Ο 50χρονος Σελίμ Μπενσάαντ είναι εγγονός του Γιάκομπ Τζουγκασβίλι, του μεγαλύτερου γιου του Ιωσήφ Στάλιν. Κατά καιρούς τα μίντια ασχολούνται μαζί του με διάφορες αφορμές –προ ημερών, λόγου χάρη, ο πατέρας του, ονόματι Χουσεΐν και υπήκοος Αλγερίας, τον έδιωξε από την οικογενειακή εστία στη Μόσχα–, ωστόσο τώρα έχουν σοβαρότερο λόγο: ο δισέγγονος ζήτησε κάτι παράκαιρο οπωσδήποτε, να εκταφεί το λείψανο του προπάππου του και να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις ώστε να διαπιστωθεί αν τον δολοφόνησαν οι εσωκομματικοί εχθροί του.
Δεύτερο αίτημα του Σελίμ είναι η ταφή του Στάλιν στο μοσχοβίτικο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι, δίπλα στη σύζυγό του. (Λεπτομέρεια, όπως τη δίνουν οι λονδρέζικοι Times: η Ναντέζντα Αλιλούγιεβα αυτοκτόνησε το 1932, ύστερα από συζυγικό καβγά – τώρα ο δισέγγονος λέει ότι τελευταία επιθυμία του προπάππου του ήταν να τον θάψουν δίπλα της). Για την ευόδωση των προσπαθειών του, ο Σελίμ ζήτησε τη βοήθεια της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας, και μάλιστα προσωπικώς του επικεφαλής της, πατριάρχη Κυρίλλου. Ο Σελίμ θέλει να πιάσει ο Αγιώτατος τον πρόεδρο Πούτιν και να τον πείσει για το δίκαιον του αιτήματος.
Μία από τις παραδοξότητες του όλου πράγματος επισημαίνουν οι Βρετανοί: «Ο Στάλιν διηύθυνε τη βάναυση αντιθρησκευτική εκστρατεία των Σοβιετικών, αλλά ο Σελίμ ισχυρίζεται ότι ήταν άνθρωπος με πίστη» γράφουν. Με πίστη ή χωρίς, ο Στάλιν ανέστησε εξ ανάγκης την Ορθοδοξία μέσα στη σφοδρότητα της γερμανικής προέλασης στο Ανατολικό Μέτωπο, όταν η σοβιετική άμυνα βαφτίστηκε στην κολυμβήθρα του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου» και τα εικονίσματα βγήκαν από τα σεντούκια με σκοπό να πείσουν τους Ρώσους να υπερασπιστούν την πατρίδα τους (όπως και έκαναν, και θριάμβευσαν κιόλας).
Ποντικοφάρμακο στο πιάτο;
Υποτίθεται ότι η εκταφή θα φωτίσει την υπόθεση του θανάτου του Στάλιν, την οποία ο χρόνος εξακολουθεί να καλύπτει με ομίχλη. Η υποψία περί δηλητηρίασής του, πάντως, είναι κοινός τόπος των ιστορικών της σοβιετικής Ιστορίας. Ο «πατερούλης» απεβίωσε το 1953, σε ηλικία 74 ετών. Σαν αίτιο του θανάτου του αναφέρθηκε η εγκεφαλική αιμορραγία. Είχε προηγηθεί γεύμα, στην ντάτσα του, με συνεργάτες του, δηλαδή με κορυφαίους παράγοντες της σοβιετικής νομενκλατούρας της εποχής. Εικάζεται ότι κάποιοι συνωμότες τον τάισαν ποντικοφάρμακο.
Ο μέλλων αποδομητής του Στάλιν, πάντως, ο Νικήτα Χρουστσόφ, συνέφαγε τότε μαζί του, όπως και ο διαβόητος για την πανουργία του και τις μηχανορραφίες του αρχηγός της μυστικής αστυνομίας, ο πολύς Λαβρέντι Μπέρια. Οι Βρετανοί θυμίζουν την ψευδή αναφορά του Χρουστσόφ, στα απομνημονεύματά του, ότι ο Μπέρια καυχήθηκε στον Βιάτσεσλαβ Μολότοφ πως αυτός καθάρισε τον «μεγάλο». Σημειώνουν, δε, ότι όλοι οι ιστορικοί αμφισβήτησαν την αξιοπιστία του Χρουστσόφ.
Δύο τάφοι δίπλα στο Κρεμλίνο
Η σορός του Στάλιν τοποθετήθηκε αρχικώς σε ταφικό μνημείο στην Κόκκινη Πλατεία, στο Κρεμλίνο, δίπλα στα τα ταριχευμένα λείψανα του Βλαντίμιρ Ιλιτς ή Λένιν, του μπολσεβίκου που ίδρυσε το σοβιετικό κράτος (με την υπόσχεση ότι, κάποτε, με τη βοήθεια της πάλης των τάξεων, το δικτατορικό «κράτος των εργατών» θα αρχίσει φθίνει μέχρις ότου εξαφανιστεί τελείως – όχι στη Δευτέρα Παρουσία, αλλά μόλις επιτευχθεί η αταξική κοινωνία). Το κράτος, φυσικά, δεν εφθάρη, αλλά γιγαντώθηκε ανανεώνοντας το πολιτικό προσωπικό του. Ο Στάλιν το έσωσε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμαχώντας την κατάλληλη στιγμή με τον εξαιρετικά γαλαντόμο (με το αζημίωτο, βέβαια) Φράνκλιν Ρούζβελτ, πρόεδρο των ΗΠΑ, και με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρωθυπουργό της Βρετανίας.
Ο Στάλιν απέκτησε, έτσι, διεθνές κύρος: και λόγω της νίκης του στο Βερολίνο, στο πλευρό των Συμμάχων, και επειδή, στο παρελθόν, στο πλαίσιο της Τρίτης Διεθνούς, είχε την πρόνοια να επινοήσει το (άνευ σαφούς πολιτικού στίγματος) ιδεολόγημα του «αντιφασισμού» που, πέραν των κομμουνιστών, γοήτευσε αστούς διανοουμένους, αστικοδημοκράτες πολιτικούς, καλλιτέχνες κ.λπ., οι οποίοι πρόθυμα έκλεισαν τα μάτια τους και αδιαφόρησαν για τα κραυγαλέα ζητήματα δημοκρατικότητας στη Σοβιετική Ενωση («γκουλάγκ» κ.ά.). Παρά τις δάφνες του εντός και εκτός Σοβιετικής Ενωσης, ο Στάλιν καταγγέλθηκε από τον Χρουστσόφ όταν ανήλθε εκείνος στην εξουσία, και τα λείψανά του μεταφέρθηκαν σε νέο ταφικό μνημείο, λιγότερο λαμπρό από το αρχικό, που ακόμη είναι διακοσμημένο με την προτομή του.
Οι Βρετανοί παρατηρούν ότι «η φήμη του Στάλιν αποκαθίσταται συνεχώς αφ’ ότου ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία, το 2000. Ο πρόεδρος, πρώην αξιωματικός της KGB ο ίδιος, προσπάθησε να τονίσει τον ρόλο του σοβιετικού ηγέτη στον Β’ΠΠ και κατηγόρησε τις δυτικές χώρες ότι χρησιμοποιούν τη μνήμη των “γκουλάγκ” για να δαιμονοποιήσουν τη σημερινή Ρωσία». Σε ό,τι αφορά το αίτημα του Σελίμ, αν και ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι δεν εμφορείται από πολιτικά κίνητρα, η Ρωσική Εκκλησία δεν έχει τοποθετηθεί προς το παρόν.