Μαλάκωσε ο Μπομπ και παίζει αγαπημένες διασκευές του κοινού; Πάει, χάλασε ο κόσμος... | Shutterstock/Christian Bertrand
Επικαιρότητα

Ξαφνικά ο Μπομπ Ντίλαν κάνει τα χατίρια του κοινού του

Κόντρα στις συνήθειές του, ο θρυλικός αμερικανός τραγουδοποιός αποφάσισε να ερμηνεύει τοπικά χιτ στην τελευταία του τουρνέ – κάνοντας το κοινό να αναρωτιέται αν ξεμωράθηκε
Protagon Team

Ο Μπομπ Ντίλαν, ο μόνιμα περιπλανώμενος τροβαδούρος, γνωστός για την επίμονη άρνησή του να κάνει ότι περιμένουν οι θαυμαστές του, δείχνει να παίρνει μια στροφή προς τον… λαϊκισμό καθώς πλησιάζει προς το τέλος της καριέρας του.

Η διαδρομή του 82χρονου μουσικού, που τουράρει σχεδόν ασταμάτητα τα τελευταία 40 χρόνια, είναι γεμάτη από αντισυμβατικές επιλογές. Στη δεκαετία το 1960 είχε εξοργίσει τους καθαρολόγους της παραδοσιακής φολκ μουσικής στις τάξεις των θαυμαστών του, επιλέγοντας ηλεκτρικές κιθάρες και ροκ μπάντα για τα τραγούδια του – και την επόμενη δεκαετία εξέπληξε τους πάντες ασπαζόμενος ξαφνικά τον χριστιανισμό.

Τώρα ο βετεράνος εβραιοαμερικανός Ντίλαν –κατά κόσμον, Μπομπ Ζίμερμαν– ο οποίος έχει δώσει περισσότερες από 2.500 συναυλίες τα τελευταία 40 χρόνια, επιφυλάσσει μια νέα έκπληξη για τους οπαδούς του, σύμφωνα με ρεπορτάζ των Times του Λονδίνου.

Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας του «Rough and Rowdy Ways», η οποία πήρε το όνομά της από το βραβευμένο ομότιτλο άλμπουμ του 2020, ο Ντίλαν παίζει τραγούδια προσαρμοσμένα στο τοπικό πλήθος. Τον περασμένο Οκτώβριο ερμήνευσε μια διασκευή του «Kansas City», του γνωστού τραγουδιού των Λίμπερ και Στόλερ, ενώ έπαιζε στην ομότιτλη πόλη του Μιζούρι.

Μερικές ημέρες αργότερα ερμήνευσε το κλασικό ροκ-εν-ρολ τραγούδι «Johnny B Goode» στο Σεν Λούις, σε έναν προφανή φόρο τιμής στον Τσακ Μπέρι, έναν από τους πιο επιφανείς απογόνους της πόλης. Τέλος, στο Σικάγο, ο τροβαδούρος άνοιξε της συναυλία του με το «Born in Chicago» των Paul Butterfield Blues Band.

Οι θαυμαστές του προσπαθούν να καταλάβουν τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αλλαγή. Ο Γουίλ Σλόουν, συγγραφέας από το Τορόντο που είδε για πρώτη φορά τον Ντίλαν ζωντανά ως έφηβος το 2008, λέει στους Times ότι μέρος της απήχησης του τραγουδιστή είναι ότι δεν παίζει κομμάτια που αρέσουν στο πλήθος.

Μαζί με τον Βαν Μόρισον, ο Μπομπ είναι από τους πιο δύστροπους θρύλους στην ιστορία της μουσικής. Καταρχάς, σπανίως τραγουδά διασκευές επί σκηνής – λογικό, καθώς δεν υπάρχει μουσικός των τελευταίων 60 ετών με τόσο παραγωγικό αριθμό συνθέσεων. Κατά δεύτερον, σνομπάρει παραδοσιακά και κατ’ εξακολούθηση τις συνθηματικές εκκλήσεις του κοινού να παίξει συγκεκριμένα αγαπημένα τραγούδια τους στις συναυλίες του τα τελευταία 40 χρόνια.

Η δεύτερη εμφάνισή του στη χώρα μας, μια καυτή καλοκαιρινή βραδιά στον Λυκαβηττό το 1993, αποτελεί μάλλον την εξαίρεση στον κανόνα – έπαιξε όλα τα δημοφιλή του τραγούδια, από το «Mr. Tambourine Man» και το «Like A Rolling Stone», μέχρι το «Blowin’ In The Wind». Αλλά βρήκε άλλο τρόπο να εκνευρίσει τους θεατές – έπαιζε επί δυόμιση ώρες με την πλάτη του γυρισμένη στο κοινό του αρχαίου βράχου.

Ο Σλόουν, ο οποίος έχει δει τον Ντίλαν ζωντανά πέντε φορές, συμπεριλαμβανομένης μιας φοράς που είχε κάθισμα στην πρώτη σειρά μιας συναυλίας στο Βερολίνο, σημειώνει τις φήμες ότι η παρούσα περιοδεία μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία που θα έχουν οι θαυμαστές του να δουν τον ήρωά τους σε συναυλία. Ο καλλιτέχνης μάλλον γνωρίζει ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος και ίσως για αυτό κάνει τα χατίρια των τοπικών ακροατηρίων του.

Πολλοί θαυμαστές του Ντίλαν συμφωνούν ότι η ηλικία του μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στις πρόσφατες «λαϊκίστικες» επιλογές του. Λίγο γηραιότερος από τα μέλη των Rolling Stones, ο τροβαδούρος δεν έχει πια την φυσική κατάσταση των Μικ Τζάγκερ και Κιθ Ρίτσαρντς, οι οποίοι κάνουν ακόμα εξαντλητική γυμναστική για να παραμένουν σε φόρμα.

Μια άλλη θεωρία των φανατικών θαυμαστών του είναι ότι ο παραδοσιακά μουρτζούφλης Ντίλαν άρχισε να μαλακώνει τον χαρακτήρα του όταν έσβησε τα κεράκια των 80ων του γενεθλίων – με αποτέλεσμα να γίνεται πιο προσιτός στο ευρύ ηλικιακά κοινό του.

Αν ισχύει η θεωρία, τότε θα αφήσει τον παλιόφιλό του, Βαν Μόρισον –μαζί με τον οποίο ερμήνευσαν σε μια θρυλική και απρογραμμάτιστη εκτέλεση το κλασικό «Crazy Love» του Βαν κάτω απ’ την Ακρόπολη το 1989– να απολαμβάνει μόνος του τον τίτλο του πιο μόνιμα τσατισμένου και ακοινώνητου μουσικού της θρυλικής γενιάς του 1960.