μουσείου, ότι δηλαδή τα νομίσματα αποτελούν μέρος «θησαυρού» που αποκρύφθηκε στα τέλη του 5ου/αρχές 4ου αιώνα π.Χ. στη Μικρά Ασία και επομένως η παράνομη διακίνησή τους από την Τουρκία στην Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητη.
Μετά την έκδοση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων από τα ελληνικά δικαστήρια, τα δύο μέρη συνεργάστηκαν για να οριστικοποιηθεί η επιστροφή του «θησαυρού» στη χώρα προέλευσής του, με δεδομένη την απόπειρα παράνομης εισαγωγής του στη χώρα μας από τούρκο υπήκοο.
Πριν την τελετή, οι δύο υπουργοί είχαν συνάντηση, στο επίκεντρο της οποίας τέθηκαν θέματα διμερούς ενδιαφέροντος όσον αφορά στην πολιτιστική συνεργασία των δύο χωρών.