Το υπέροχο μουσικό θέμα του Michael Cretu σήμαινε την έναρξη της κυριακάτικης τελετουργίας. Οι άνδρες σηκώνονταν από το οικογενειακό τραπέζι, έπιαναν μια θέση κοντά στο ραδιόφωνο, ανέβαζαν την ένταση του ήχου, ακουμπούσαν δίπλα τους τα ΠΡΟ-ΠΟ που είχαν παίξει κι ένα στιλό, και περίμεναν να μπουν στην παρέα τους οι φωνές που τις επόμενες ώρες θα έκαναν τις καρδιές τους να χτυπούν πιο δυνατά: «αγαπητοί ακροατές της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, καλησπέρα σας».
Τον Ηρακλή Κοτζιά δεν τον γνώριζαν στην όψη. Ούτε τον Κώστα Μότση. Πολλοί απ’ αυτούς που τον άκουγαν χρόνια ολόκληρα στο «Μικρόφωνο στα Γήπεδα» -την πιο ιστορική αθλητική εκπομπή του ελληνικού ραδιοφώνου- είδαν τη φωτογραφία του για πρώτη φορά χθες (4 Δεκεμβρίου), δίπλα στη θλιβερή είδηση του θανάτου του, σε ηλικία 67 ετών. Του έστελναν γράμματα ή του τηλεφωνούσαν για να του εκφράσουν την αγάπη τους, περνούσαν από το Ραδιομέγαρο και άφηναν κουτιά με γλυκά στ’ όνομά του, τον θεωρούσαν «δικό τους άνθρωπο» -όπως και τον Ηρακλή-, όμως πρακτικά τους ήταν ένας άγνωστος. Στον δρόμο δεν θα τον αναγνώριζαν. Αυτό είναι το μέγα μυστήριο του ραδιοφώνου: να δένεσαι με έναν άνθρωπο που τη μορφή του μπορείς μόνο να τη φανταστείς.
Η φαντασία τα κάνει όλα να μοιάζουν μαγικά. Στα πρώτα χρόνια της εκπομπής, που βγήκε στον «αέρα» τον Μάιο του 1983, δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση, ούτε συνδρομητική βεβαίως, δεν υπήρχε Ιντερνετ, δεν υπήρχε άλλη εικόνα των αγώνων πέρα απ’ αυτή που ο ακροατής σχημάτιζε στο μυαλό του, ακούγοντας την περιγραφή τους από τους σπορτκάστερ. Κλείναμε τα μάτια και πλάθαμε με τον νου τα κατορθώματα των «ηρώων» μας. Μέχρι το βράδυ, που τα στιγμιότυπα της «Αθλητικής Κυριακής» μπορούσαν να μας βγάλουν από την ηθελημένη μας πλάνη. Πόσο συναρπαστικές ήταν εκείνες οι Κυριακές…
Κι όταν ακούγαμε το τζινγκλάκι «Γκόοοολ», η αγωνία χτυπούσε κόκκινο. Πού θα μας πάει, τώρα, ο συντονιστής; Μήπως, στο γήπεδο που παίζει η αγαπημένη μας ομάδα; Το βάλαμε ή το φάγαμε; Κι αν το γκολ είχε μπει κάπου αλλού, ήταν απ’ αυτά που είχαμε προβλέψει στο ΠΡΟ-ΠΟ, ή όχι; Στο τέλος, όταν πια οι ελληνικοί αγώνες είχαν λήξει, περιμέναμε από τον Κώστα ή τον Ηρακλή τα αποτελέσματα από το Καμπιονάτο. Συνήθως, το δελτίο συμπλήρωναν τρεις τέσσερις αγώνες του ιταλικού πρωταθλήματος. Εάν είχαμε πιάσει τους υπόλοιπους, το διάστημα της αναμονής προσφερόταν για μεγάλα όνειρα.
Ο Ηρακλής, ο Κώστας, ο Αντώνης Πυλιαρός, ο Λουκάς Παπαϊωάννου, ο Στάθης Γαβάκης κι έπειτα οι νεώτεροι: ο Μίλτος Παναγιωτόπουλος, ο Λευτέρης Σαρελάκος, ο Χρήστος Κοντός, ο Αντώνης Λαγός. Καμιά δεκαριά ανταποκριτές της ΕΡΤ σε όλη την Ελλάδα και δύο τεχνικοί εξωτερικών μεταδόσεων σε κάθε γήπεδο. Αυτή ήταν η ομάδα που έβαλε (σε τακτική βάση) τον ήχο των γηπέδων στα σπίτια μας. Μέσω της «Φωνής της Ελλάδας» μπορούσαν να ακούσουν τα παιχνίδια της αγαπημένης τους ομάδας οι απόδημοι Ελληνες και οι ναυτικοί. Ο Top-Fm του Χρήστου Λαμπράκη, ο πρώτος ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός που μετέδωσε ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακολούθησε πέντε χρόνια αργότερα, το 1988.
Το καινοτόμο εγχείρημα της ΕΡΑ συνέπεσε με τα καλύτερα χρόνια του ποδοσφαίρου μας. Τα γήπεδα ήταν αθώα, ακόμη, και γεμάτα. Στο νεότευκτο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, ο Παναθηναϊκός έπαιζε με τον Ηρακλή του μεγάλου Βασίλη Χατζηπαναγή ή με τον πανίσχυρο ΟΦΗ του Ευγένιου Γκέραρντ μπροστά σε 70.000 θεατές. Στα ντέρμπι, εισιτήριο έβρισκες μόνο με μέσον. Τα ματς ήταν συναρπαστικά, και το Πρωτάθλημα εξαιρετικά ανταγωνιστικό. Στη δεκαετία 1983-1992, το κατέκτησαν πέντε ομάδες: ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ και η Λάρισα. Στα ’80s της ανεμελιάς, του βινυλίου και του πάκμαν, η μπάλα ήταν ανόθευτη, θεαματική, πραγματική απόλαυση. Οπως περηφανευόταν ο Κώστας, το «Μικρόφωνο στα Γήπεδα» είχε φτάσει να έχει ακροαματικότητα 97,5% σε όλη την Ελλάδα και 58,6% στην Αττική. Ακόμη κι αν είχες το ραδιόφωνό σου κλειστό, θα το άκουγες να παίζει σε κάποιο διπλανό.
Ωραία χρόνια, μα και δύσκολα. Τα τεχνικά μέσα ήταν πρωτόγονα, σε σχέση με τα σημερινά. Κάποια γήπεδα δεν είχαν στέγαστρα – ούτε, καν, πρίζες. Οταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης «τα έπαιρνε στο κρανίο» επειδή δεν του άρεσε ο περιγράφτης (έτσι αποκαλούσαν, τότε, τους σπορτκάστερ), στο επόμενο ματς το συνεργείο της ΕΡΤ έβρισκε τις πόρτες κλειστές. Στην Τούμπα, αρκούσε να έχει τα νεύρα του ο φύλακας. Υπήρχαν αγώνες στους οποίους η ενημέρωση για το σκορ γινόταν από το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα.
Τα μεγαλύτερα εμπόδια, όμως, βρίσκονταν μέσα στο ίδιο το Ραδιομέγαρο. Οι πρόεδροι, οι γενικοί και οι διευθυντές της ΕΡΤ -άνθρωποι της πολιτικής, του πνεύματος και της τέχνης- περιφρονούσαν βαθιά το ποδόσφαιρο και όσους ασχολούνταν με αυτό το παρακατιανό άθλημα. Ακόμη και για μία ωριαία αθλητική εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα, το «Τρεις και πέντε, ώρα για σπορ», έδωσαν τη συγκατάθεσή τους με μεγάλη απροθυμία. Το έργο ζωής του Κώστα Μότση ήταν το ότι κατόρθωσε να κάμψει τις αντιστάσεις τους. Πρώτα για το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» κι έπειτα, ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, για τη δημιουργία της ΕΡΑ ΣΠΟΡ, του πρώτου αμιγώς αθλητικού ραδιοφωνικού σταθμού στη χώρα.
Τα κατάφερε, γιατί έπαιζε επίθεση. Παντού και πάντα. Ηταν ο χαρακτήρας του τέτοιος. Οσοι έχουν το χάρισμα να σκιαγραφούν την προσωπικότητα από τον τόνο της φωνής, θα το είχαν αντιληφθεί. Από την πρώτη, κιόλας, Κυριακή που τον άκουσαν.