Γεννημένος το 1934 στο Μόντρεαλ, ο Λέοναρντ Κοέν, που πέθανε σε ηλικία 82 ετών στο Λος Άντζελες, ήταν ένας τροβαδούρος ο οποίος μεσουράνησε επί πολλές δεκαετίες στο μουσικό στερέωμα, γράφοντας στίχους και τραγούδια τα οποία αγαπήθηκαν από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν ξέχασε ποτέ την ποίηση και την ποιητική του ιδιότητα.
Από την ποίηση ξεκίνησε, με τις ποιητικές συλλογές «Let Us Compare Mythologies» (1956), «’The Spice-Box of Earth» (1961) και «Flowers for Hitler» (1964), και στην ποίηση επέστρεψε με τη «Φλόγα», το βιβλίο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του σε επιμέλεια του γιου του Dum Cohen (τα μυθιστορήματά του αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο της πορείας του στα γράμματα).
«Το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα σε πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη (εντελώς μέσα στο ποιητικό και τραγουδιστικό πνεύμα του Κοέν), από τις εκδόσεις Gutenberg», αναφέρει ο Β. Χατζηβασιλείου από το ΑΠΕ.
Όπως σημειώνουν οι επιμελητές της αγγλόφωνης έκδοσης Robot Fage και Alexandra Pleshoyano, ο τόμος συμπεριλαμβάνει ποιήματα και στίχους οι οποίοι εκπροσωπούν φάσεις του έργου του αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1970 και φτάνοντας μέχρι και την εποχή λίγο πριν από τον θάνατό του.
Τι ακριβώς, όμως, περιλαμβάνει αυτός ο μεταθανάτιος τόμος; Καταρχάς, εξήντα τρία ποιήματα, που ο Κοέν είχε ξεχωρίσει προσεκτικά από έναν πολύχρονο όγκο της αδημοσίευτης δουλειάς του.
Ύστερα, υπάρχουν ποιήματα που έγιναν τα τραγούδια των τελευταίων τεσσάρων άλμπουμ του.
Κι ακόμα, μια επιλογή από τα ανέκδοτα σημειωματάριά του. Από έφηβος μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, ο Κοέν έγραφε τα πιο διαφορετικά πράγματα σε χαρτάκια που βρίσκονταν παντού (ακόμα και στο ψυγείο, όπως μαρτυρεί ο γιος του).
Αποτελούν κι αυτά τα σκόρπια σημειώματα ποιήματα και στίχους – κάποιους από αυτούς, μάλιστα, μερικές φορές παραλλαγμένους, ο Κοέν τούς είχε βάλει και σε τραγούδια του.
Το υλικό συμπληρώνεται με την ομιλία του κατά την απονομή του ισπανικού Βραβείου του Πρίγκιπα των Αστουριών, καθώς και με πλήθος σκίτσα, που είναι οι αυτοπροσωπογραφίες του. Σε όλα αυτά οι επιμελητές πρόσθεσαν τα μέιλ που αντάλλαξε το τελευταίο εικοσιτετράωρο της παραμονής του στα εγκόσμια με τον φίλο του Peter Scott.
Τα θέματα που τρέφουν την ποίηση του Κοέν, ο οποίος έμεινε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970 στην Ύδρα, όπου και έζησε έναν μοναδικό έρωτα, δεν είναι μόνο ο έρωτας, όπως τον ξέρουμε από την Ύδρα και από τα δεκάδες σχετικά τραγούδια του, αλλά και όσα απασχολούν από καταβολής κόσμου τους ποιητές: ο φόβος και το άγχος του θανάτου, οι μελαγχολίες για τα μικρά ή τα μεγάλα ανεκπλήρωτα του καθημερινού βίου (σκιές που μπορεί να κάνουν ένα βιαστικό πέρασμα από τον στίχο, συχνά ανεντόπιστο και αθόρυβο, αλλά μένουν για πάντα στον νου και την καρδιά μας), η αγάπη για το αλκοόλ και τις ουσίες (κάτι που απασχόλησε ιδιαιτέρως τη γενιά του Κοέν), τα σκαμπανεβάσματα των προσωπικών επιλογών και όσα απρόβλεπτα επιφυλάσσουν στους ανθρώπους τα γυρίσματα της τύχης, αλλά και το υπαρξιακό κενό στο οποίο οδηγούν συχνά οι δεσμοί μας με τους άλλους, ερωτικούς συντρόφους ή φίλους. Κάτι που διακρίνεται επίσης εύκολα στην ποίηση του Κοέν είναι η πολιτική της εξωστρέφεια: ο θυμός του για τον αυταρχισμό και τις τάσεις κατάχρησης της εξουσίας σε διεθνές επίπεδο ή η βαθιά του αφοσίωση και η πίστη του στη δημοκρατία και τις αρετές της.
Και ουδείς, βέβαια, μπορεί να παραγνωρίσει την ευαισθησία, την εμβέλεια και την εκφραστική δύναμη της ποίησης του Κοέν, που συνδυάζει την αμεσότητα των αισθημάτων και τη διάθεση εξομολόγησης (ένας οικείος και μονίμως πολύ φιλικός και συνομιλητικός τόνος) με την ικανότητα για υπέρβαση του συγκεκριμένου, με το άνοιγμα και το πέταγμα στη σφαίρα του ονείρου, που διευκολύνει την κατάκτηση μιας εσώτερης ελευθερίας: «Ξέρω ότι πρέπει να μ’ αφήσεις / Το ρολόι πιο δυνατά ακούγεται τώρα / Ξέρω ότι ήρθε η ώρα να μ’ αφήσεις / Ήρθε του χρόνου η ορμή κι η μπόρα / Κι οπλοστάσιο έχει γίνει η καρδιά μου / Και γέρνει το κεφάλι μου μπροστά μου / Στάσου στο πλάι μου, Μαρία / Χρόνο δεν έχουμε για άλλη ευκαιρία / Αιμορραγεί το ζωντανό / Κι ατιμασμένος είν’ ο ανθός / Στάσου στο πλάι μου, Μαρία / Μαρία της περίσσιας χάρης».